Οι ρωσοτουρκικές σχέσεις εκτείνονται σε ένα ευρύ φάσμα, απαιτούν διαρκή άσκηση λεπτών ισορροπιών, εμπεριέχουν αρκετές «δόσεις» πραγματισμού, πολύ ανταγωνισμό και ακόμη περισσότερη συναλλακτική συνεργασία. Αυτό το «μείγμα» παραμέρισε τους ανασταλτικούς παράγοντες (ιστορία – γεωγραφία) για να χτιστεί μια «ειδική» και αμοιβαία επωφελής σχέση, η οποία συνεχίζει να προκαλεί αμηχανία στη Δύση και ιδιαίτερα στις ΗΠΑ.
Στενή συνεργασία
Αν αναλογιστεί κανείς το ιδιαίτερα βεβαρημένο παρελθόν, η νέα εποχή στις σχέσεις Μόσχας – Αγκυρας είναι αξιοσημείωτη. Δώδεκα φορές πολέμησαν Ρωσική και Οθωμανική Αυτοκρατορία (16ος – 20ός αιώνας), κάτι που ενέγραψε την καχυποψία και τον έντονο ανταγωνισμό μεταξύ τους. Το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και η έναρξη του Ψυχρού Πολέμου βρίσκει την Τουρκία συνορεύουσα με τη Σοβιετική Ενωση, κάτι που την οδηγεί να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ. Η Αγκυρα εθεωρείτο προκεχωρημένο δυτικό φυλάκιο, το οποίο βρισκόταν μια «ανάσα» από το (κατά Τσόρτσιλ) «Σιδηρούν Παραπέτασμα». Στο παρόν, παρά τις υπαρκτές δυσκολίες και τις αντιθέσεις σε αρκετά ζητήματα, υπό τις ηγεσίες των Βλαντίμιρ Πούτιν και Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, Ρωσία και Τουρκία συνεργάζονται στενά σε μια σειρά πολύ σημαντικών (περιφερειακών και διεθνών) μετώπων.
Τον Σεπτέμβριο του 2008, τότε που δεν θεωρούνταν «παρίας» για τους Δυτικούς, ο Ερντογάν είχε περιγράψει πώς αντιλαμβάνεται τις ρωσοτουρκικές σχέσεις. «Οι ΗΠΑ είναι σύμμαχός μας. Ομως η Ρωσία είναι στρατηγικός μας γείτονας. Αγοράζουμε τα 2/3 της ενέργειας που χρειαζόμαστε από αυτή. Οι σύμμαχοι πρέπει να υιοθετήσουν μια προσέγγιση κατανόησης» είχε τονίσει, αποδεικνύοντας ότι η «στροφή» της χώρας του δεν είναι χθεσινή, συντελείται σταδιακά και επί χρόνια.
Στη μετά Ερντογάν εποχή
Το ζήτημα πραγματεύεται εκτενώς και το κείμενο πολιτικής με τίτλο «Σύγκρουση ή συμπαιγνία; Σχέσεις Τουρκίας – Ρωσίας επί Ερντογάν και Πούτιν» που δημοσίευσε η αμερικανική δεξαμενή σκέψης «Ιδρυμα για την Αμυνα των Δημοκρατιών» (FDD). Σε 54 σελίδες, οι συγγραφείς «ακτινογραφούν» πλήρως τις σχέσεις των δύο χωρών, αναλύοντας πού συγκλίνουν και πού αποκλίνουν, ενώ το «ερώτημα του ενός εκατομμυρίου» παραμένει το πώς/πότε θα επιστρέψει η Τουρκία στη Δύση.
