Το ζήτημα της ανισότητας παραμένει φλέγον. Άλλωστε, εδώ και αρκετά χρόνια, σχηματικά από όταν δαιμονοποιήθηκαν ως εμπόδιο στην ανάπτυξη οι πολιτικές αναδιανομής, έχει υποστηριχθεί ότι αρκεί η οικονομική ανάπτυξη για να βελτιωθεί σταδιακά η κοινωνική συνθήκη και να περιοριστούν οι επιπτώσεις της κοινωνικής ανισότητας. Ωστόσο, τα πράγματα δείχνουν ότι κατατείνουμε προς έναν κόσμο όλο και πιο άνισο.
Σε αυτό το πλαίσιο, αποκτά ξεχωριστό ενδιαφέρον η Έκθεση για την Παγκόσμια Ανισότητα (World Inequality Report), την οποία προετοίμασε ομάδα ερευνητών του World Inequality Lab, στην οποία συμμετέχει και ο Τομά Πικετί, ομάδα που εκτός όλων των άλλων στηρίζεται στα στοιχεία που υπάρχουν στην World Inequality Database, τη μεγαλύτερη βάση δεδομένων για την ανισότητα που υπάρχει.
Πόσο άνισος παραμένει ο σύγχρονος κόσμος
Ο μέσος ενήλικας σήμερα στον κόσμο έχει ετήσιο εισόδημα 16.700 ευρώ (σε ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης) και έχει πλούτο 72.900 ευρώ. Όμως, αυτός είναι απλώς ένα στατιστικός μέσος όρος. Το ζήτημα είναι από ποια κατανομή προκύπτει. Και αυτή είναι άνιση.
Το πιο πλούσιο 10% του παγκόσμιου πληθυσμού σήμερα λαμβάνει το 52% του παγκοσμίου εισοδήματος, ενώ το φτωχότερο 50% του παγκοσμίου πληθυσμού λαμβάνει μόνο το 8.5%. Αυτό σημαίνει ότι ένα άτομο στο πιο εύπορο 10% του παγκόσμιου πληθυσμού εισπράττει κατά μέσο όρο 87.200 ευρώ, ενώ ένα άτομο από φτωχότερο 50% του παγκοσμίου πληθυσμού έχει ετήσιο εισόδημα κατά μέσο όρο 2.800 ευρώ.
Οι ανισότητες του πλούτου είναι ακόμη μεγαλύτερες από τις ανισότητες του εισοδήματος. Το φτωχότερο μισό του παγκοσμίου πληθυσμού σχεδόν δεν έχει καθόλου πλούτο, αφού του αναλογεί μόλις το 2% του παγκοσμίου πλούτου. Αντιθέτως, το πιο πλούσιο 10% του παγκοσμίου πληθυσμού κατέχει το 76% όλου του πλούτου στον πλανήτη. Κατά μέσο όρο το φτωχότερο μισό του πλανήτη έχει πλούτο 2.900 ευρώ ανά ενήλικα (σε ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης), ενώ το πλουσιότερο 10% κατέχει κατά μέσο 550.900 ευρώ.
Είναι χαρακτηριστικό ότι το «μεσαίο» 40% του παγκόσμιου πληθυσμού λαμβάνει μεν το 39,5% του παγκόσμιου εισοδήματος αλλά κατέχει μόνο το 22% του παγκόσμιου πλούτου.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι παγκόσμιες ανισότητες παραμένουν σήμερα στο ίδιο επίπεδο που ήταν στην κορύφωση του Δυτικού ιμπεριαλισμού στην αρχή του 20ου αιώνα. Και μάλιστα το εισόδημα που λαμβάνει το φτωχότερο 50% του παγκόσμιου πληθυσμού είναι σήμερα αναλογικά περίπου το μισό σε σχέση με το 1820 πριν ενταθούν οι αποκλίσεις ανάμεσα στις δυτικές χώρες και τις αποικίες τους.
Κατά την έκθεση απέχουμε πολύ από το να έχουμε αναιρέσει τις σωρευμένες ανισότητες που κληρονομήσαμε από την άνιση οργάνωσης της παγκόσμιας παραγωγής ανάμεσα στα μέσα του 19ου και τα μέσα του 20ου αιώνα.
