Το 2019, κατά τη διάρκεια της έβδομης συνόδου κορυφής του Οργανισμού Τουρανικών Κρατών, στην πρωτεύουσα του Αζερμπαϊτζάν Μπακού, ο Τούρκος πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έσπευσε να υπογραμμίσει ότι «θα είμαστε πολύ πιο ισχυροί ως έξι κράτη, ένα έθνος».
Με αυτό τον τρόπο ο Ερντογάν υπογράμμισε ότι για την Τουρκία η απεύθυνση και οικοδόμηση δεσμών με τα άλλα τουρκογενή έθνη της Κεντρικής Ασίας, στους Αζέρους, τους Τατάρους, τους Καζάκους, τους Ουζμπέκους και τους Κιργισίους δεν αφορά απλώς κάποια έμφαση στην κοινή ιστορική και γλωσσική κληρονομιά.
Αποτυπώνει τη βαθύτερη πεποίθηση ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα ενιαίο έθνος, με κοινή ιστορία που θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση ενός ισχυρού συνασπισμού που θα μπορούσε να τροποποιούσε συσχετισμούς σε μια ευρύτερη περιοχή και που βεβαίως θα αναδείκνυε την ίδια την Τουρκία σε ηγετική δύναμη αυτού του συνασπισμού.
Αυτή τη στιγμή ο Οργανισμός αποτελείται από πέντε κράτη-μέλη, την Τουρκία, το Αζερμπαϊτζάν, το Καζακστάν, το Κιργιστάν και το Ουζμπεκιστάν. Το έκτο κράτος που υπαινίχτηκε ο Ερντογάν είναι το Τουρκμενιστάν που έχει καθεστώς παρατηρητή. Έχει ενδιαφέρον ότι και η Ουγγαρία – ο Ορμπάν είναι οπαδός της θεωρίας ότι οι Ούγγροι κατάγονται από τους τουρκόφωνους Κιπτσάκους – έχει καθεστώς παρατηρητή στον Οργανισμό.
Για την ιστορία, ένας από αυτούς που πρότειναν τη δημιουργία του συγκεκριμένου οργανισμού ήταν ο ηγέτης για πολλά χρόνια του Καζακστάν Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγιεφ.
Γιατί η Τουρκία επιμένει στις σχέσεις με την Κεντρική Ασία
Για την Τουρκία όλη η περιοχή της Κεντρικής Ασίας έχει μεγάλο ενδιαφέρον, γεωστρατηγικό και οικονομικό. Η διάλυση της ΕΣΣΔ και η ανεξαρτητοποίηση των κεντρασιατικών δημοκρατιών σήμαινε και τη μεγαλύτερη έμφαση στην ιδιαίτερη εθνική τους ταυτότητα, δηλαδή σε ένα πεδίο όπου ήταν πιο εύκολο για την Τουρκία να αναδείξει στοιχεία κοινής κληρονομιάς και ταυτότητας.
Βεβαίως όπως συμβαίνει συχνά σε αυτές τις περιπτώσεις η ίδια η «κοινή τουρκική ταυτότητα» είναι μια κάπως σχετική έννοια, αφού σε κάθε περίπτωση έχουμε να κάνουμε με σύνθετες διαδρομές, με επίδραση άλλων αυτοκρατοριών και πολιτισμών (όπως είναι η περσική επίδραση ή από ένα σημείο και μετά και η ρωσική) και βέβαια με τη σημαντική τομή που ήταν η σοβιετική εμπειρία, κατά τη διάρκεια της οποίας διαμορφώθηκαν και οι ταυτότητες που προβλήθηκαν ως «εθνικές» μετά την ανεξαρτησία.
Όμως, η Τουρκία έχει επενδύσει ιδιαίτερα στο ότι μπορεί να υπάρξει παρ’ όλα αυτά ένας κοινός συντονισμός αυτών των κρατών και βέβαια αυτή να τα εκπροσωπήσει. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως του Αζερμπαϊτζάν αυτό παίρνει και τη μορφή πιο ανοιχτής υποστήριξης σε συγκρούσεις, όπως φάνηκε με την αποστολή τουρκικού στρατιωτικού εξοπλισμού κατά την πρόσφατη σύγκρουση με την Αρμενία σε σχέση με το Ναγκόρνο Καραμπάχ.