«Η εποχή Ερντογάν», αναφέρεται στο κείμενο, «δεν θα διαρκέσει για πάντα. Η ενδεχόμενη αποχώρησή του θα μπορούμε να αποτελέσει μια ευκαιρία επαναφοράς της Τουρκίας στο ευρωατλαντικό «μαντρί»». Είναι δεδομένο αυτό;
«Η Τουρκία και η Ρωσία είχαν αιώνες αντιπαλότητας στο παρελθόν, επομένως μετά τον Ερντογάν θα υπάρξει μια πιθανή επιστροφή στην παραδοσιακή πολιτική της Αγκυρας για προσεκτική δέσμευση με τη Μόσχα» δηλώνει στο «Βήμα» ο Αϊκάν Ερντεμίρ. Ο εκ των συγγραφέων, ανώτερος διευθυντής του Προγράμματος Τουρκίας στο FDD και πρώην μέλος της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης, σημειώνει ότι στο εσωτερικό της γείτονος υπάρχει μια «σημαντική ευρασιατική φατρία στον στρατό, στη γραφειοκρατία και στη διανόησή της, και θα συνεχίσει να πιέζει για στενότερους δεσμούς με τη Ρωσία στη μετά τον Ερντογάν εποχή».
Σύμφωνα με τον ίδιο, οι επιλογές του Ερντογάν στους τομείς της ενέργειας και της άμυνας οδηγούν σε οικονομική και πολιτική εξάρτηση από τη Μόσχα. «Θα χρειαστούν σημαντικές προσπάθειες από την πλευρά των μελλοντικών τουρκικών κυβερνήσεων για να αναιρέσουν τους προβληματικούς δεσμούς με τη Ρωσία».
Από το SU-24 στους S-400
Η κατάρριψη ρωσικού μαχητικού SU-24 (Νοεμβρίου 2015) από τουρκικό F-16 πάνω από τα τουρκοσυριακά σύνορα εκτιμήθηκε ότι θα προκαλέσει σύγκρουση βγαλμένη από… το ρωσοτουρκικό παρελθόν. Εν τούτοις, ο πρόεδρος Πούτιν παρέμεινε ψύχραιμος, επιλέγοντας να απαντήσει με την οικονομική μέγγενη. «Μέχρι την κατάρριψη, οι δύο πλευρές είχαν καταφέρει να απομονώσουν την οικονομία από τις γεωπολιτικές τους διαφωνίες» σημειώνεται στο κείμενο.
Πώς από το «σημείο-μηδέν» άρχισαν να αναθερμαίνονται οι διμερείς σχέσεις; «Η υποστήριξη του Πούτιν στον Ερντογάν κατά τη διάρκεια της απόπειρας πραξικοπήματος (σ.σ.: Ιούλιος 2016) και η συνεχιζόμενη υποστήριξη για την εδραίωση της προσωπικής κυριαρχίας του τούρκου προέδρου στη συνέχεια ενίσχυσαν επίσης τους δεσμούς μεταξύ των δύο ισχυρών ανδρών» υποστηρίζει ο Ερντεμίρ. Οι χλιαρές και αργοπορημένες αποδοκιμασίες των Δυτικών για το πραξικόπημα ήταν κομβικό γεγονός για τον Ερντογάν, ο οποίος λίγες μέρες πριν το πραξικόπημα με επιστολή του στον Πούτιν ζήτησε συγγνώμη, τονίζοντας την ανάγκη να ομαλοποιηθούν οι διμερείς σχέσεις.
Ωστόσο το «κλειδί» βρίσκεται αλλού. «Η κίνηση του Ερντογάν να αγοράσει το σύστημα αεράμυνας S-400 από τη Ρωσία ήταν επίσης η παραχώρηση του τούρκου προέδρου στον Πούτιν, ο οποίος ζήτησε από την Αγκυρα να αγοράσει ένα μεγάλο ρωσικό στρατιωτικό υλικό για να εξομαλύνει τις διμερείς σχέσεις μετά την κατάρριψη του ρωσικού αεροσκάφους από την Τουρκία» προσθέτει Ερντεμίρ. «Είναι μια τραγική εξέλιξη για τον Ερντογάν», συνεχίζει, «ότι για την πολιτική επιβίωση δεν χρειάστηκε μόνο να κλείσει μια συμφωνία με τους ευρασιανιστές αντιπάλους του στο εσωτερικό, αλλά και μια συμφωνία με τη Ρωσία».
