Βήμα – βήμα πάνε ειδικοί και κυβέρνηση, ως προς τη λειτουργία των σχολείων.
Ωστόσο, η «έκρηξη» κρουσμάτων από την πρώτη μέρα επαναλειτουργίας τους δεν επιτρέπει εφησυχασμό, ενώ η συζήτηση για την αναθεώρηση του πρωτοκόλλου «50%+1», με βάση το οποίο κλείνει ένα σχολικό τμήμα σε περίπτωση κρουσμάτων, όχι μόνο παραμένει «στο τραπέζι», αλλά φαίνεται να έρχεται όλο και πιο κοντά.
Εξάλλου, ακόμη και μέλη της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων είχαν διαφωνήσει με τη διατήρησή του, ασχέτως αν επικράτησε η εισήγηση της πλειοψηφίας, που οδήγησε στις τελικές αποφάσεις της κυβέρνησης για το άνοιγμα των σχολείων μετά τις γιορτές.
Παράλληλα, ειδικοί εκτιμούν πως, παρά τα αυξημένα κρούσματα, αλλά και την αύξηση των εισαγωγών στα νοσοκομεία από παιδιά και εφήβους την τελευταία εβδομάδα, είναι νωρίς για να βγουν συμπεράσματα για τη λειτουργία των σχολείων και «δείχνουν» προς δύο ημερομηνίες-κλειδιά για να υπάρξει μια πιο ασφαλής εκτίμηση της κατάστασης, βάσει της οποίας θα φανεί αν ο τρόπος με τον άνοιξαν οδηγεί σε σοβαρή αύξηση των κρουσμάτων κορωνοϊού.
Μακρή: «Αν χρειαστεί θα τροποποιηθούν τα πρωτόκολλα»
Τα χιλιάδες κρούσματα κορωνοϊού στα σχολεία, τα οποία βέβαια δεν οφείλονται σε διασπορά εντός της σχολικής κοινότητας, φέρνουν στο προσκήνιο μία πιθανή αλλαγή στα πρωτόκολλα και κυρίως στη ρύθμιση που προβλέπει ότι ένα τμήμα θα κλείνει μόνο αν νοσεί το 50%+1 της τάξης.
Η υφυπουργός Παιδείας, Ζέττα Μακρή, τόνισε μιλώντας στον ΣΚΑΪ πως αν χρειαστεί και εφόσον υπάρχει σχετική εισήγηση από την Επιτροπή των Εμπειρογνωμόνων θα αλλάξουν τα πρωτόκολλα για τα σχολεία.
Όπως είπε, τα περίπου 25.000 θετικά τεστ που καταγράφηκαν τις δύο πρώτες μέρες επαναλειτουργίας των σχολείων είναι εν δυνάμει κρούσματα που εντοπίστηκαν από self test, τονίζοντας ότι δεν προκλήθηκαν από την σχολική δραστηριότητα. Πρόσθεσε δε ότι τα παιδιά και οι εκπαιδευτικοί, που ήταν στην πλειοψηφία τους ασυμπτωματικοί, θα μόλυναν κάποιους καθώς υπάρχει κινητικότητα, ωστόσο με τα self tests μπήκε φρένο στη διασπορά.
«Δεν μένουμε σταθεροί σε ένα πρωτόκολλο»
Ερωτηθείσα αν θα αλλάξουν τα πρωτόκολλα σε περίπτωση αύξησης των κρουσμάτων, επεσήμανε ότι το υπουργείο ακούει πάντα την Επιτροπή. «Δεν μένουμε σταθεροί σε ένα πρωτόκολλο. Αν τα πρωτόκολλα χρειαστεί να τροποποιηθούν, με εισήγηση της Επιτροπής, θα γίνει».
Ειδικά για το 50%+1, δήλωσε ότι δεν απασχολεί την Επιτροπή επιδημιολογικά, γιατί έχει να κάνει με την κινητικότητα των σχολείων.
Παράλληλα, η κυρία Μακρή ανέφερε ότι γίνεται προσπάθεια να βγει όσο γίνεται νωρίτερα η απόφαση για την άδεια ειδικού σκοπού για τους γονείς, που τα παιδιά τους νοσούν με κοροναϊό.
Οικονόμου: Νωρίς για συμπεράσματα για τα σχολεία
«Νωρίς» οι τρεις μέρες για να δούμε αν το άνοιγμα των σχολείων λειτούργησε θετικά ή αρνητικά ως προς την πανδημία, ωστόσο, λόγω των τεστ που έκαναν μαθητές και εκπαιδευτικοί, «εντοπίστηκαν κρούσματα που αλλιώς δεν θα εντοπίζονταν», εξήγησε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.
