Φόβους για νέο κύκλο «απαγωγών των φτωχών», μικρής οργάνωσης από συμμορίες κυρίως των δυτικών προαστίων που ορισμένες έχουν σχέση με τη «μαφία των Ρομά» και οι οποίες μπορεί να έχουν απρόβλεπτο τέλος, εκφράζουν πλέον αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. Και αυτό ύστερα από την αρπαγή-θρίλερ στο Ντράφι πριν από 10 ημέρες του 40χρονου επιχειρηματία Γιώργου Κυπαρίσση, συνιδιοκτήτη εταιρείας ανταλλακτικών. Μια αρπαγή όμως για την οποία υπάρχουν πολλά ερωτήματα τόσο σε σχέση με τα ακριβή κίνητρα των δραστών, πέρα από τα λύτρα, όσο και για τον κύκλο των προηγούμενων συναλλαγών του επιχειρηματία.
Οι πρώτες υποθέσεις
Τα στελέχη των αρχών ασφαλείας εκφράζουν φόβους ότι εγκληματικές οργανώσεις που δημιουργούνται στα «άβατα» της Αττικής και έως τώρα επιδίδονταν σε εκατοντάδες κλοπές και ληστείες κλιμακώνουν τη δράση τους. Επιχειρώντας να αυξήσουν τα εγκληματικά έσοδα από αρπαγή ιδιωτών οι οποίοι δραστηριοποιούνται κυρίως στις ίδιες περιοχές και δεν λαμβάνουν μέτρα ασφαλείας. Επαναφέροντας τον εφιάλτη των απαγωγών στη χώρα μας – έχουν σημειωθεί 17 ομηρείες από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 – περίπου τέσσερα χρόνια μετά την τελευταία αρπαγή που είχε σημειωθεί την άνοιξη του 2017 στην Κρήτη με «στόχο» τον επιχειρηματία Μιχάλη Λεμπιδάκη. Στελέχη της ΕΛ.ΑΣ. ανέφεραν ωστόσο από τις πρώτες στιγμές ότι η πρόσφατη απαγωγή του 40χρονου επιχειρηματία από τέσσερις-έξι δράστες είχε πολλά ιδιότυπα στοιχεία που δημιουργούσαν αστάθμητες παραμέτρους, όπως ίσως και φόβους για την εξέλιξή της. Και αυτό όχι μόνο λόγω της μικρής εγκληματικής εμπειρίας όπως αναδεικνυόταν από τα λάθη και τις σπασμωδικές κινήσεις αλλά και από το σχετικά «περιορισμένο» ποσό που απαιτήθηκε ως λύτρα (της τάξης του 1 εκατ. ευρώ).
Οι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. εξέτασαν από την αρχή το ενδεχόμενο οι δράστες στο Ντράφι να γνώριζαν τον άτυχο επιχειρηματία, να είχαν δοσοληψίες μαζί του και η αρπαγή του να είχε ομοιότητες με την εξαήμερη εξαφάνιση και τον εγκλεισμό σε άγνωστο μέρος του επιχειρηματία Νίκου Μαυρίκου που έγινε προ τριετίας πάλι την περίοδο των εορτών των Χριστουγέννων (απελευθερώθηκε στις 3 Ιανουαρίου 2019) και για την οποία ωστόσο δεν απαιτήθηκαν λύτρα και έληξε ύστερα από συνεννοήσεις με άτομα από το προσωπικό περιβάλλον του. Με κύριο ερώτημα πού είναι η αλήθεια και πού η παραπλανητική ενέργεια στην αρπαγή του 40χρονου στο Ντράφι. Ακόμα εξετάστηκε το ενδεχόμενο η απαγωγή να έχει ομοιότητες με τις σύντομες αρπαγές και ομηρείες ομάδας αλλοδαπών και Ελλήνων από τα δυτικά προάστια, η οποία είχε δράσει την περίοδο 2012-2013 και είχε απαγάγει τρεις επιχειρηματίες που σχετίζονταν με εμπόριο χρυσού και δύο γυναίκες (η πρώτη είχε κάβα ποτών και η άλλη σχετιζόταν με μεταφορική εταιρεία). Οι δράστες ζητούσαν λύτρα έως και 3 εκατ. ευρώ αλλά και ράβδους χρυσού, ενώ βασάνιζαν τα θύματά τους.
Τα «λάθη» των απαγωγέων
Οι αστυνομικοί για τη διαλεύκανση της απαγωγής του επιχειρηματία στο Ντράφι στάθηκαν αρχικά στις αναρτήσεις, με υπερβολικές επιδείξεις πλουτισμού και πολυτελούς διαβίωσης του 40χρονου. Σημειώνεται ότι σε έγγραφο της ΕΛ.ΑΣ. η σύσταση σε ιδιώτες με καλή περιουσιακή κατάσταση είναι «αποφυγή επιδεικτικών ενεργειών, εχεμύθεια ή περιορισμός πληροφοριών των καθημερινών δραστηριοτήτων, επαγγελματικών, ιδιωτικών, οικογενειακών, κοινωνικών κ.λπ.».