Η ρωσοτουρκική επαναπροσέγγιση δεν κλονίστηκε ούτε από τη δολοφονία του ρώσου πρέσβη στην Τουρκία, Αντρέι Γκεναντίεβιτς Καρλόφ (Δεκέμβριος 2016), ενέργεια που εκατέρωθεν θεωρήθηκε ως προσπάθεια τορπιλισμού της ομαλοποίησης των σχέσεων.
Σύγκρουση και οικονομία
Η οικονομία και η βούληση των ηγετών «να αντιμετωπίζουν διαφωνίες και κρίσεις και να διαπραγματεύονται πραγματιστικές συμφωνίες, συχνά εις βάρος της Δύσης» έχουν αναβαθμίσει τις ρωσοτουρκικές σχέσεις. «Τα ρωσικά και τα τουρκικά συμφέροντα εξακολουθούν να συγκρούονται – ενίοτε βίαια – από τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική έως τη Μαύρη Θάλασσα, από τον Καύκασο έως τον ενεργειακό εφοδιασμό της Κασπίας στην Ευρώπη».
Οσον αφορά το οικονομικό κομμάτι, η αλληλεξάρτηση «είναι ασύμμετρη. Η Ρωσία απολαμβάνει μεγαλύτερη μόχλευση. Αυτό το πλεονέκτημα δεν πηγάζει μόνο από μια εμπορική ανισορροπία υπέρ της Ρωσίας, αλλά και από τη φύση των εμπλεκόμενων αγαθών και υπηρεσιών». Η ενέργεια αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της ρωσοτουρκικής οικονομικής σχέσης, καθώς «η αυξανόμενη ζήτηση και η εξάρτηση της Τουρκίας από εισαγωγές έκανε τη χώρα φυσικό, και πολύτιμο, εταίρο για τη Ρωσία, έναν κορυφαίο εξαγωγέα ενέργειας».
Περισσότερες από 3.000 τουρκικές εταιρείες δραστηριοποιούνται στη Ρωσία, ενώ σύμφωνα με το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών η κάθε χώρα έχει επενδύσει περίπου 10 δισεκατομμύρια δολάρια στην οικονομία της άλλης. Μεταξύ αυτών βρίσκονται το πυρηνικό εργοστάσιο στο Ακούγιου και ο αγωγός μεταφοράς φυσικού αερίου Turkstream.
Υπονόμευση και μέλλον
Για τον Ερντεμίρ η συνεχιζόμενη απόσυρση των Ηνωμένων Πολιτειών από τη Μέση Ανατολή και η στροφή της προς την Ασία ώθησαν τους περιφερειακούς συμμάχους «να προετοιμαστούν για μια νέα τάξη πραγμάτων αντισταθμίζοντας την εξωτερική πολιτική και την πολιτική ασφαλείας τους. Η απομάκρυνση της Τουρκίας του Ερντογάν από τον δυτικό κόσμο αντιπροσωπεύει μια τάση που μπορούμε να δούμε και στην ευρύτερη περιοχή». Το συμπέρασμα της εκτενούς ανάλυσης είναι σύντομο αλλά ξεκάθαρο.
«Η Ουάσιγκτον θα πρέπει να επιδιώξει να εκμεταλλευτεί τις εντάσεις για να υπονομεύσει τη συμπαιγνία Ερντογάν – Πούτιν και να περιορίσει τη Μόσχα βραχυπρόθεσμα, θέτοντας ταυτόχρονα τις βάσεις για να επαναφέρει την Αγκυρα στο “μαντρί” του ΝΑΤΟ στη μετά Ερντογάν εποχή».