Ο Γιάννης Οικονόμου ανακοίνωσε, επίσης, μιλώντας στο MEGA, πως την ερχόμενη Δευτέρα θα είναι στις θέσεις τους οι περίπου 4.000 αναπληρωτές που θα καλύψουν τα κενά των νοσούντων και τόνισε ότι οι σχολικές μονάδες θα συνεχίσουν να λειτουργούν «με αυστηρό πρωτόκολλο και με βάση το σχέδιο με το οποίο άνοιξαν».
Οι ημερομηνίες «κλειδιά» για τις αποφάσεις
Για το κύμα της μετάλλαξης Όμικρον του κοροναϊού, αλλά και την επιστροφή των μαθητών στα σχολεία – που απασχολεί και φοβίζει πολλούς γονείς- μίλησε ο καθηγητής Πνευμονολογίας, Θεόδωρος Βασιλακόπουλος, στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του ALPHA.
Ερωτηθείς για το άνοιγμα των σχολείων και τα χιλιάδες κρούσματα που εντοπίστηκαν σε μαθητές και εκπαιδευτικούς μόλις τις δύο πρώτες ημέρες λειτουργίας τους, ο κ. Βασιλακόπουλος εξήγησε ότι «τα αρχικά κρούσματα ήταν αυτά που είχαν τα παιδιά μας πριν φτάσουν στα σχολεία. Άρα, τα σχολεία βοήθησαν στη σωστή ιχνηλάτηση». Στη συνέχεια, πρόσθεσε ότι τα στοιχεία από τις δύο πρώτες ημέρες λειτουργίας προέρχονται ουσιαστικά από το δεκαπενθήμερο των γιορτών.
Όπως ανέφερε, τα στοιχεία της ερχόμενης Παρασκευής (14.01.2022) και της επόμενης Δευτέρας (17.01.2022) θα αποτελέσουν κριτήριο για να βγουν ασφαλή συμπεράσματα, αναφορικά με τη λειτουργία των σχολείων και κατά πόσον αυτή οδηγεί σε σοβαρή αύξηση των κρουσμάτων κοροναϊού.
Τζανάκης: «Είμαστε σε αχαρτογράφητα νερά στα σχολεία»
Για την πορεία της πανδημίας μίλησε και ο καθηγητής Πνευμονολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης, Νίκος Τζανάκης, ο οποίος εξέφρασε για ακόμα μία φορά την ένστασή του για το άνοιγμα των σχολείων αυτή την εβδομάδα, ωστόσο, ξεκαθάρισε ότι είναι σαφώς υπέρ της διά ζώσης λειτουργίας.
Σε σχέση με τα αποτελέσματα των self tests σημείωσε, μιλώντας στην ΕΡΤ, ότι είναι πιθανό ένα παιδί με δύο αρνητικά αποτελέσματα να είναι ασυμπτωματικό και να μεταδίδει ενώ πάει σχολείο και τόνισε ότι «δεν πρέπει να προστεθεί κι άλλος παράγοντας επιτάχυνσης της διασποράς, ενώ η πανδημία είναι στο φόρτε της»
«Φανταστείτε να νοσεί το 10% των εκπαιδευτικών»
«Την επόμενη εβδομάδα ελπίζουμε σε οριζοντίωση ή επιπέδωση της επιδημιολογικής καμπύλης και θα μπορούσαν τότε να ξεκινήσουν τα σχολεία», πρόσθεσε, επισημαίνοντας πάντως ότι «η απόφαση επαναλειτουργίας έχει πλεονεκτήματα και πρέπει όλοι να την υποστηρίξουν εφαρμόζοντας τα υγειονομικά πρωτόκολλα».
«Μάλλον είμαστε σε αχαρτογράφητα νερά. Φανταστείτε να νοσεί το 10% των εκπαιδευτικών ή το 15 – 30 % των παιδιών», είπε χαρακτηριστικά ο Νίκος Τζανάκης, προσθέτοντας: «Δίνω πιθανότητες να είναι σωστή η απόφαση της Επιτροπής. Τώρα είμαστε ένα βήμα μπροστά. Ας κάνουμε όλοι το καλύτερο δυνατό».
Αυξήθηκαν κατά 18% οι ασθενείς ηλικίας 4-18 ετών
Εν τω μεταξύ, σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε ο ΕΟΔΥ το απόγευμα της Τετάρτης (12/1), την εβδομάδα 3-9 Ιανουαρίου 2022 παρουσιάστηκε αύξηση 6% στα κρούσματα κορονοϊού σε παιδιά και εφήβους.
