«Παράθυρο» για αναπροσαρμογή της πολιτικής του στρατηγικής αναζητεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης, με την προσδοκία ότι η κορύφωση της πανδημίας τις προσεχείς εβδομάδες θα οδηγήσει και στην αποκλιμάκωση της υγειονομικής κρίσης στις αρχές της άνοιξης.
Εν αναμονή της επιβεβαίωσης των αισιόδοξων εκτιμήσεων ότι η μετάλλαξη Ομικρον θα έχει ηπιότερη υγειονομική επίπτωση, το Μέγαρο Μαξίμου παρακολουθεί τη νέα φάση της κρίσης με κάποια αμηχανία και με εμφανή συμπτώματα ενός πολιτικού συνδρόμου «long COVID». Η ραγδαία εξάπλωση είναι πλέον αισθητό ότι έχει περιορίσει σε σημαντικό βαθμό τις δυνατότητες πολιτικής παρέμβασης και διαχείρισης και υπό αυτή τη συνθήκη οι επόμενες εβδομάδες θα διαφέρουν σημαντικά από το διάστημα που προηγήθηκε.
Το στοίχημα των σχολείων
Η επαναλειτουργία των σχολείων χθες Δευτέρα ήταν ένας από τους μεγάλους γρίφους για την κυβέρνηση στην αρχή του νέου έτους και οι αποφάσεις οι οποίες ελήφθησαν είναι αισθητό ότι αντιμετωπίζονται ως ένα στοίχημα, το οποίο σαφώς θα έχει πολιτικό αντίκτυπο.
Εως ότου διαπιστωθεί ποια θα είναι η εξέλιξη στο μέτωπο της εκπαίδευσης και τι θα σημάνει η λειτουργία των σχολείων στο υγειονομικό πεδίο, στην ηγεσία της κυβέρνησης είναι αισθητή η αγωνία για το διάστημα των επόμενων εβδομάδων.
Κύρια πηγή ανησυχίας είναι η διαπίστωση ότι παρά την επικράτηση της ηπιότερης μετάλλαξης το Σύστημα Υγείας εξακολουθεί να δέχεται πιέσεις από νοσηλείες οι οποίες προξενούνται από την παραλλαγή Δέλτα. Οπως ενδεικτικά αναφέρεται από κυβερνητικούς παράγοντες, παρά το γεγονός ότι η Oμικρον έχει κυριαρχήσει σε ποσοστά της τάξης του 80%, το 50% των εισαγωγών οφείλεται ακόμη στην προηγούμενη, βαρύτερη μετάλλαξη του ιού. Με βάση αυτό, διατυπώνεται η εκτίμηση ότι θα υπάρξει ένας κύκλος εκτόνωσης μέσα στον Ιανουάριο, δίχως όμως να μπορεί να αποκλειστεί μια νέα έξαρση στη συνέχεια.
Εφόσον δεν υπάρξουν άλλες απρόοπτες εξελίξεις, αυτό είναι το αισιόδοξο σενάριο που αναζητεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ώστε από την προσεχή άνοιξη να βρεθεί σε θέση να καταστρώσει και να εφαρμόσει μια στρατηγική η οποία θα τον οδηγήσει και στις εκλογές.
Διπλή κρίση διαρκείας
Μεγάλο αγκάθι σε αυτή την πορεία εξακολουθεί να είναι το κύμα της ακρίβειας, το οποίο προεξοφλείται ότι πολύ σύντομα θα εκδηλωθεί με μεγαλύτερη ένταση και επιμονή, καθώς η μετακύλιση των ανατιμήσεων από το πεδίο της ενέργειας στην καταναλωτική αλυσίδα θεωρείται δεδομένη.
Εν όψει αυτών κρίθηκε σκόπιμη η ανακοίνωση από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό των νέων μέτρων στήριξης ύψους 400 εκατ. ευρώ την Παρασκευή. Την ίδια στιγμή, στελέχη του Μεγάρου Μαξίμου προαναγγέλλουν άλλου τύπου παρεμβάσεις. Μεταξύ αυτών οι νέες αυξήσεις μισθών εντός του πρώτου εξαμήνου, η εντατικοποίηση των παρεμβάσεων της Επιτροπής Ανταγωνισμού στην αγορά και οι απευθείας επαφές με τους ιδιοκτήτες των μεγάλων αλυσίδων καταστημάτων τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης. Ο προβληματισμός για την αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων αυτών δεν λείπει πάντως και κυβερνητικά στελέχη σημειώνουν ότι το μεγάλο πρόβλημα δεν διαπιστώνεται τόσο στις τιμές παραγωγού όσο στα ενδιάμεσα στάδια διακίνησης αγαθών.