Ποιες είναι οι πιο άνισες περιοχές
Η σχετικά λιγότερο άνιση περιοχή του κόσμου παραμένει η Ευρώπη όπου το πλουσιότερο 10% του πληθυσμού κατέχει το 36% του πλούτου και που είναι η μόνη περιοχή του κόσμου όπου το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος πηγαίνει στο «μεσαίο» 40% του πληθυσμού, ενώ η πιο άνιση περιοχή του κόσμου είναι η Μέση Ανατολή και η Βόρεια Αφρική όπου το πλουσιότερο 10% του πληθυσμού κατέχει το 58% του πλούτου. Τα αντίστοιχα ποσοστά στην Ανατολική Ασία είναι 43% και 55% στη Λατινική Αμερική.
Παρότι η απόσταση ανάμεσα στις πλουσιότερες και τις φτωχότερες χώρες έχει ελαφρά μειωθεί – τα μέσα εισοδήματα του πλουσιότερου 10% των χωρών ήταν 50 φορές τα εισοδήματα του φτωχότερου 50% των χωρών, ενώ τώρα είναι 40 φορές), κάτι που αντανακλά την ταχύτερη ανάπτυξη των αναδυόμενων οικονομιών, εντούτοις οι ανισότητες εντός των χωρών εντάθηκαν.
Αυτό αποτυπώνεται και στο γεγονός ότι ενώ το 1980 η ανισότητα μεταξύ των χωρών αντιπροσώπευε το 57% της παγκόσμιας ανισότητας και το υπόλοιπο ήταν ανισότητα εντός των χωρών, το 2020 η ανισότητα μεταξύ των χωρών αντιπροσώπευε το 32% της συνολικής παγκόσμιας ανισότητας εισοδήματος και το υπόλοιπο ήταν ανισότητα εντός των χωρών.
Οι χώρες έγιναν πλουσιότερες αλλά οι κυβερνήσεις έγιναν φτωχότερες
Μια ενδιαφέρουσα πλευρά που καταγράφει η έκθεση αφορά τη σύγκριση ανάμεσα στον πλούτο του ιδιωτικού τομέα και αυτών του δημόσιου / κρατικού τομέα, που δείχνει ότι ενώ οι χώρες έγιναν πλουσιότερες οι κυβερνήσεις έγιναν φτωχότερες. Η μεθοδολογία που χρησιμοποιεί η έκθεση είναι να μετρά τον πλούτο ως καθαρή θέση, δηλαδή το άθροισμα όλων των χρηματοικονομικών και μη χρηματοοικονομικών στοιχείων ενεργητικού, αφαιρουμένου του χρέους. Στις αναπτυγμένες χώρες αυτή είναι κοντά στο μηδέν ή ακόμη και αρνητική. Για παράδειγμα ο δημόσιος πλούτους της Μεγάλης Βρετανίας αντιπροσώπευε το 60% του εθνικού εισοδήματος, ενώ το 2020 το -106%. Ο αυξημένος δανεισμός των χωρών στην περίοδο τα πανδημίας που έφτασε το 10-20% του ΑΕΠ απλώς επιδείνωσε το πρόβλημα. Μόνο που ο χαμηλός πλούτος των κρατών συνεπάγεται και μειωμένη ικανότητά τους να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της ανισότητας.
Και οι πολύ πλούσιοι γίνονται ακόμη πλουσιότεροι
Την ίδια ώρα η αύξηση του ιδιωτικού πλούτου κατανεμήθηκε ιδιαίτερα άνισα ανάμεσα στις χώρες, με αποτέλεσμα ένα πολύ μικρό αριθμητικά στρώματα πολυεκατομμυριούχων να κατέχει δυσανάλογα μεγάλο τμήμα του παγκόσμιου πλούτου.
Το πλουσιότερο 1% του παγκόσμιου πληθυσμού κατάφερε να αποσπάσει το 38% όλου του επιπλέον πλούτου που συσσωρεύτηκε από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, την ώρα που το φτωχότερο 50% κατάφερε να αποσπάσει μόλις το 2%. Ο πλούτος των πλουσιότερων ανθρώπων του κόσμου αυξανόταν από το 1995 από 6% έως 9% κάθε χρόνο, την ώρα που η μέση αύξηση του πλούτου ήταν 3,2%. Μάλιστα, το 2020, τη χρονιά της πανδημίας, είχαμε και τη μεγαλύτερη εκτίναξη του ποσοστού που παίρνουν από τον παγκόσμιο πλούτο οι πολλοί πλούσιοι.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης, το μερίδιο του πλούτου των νοικοκυριών που κατέχει το ευπορότερο 0,01% του παγκόσμιου πληθυσμού (δηλαδή 520.000 ενήλικες το 2021) ανέβηκε από το 7% το 1995 στο 11% το 2021. Τότε η είσοδος σε αυτή την ομάδα ήταν στα 693.000 ευρώ σε ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης. Σήμερα είναι στα 16.666.000 εκατομμύρια ευρώ.