Το σύνολο των ασθενών ηλικίας 4-18 ετών είναι 43.386, αποτελώντας το 18% στο σύνολο των κρουσμάτων, ενώ την προηγούμενη εβδομάδα αποτελούσαν το 12% του συνόλου.
Σύμφωνα με πληροφορίες από το υπουργείο Παιδείας, έως το πρωί της 11ης Ιανουαρίου υπήρχαν 9.688 θετικά self test, ενώ θα ακολουθήσει και τρίτο τεστ την Πέμπτη (13.01.2022) για προσέλευση στο σχολείο την Παρασκευή.
Λινού: «Στο 50%+1 είναι αργά για να ελέγξεις τη διασπορά»
Υπέρ της λειτουργίας των σχολείων είχε ταχθεί και η καθηγήτρια Επιδημιολογίας, Αθηνά Λινού, η οποία ωστόσο διαφωνεί με το μέτρο του 50%+1 για το κλείσιμο μιας τάξης.
Ειδικότερα, μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα, ξεκαθάρισε ότι τα σχολεία πρέπει να παραμείνουν ανοιχτά, κυρίως για λόγους προστασίας της ψυχικής υγείας των παιδιών, καθώς η γενική γραμμή στη δημόσια υγεία είναι ότι τα σχολεία κλείνουν τελευταία και ανοίγουν πρώτα.
Όμως, ταυτόχρονα με τη λειτουργία των σχολείων, θα πρέπει να λαμβάνονται και πάρα πολλά μέτρα για την προστασία των παιδιών όσο είναι στο σχολείο, για την προστασία των εκπαιδευτικών και για την αντικατάσταση των εκπαιδευτικών που θα νοσήσουν, όπως τόνισε.
«Τα μέτρα στα σχολεία πρέπει να λαμβάνονται πολύ νωρίτερα»
«Και αυτό με την Όμικρον θα το αντιμετωπίσουμε πολύ έντονα γιατί υπάρχει μεγάλη διασπορά, επομένως μεγάλο ποσοστό των εκπαιδευτικών για ένα διάστημα θα απομακρυνθεί. Και επειδή πολύ συχνά οι εκπαιδευτικοί είναι ζευγάρια, αυτό θα δημιουργήσει περαιτέρω πρόβλημα, γιατί εάν νοσήσει ο ένας από τους δύο, θα μπει σε καραντίνα και ο άλλος», προειδοποίησε.
«Πρέπει να επικεντρωθούμε στα μέτρα που θα πάρουμε με τα ανοιχτά σχολεία, ώστε να ελαχιστοποιήσουμε την έκθεση. Είμαι αντίθεση στο να ισχύει το 50%+1 για το κλείσιμο μιας τάξης. Νομίζω ότι πολύ νωρίτερα πρέπει να λαμβάνονται μέτρα. Στο 50%+1 είναι πλέον πολύ αργά για να ελέγξεις την πανδημία, πρέπει να υπάρξει ενεργοποίηση πολύ νωρίτερα. Ίσως δεν υπάρχει πλήρης κατανόηση του τι συμβαίνει με τη διασπορά της νόσου», ανέφερε χαρακτηριστικά.
«Δεν αρκεί το self test – Χρειάζεται ιχνηλάτιση»
Η Αθηνά Λινού υπογράμμισε, πάντως, ότι τα self tests στα σχολεία βοηθούν μόνο στην περίπτωση που μπορούμε αμέσως μετά να απομονώσουμε τα θετικά κρούσματα. «Αν δεν προχωρήσουμε σε ιχνηλάτηση και απομόνωση, από μόνο του το τεστ δεν προσφέρει πολλά πράγματα. Η ιχνηλάτηση, η απομόνωση και η παρακολούθηση αυτών των παιδιών και των επαφών τους, βοηθάει πάρα πολύ στο να μειώσουμε τη διασπορά», σημείωσε.
Σύμφωνα με την ίδια, είναι πολύ θετικό το γεγονός ότι κινητοποιείται το άμεσο οικογενειακό περιβάλλον, καθώς προστατεύονται και τα μέλη της οικογένειας και οι συμμαθητές των παιδιών.
Όπως ανέφερε, μάλιστα, «αυτό που έχει σημασία είναι να διευκολύνουμε την καραντίνα αυτών των παιδιών, που πολλές φορές μπορεί να είναι πολύ δύσκολη, γιατί δεν υπάρχουν έξτρα δωμάτια στο σπίτι, μπορεί να υπάρχουν και άλλα αδερφάκια. Θα έπρεπε οι κοινωνικές υπηρεσίες του κράτους να διευκολύνουν τις οικογένειες που ζουν σε μικρά σπίτια και δεν μπορούν να απομονώσουν τα παιδιά».