Στο ίδιο πλαίσιο, η Τουρκία καλλιεργεί όσο μπορεί και τις οικονομικές σχέσεις τις χώρες αυτές. Ενδεικτικά οι εξαγωγές της προς το Καζακστάν αυξήθηκαν ανάμεσα στο 2005 και το 2020 από 460 εκατομμύρια δολάρια σε 979 εκατομμύρια, στο Κιργιστάν από 90 εκατομμύρια δολάρια σε 416 εκατομμύρια και στο Ουζμπεκιστάν από 151 εκατομμύρια σε 1,15 δισεκατομμύρια δολάρια. Συνολικά, το 2020 η Τουρκία είχε 3,5 δισεκατομμύρια εξαγωγές προς την Κεντρική Ασία. Αντίστοιχα, οι εισαγωγές από χώρες της Κεντρικής Ασίας ήταν συνολικά 2,7 δισεκατομμύρια δολάρια. Εάν σε όλα αυτά προσθέσουμε και τις εξαιρετικά αναπτυγμένες οικονομικές σχέσεις με το Αζερμπαϊτζάν (οι δύο χώρες ελπίζουν να φτάσουν τα 15 δισεκατομμύρια δολάρια εμπορίου το 2023), καταλαβαίνουμε ότι ο «παντουρανισμός» έχει και μια σημαντική οικονομική διάσταση.
Παράλληλα, η Τουρκία προβάλλει ως πρότυπο – και ως βάση ενός δυνάμει ηγετικού ρόλου της – το γεγονός ότι είναι μια χώρα που μπορεί να λειτουργήσει ως «πρότυπο»: είναι αναπτυγμένη, ενταγμένη σε διάφορους θεσμούς της «Δύσης», με μια «κανονική» κοινοβουλευτική δημοκρατία και τις τελευταίες δεκαετίες μια εκδοχή «πολιτικού Ισλάμ» που δεν ανταγωνίζεται την αγορά και τον κοινοβουλευτισμό.
Μπορεί η Τουρκία να παίξει ρόλο «εγγυητή»;
Ωστόσο, πέραν των ρητορικών εξάρσεων του ίδιου του Ερντογάν δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι η Τουρκία μπορεί όντως να παίξει το ρόλο του ηγέτη των κεντρασιατικών κρατών.
Οι χώρες αυτές έχουν μεγάλους ιστορικούς δεσμούς, οικονομικούς και πολιτικούς δεσμούς με τη Ρωσία και αυτό εξηγεί την απήχηση που έχουν λογικές «ευρασιατικής ολοκλήρωσης» σε αυτές (με δεδομένη και την αυξημένη παρουσία της Κίνας), μια στρατηγική που μια χώρα της Δύσης όπως η Τουρκία (ακόμη και όταν διεκδικεί «αυτόνομο» περιφερειακό ρόλο). Αυτό σημαίνει ότι προφανώς και επενδύουν στη σχέση με την Τουρκία, αλλά δεν μπορούν ταυτιστούν μαζί της. Εάν μάλιστα συνυπολογίσουμε ότι σήμερα Ρωσία, Κίνα και Ιράν, τρεις χώρες που εκτός όλων των άλλων θέλουν σταθερότητα στην Κεντρική Ασία, κινούνται όλο και περισσότερο σε μια τροχιά ευρασιατικής ολοκλήρωσης, αυτό εξηγεί και τα όρια της τουρκικής κίνησης
Επιπλέον, μέχρι τώρα μόνο η Ρωσία έχει αναδειχτεί ως δύναμη που μπορεί να εγγυηθεί ασφάλεια σε αυτή την περιοχή. Η Τουρκία εξέφρασε συμπαράσταση στην κυβέρνηση του Καζακστάν, αλλά η Ρωσία και οι άλλες χώρες του Οργανισμού της Συνθήκης Συλλογικής Ασφάλειας όντως έστειλαν στρατεύματα που εξασφάλισαν ότι η κατάσταση θα ετίθετο υπό έλεγχο. Άλλωστε, ο τρόπος που η Τουρκία επέλεξε να γίνει μέρος του προβλήματος και στη Συρία και ως ένα βαθμό στη Λιβύη, συμπεριλαμβάνων των δεσμών με ένοπλα ισλαμιστικά ρεύματα, δεν φαντάζει ακριβώς ως «εγγύηση σταθερότητας»