Αντίστοιχα, αυξήθηκε και το ποσοστό του παγκόσμιου πλούτου που έχουν στην κατοχή τους οι δισεκατομμυριούχοι και το οποίο είναι πλέον στο 3,5% του παγκοσμίου πλούτου των νοικοκυριών.
Οι έμφυλες ανισότητες επιμένουν
Η έκθεση εκτιμά και την έμφυλη διάσταση της ανισότητας. Η συμμετοχή των γυναικών στο συνολικό εισόδημα από εργασία έφτασε το 30% το 1990 και σήμερα είναι κάτω από 35%. Εάν ήμασταν σε έναν κόσμο πραγματικής ισότητας, θα έπρεπε το μερίδιό τους να ήταν το 50%. Αυτό σημαίνει τελικά μικρή πρόοδο τα τελευταία 30 χρόνια.
Η ανισότητα του πλούτου είναι και ανισότητα στις εκπομπές ρύπων που επιτείνουν την κλιματική αλλαγή
Οι παγκόσμιες ανισότητες πλούτου είναι και ανισότητες οικολογικές και ανισότητες ως προς την ευθύνη για την κλιματική αλλαγή.
Κατά μέσο όρο σε κάθε άνθρωπο στον πλανήτη αναλογεί το αντίστοιχο 6,6 τόνων διοξειδίου του άνθρακα. Όμως, η κατανομή είναι άνιση: το ανώτερο 10% αυτών που εκπέμπουν είναι υπεύθυνο για σχεδόν το 50% των εκπομπών, ενώ το κατώτερο 50% παράγει το 12% του συνόλου των εκδοχών.
Οι ανισότητες αυτές δεν αντανακλούν μόνο μια διάκριση ανάμεσα σε πλούσιες και φτωχές χώρες, αλλά και τις διαιρέσεις στο εσωτερικό των χωρών. Στην Ευρώπη το κατώτερο 50% εκπέμπει περίπου πέντε τόνους κατά κεφαλή, στην Ανατολική Ασία τρεις τόνους και στη Βόρεια Αμερική δέκα τόνου. Αντίθετα, το ανώτερο 10% εκπέμπει κατά κεφαλή 29 τόνους στην Ευρώπη, 39 στην Ανατολική Ασία και 73 στη Βόρεια Αμερική. Και αυτό σημαίνει ότι μια στρατηγική για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής θα πρέπει να αντιμετωπίσει ακριβώς του πλουσιότερους ρυπαντές.
Η επίπτωση ακόμη και ήπιων μέτρων αναδιανομής
Η έκθεση αυτή, όπως και όλες οι εκθέσεις διεθνών οργανισμών δείχνουν ότι δεν μπορεί να υπάρξει αντιμετώπιση της ανισότητας απλώς και μόνο με εμπιστοσύνη στις αυθόρμητες δυναμικές της οικονομίας. Ακόμη και η όποια βελτίωση φάνηκε να καταγράφεται ως προς τον περιορισμό της απόλυτης φτώχειας (σε μεγάλο βαθμό επειδή σημαντικό μέρος του πληθυσμού της Κίνας εξήλθε της φτώχειας τις τελευταίες δεκαετίες), διακυβεύτηκε στην πανδημία, όταν 100 εκατομμύρια άνθρωποι προστέθηκαν σε όσους βιώνουν ακραία συνθήκη φτώχειας.
Απέναντι σε αυτό έχει ενδιαφέρον η πρόταση που κάνει η έκθεση, που οι συντάκτες σπεύδουν να πουν είναι ιδιαίτερα μετριοπαθής και αφορά τους πόρους που θα κινητοποιούσε μια προοδευτική φορολογία στους πολυεκατομμυριούχους του πλανήτη και η οποία θα μπορούσε να εξασφάλιζε το 1,6% των παγκόσμιων εισοδημάτων που θα μπορούσαν να επενδυθούν στην εκπαίδευση, στην υγεία και την οικολογική μετάβαση.