Ακολούθως οι αστυνομικοί εστίασαν το ενδιαφέρον τους στο ότι οι δράστες της απαγωγής δεν πρόσεξαν πως το κινητό του 40χρονου ήταν σε λειτουργία την ώρα της αρπαγής, με αποτέλεσμα η συνομιλήτριά του (ήταν σε χώρα του εξωτερικού) να ακούσει τις στιχομυθίες μαζί τους. Ακόμα, στο γεγονός ότι έσπευσαν να τηλεφωνήσουν -μέσω της διαδικτυακής πλατφόρμας Viber – λίγη ώρα μετά την αρπαγή στον αδελφό του ομήρου και να του ζητήσουν ποσό της τάξης του 1 εκατ. ευρω. Σε μια εσπευσμένη κίνηση που γίνεται πρώτη φορά από απαγωγείς, χωρίς – όπως λένε οι αστυνομικοί – να διασφαλίσουν ότι είναι σε χώρο ελεγχόμενο ο όμηρος, ότι δεν υπάρχει παρακολούθησή τους από αστυνομικούς κ.λπ.
Τα κλεμμένα οχήματα
Οι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. στέκονταν ιδιαίτερα στο γεγονός ότι τα δύο οχήματα που χρησιμοποίησαν οι δράστες είχαν κλαπεί πριν από περίπου έναν χρόνο από το Παλαιό Φάληρο και τη Νέα Σμύρνη. Οπως έχει διαπιστωθεί στις περισσότερες από τις προηγούμενες τέτοιες κλοπές στις ίδιες περιοχές, δράστες ήταν μέλη συμμοριών Ρομά ή άλλοι ποινικοί από δυτικές συνοικίες της Αθήνας που κρύβουν τα κλεμμένα οχήματά τους κοντά σε οικήματά τους στα δυτικά προάστια, όπου ξέρουν ότι αποφεύγονται οι αστυνομικοί έλεγχοι. Τα περισσότερα από αυτά τα κλεμμένα οχήματα χρησιμοποιούνται είτε για διάλυση και πώληση ανταλλακτικών είτε για χρησιμοποίησή τους σε κλοπές, διαρρήξεις, ληστείες.
Οδηγίες και… σιωπητήριο
Σύμφωνα με αναφορές των υψηλόβαθμων αξιωματούχων της λεωφόρου Κατεχάκη, υπήρχε δυσπραγία γιατί οι συγγενείς του ομήρου δεν μπορούσαν να συγκεντρώσουν το ποσό που απαιτούσαν οι απαγωγείς ενώ εξέφραζαν φόβους για τυχόν εντοπισμό τους από την ΕΛ.ΑΣ. Επιπλέον, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, οι απαγωγείς δεν είχαν εμφανιστεί τις τελευταίες ημέρες, ούτε είχαν δώσει αποδείξεις ότι ο όμηρος είναι καλά στην υγεία του. Ωστόσο παραμένει άγνωστο αν αυτό ισχύει ή σχετίζεται με τακτική των αρχών ασφαλείας να μη δημοσιοποιούν σχετικές κρίσιμες πληροφορίες.
Οι αστυνομικοί που εξέτασαν από την αρχή την «απαγωγή στο Ντράφι» συνεκτίμησαν δύο παρόμοιες περιπτώσεις με τραγικές καταλήξεις, όπως είχε συμβεί με τη δολοφονία του 17χρονου Αθίγγανου Γιάννη Τσατσάνη ή «Μαρσελίνο» που είχε πέσει θύμα απαγωγής το 1990, αλλά και την αρπαγή το 2009 του επιχειρηματία Ι. Κυπριωτάκη. Και στις δύο περιπτώσεις ορισμένοι από τους δράστες ήταν γνωστοί των θυμάτων τους και φοβούμενοι ότι ο όμηρος τους είχε αναγνωρίσει τους σκότωσαν. Μάλιστα για αυτόν τον λόγο σε έγγραφο της ΕΛ.ΑΣ. οι συμβουλές που δίνονται προς ομήρους είναι «αποδοχή της κατάστασης, αναμονή εξελίξεων και αποφυγή «ηρωισμών», κυρίως κατά την πρώτη φάση της απαγωγής-ομηρείας. Αντιθέτως, η δεύτερη φάση των διαπραγματεύσεων και της απελευθέρωσης, διάσωσης ή απόδρασης ενέχει λιγότερους κινδύνους για το θύμα». Για να συμπληρωθεί: «Κίνδυνος θάνατος η εξωτερίκευση τυχόν αντίληψης αναγνώρισης κάποιου από τους δράστες εκ μέρους του θύματος».