Υπό αυτή την έννοια και όσο ο πολιτικός χρόνος πυκνώνει, η διπλή κρίση στο υγειονομικό και στο οικονομικό πεδίο προβληματίζει σε μεγάλο βαθμό το Μέγαρο Μαξίμου, καθώς δυσχεραίνει τη δυνατότητα της κυβέρνησης να πείσει για τα οφέλη των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης και την εμπέδωση από τους πολίτες της αίσθησης ότι η οικονομική τους κατάσταση βελτιώνεται.
Μετέωρες μεταρρυθμίσεις
Η εξίσωση αυτή διαμορφώνει και τη σπαζοκεφαλιά για τις επόμενες κινήσεις του Πρωθυπουργού και ιδιαίτερα ως προς τις αποφάσεις για τον χρόνο και τη στρατηγική των εκλογών. Το ενδεχόμενο μιας νέας διάψευσης των προσδοκιών για τον τερματισμό της πανδημικής κρίσης και της παροδικότητας των ανατιμήσεων τους αμέσως προσεχείς μήνες είναι ένα καθοριστικό στοιχείο, το οποίο από κάποιες πηγές επισημαίνεται ότι μπορεί να παγιδεύσει το κυβερνητικό επιτελείο σε πολιτικές επιλογές με αβέβαιο αποτέλεσμα.
Η παρατεινόμενη ρευστότητα αποτελεί πηγή προβληματισμού και για έναν επιπρόσθετο λόγο. Οπως σημειώνουν ήδη πολιτικοί και οικονομικοί παράγοντες, η αβεβαιότητα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι το 2022 είναι ούτως ή άλλως προεκλογική χρονιά, είναι εξαιρετικά πιθανό να αποτελέσει τροχοπέδη στα φιλόδοξα μεταρρυθμιστικά σχέδια της κυβέρνησης.
Ειδικότερα δε σε ό,τι αφορά μεταρρυθμίσεις οι οποίες προϋποθέτουν και το άνοιγμα μετώπων με συγκεκριμένες επαγγελματικές και κοινωνικές ομάδες, όπως αυτές στα πεδία της Ανώτατης Εκπαίδευσης, του Συστήματος Υγείας, της Δικαιοσύνης κ.ά., σημειώνεται πως η κυβέρνηση ενδέχεται είτε να μην έχει τον απαραίτητο χρόνο για την υλοποίησή τους είτε να επιλέξει την αναβολή τους, καθώς το πολιτικό κόστος στο διάστημα των επόμενων μηνών θα αξιολογείται με πολύ διαφορετικό τρόπο εν σχέσει με την προηγούμενη διετία.
Συζήτηση και για… τριπλές εκλογές
Σε αυτό το περιβάλλον και ενώ η αβεβαιότητα κατά τους πρώτους μήνες του έτους θεωρείται δεδομένο ότι θα κατατρύχει τη χώρα και την κυβέρνηση, στους κύκλους εντός του Μεγάρου Μαξίμου και περί αυτούς αρχίζουν να θολώνουν και τα σενάρια για την εκλογική στρατηγική την οποία ήδη από το προηγούμενο φθινόπωρο περιέγραψε ο Πρωθυπουργός.
Η διπλή κάλπη δεν δημιουργεί πλέον βεβαιότητες. Το πιθανολογούμενο σπάσιμο του διπόλου ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ και το ενδεχόμενο επιβεβαίωσης του σεναρίου εκλογικής ανάκαμψης του ΠαΣοΚ συνθέτουν μια εξαιρετικά περίπλοκη εξίσωση και για τη δεύτερη κάλπη, με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής. Οπως ήδη έχουν διαπιστώσει κυβερνητικά στελέχη, η επίτευξη της αυτοδυναμίας ακόμα και με τον νέο εκλογικό νόμο προϋποθέτει την επίτευξη ενός ποσοστού της τάξεως του 38%. Κάτι τέτοιο σημαίνει ότι η κυβέρνηση θα φτάσει δίχως απώλειες στις εκλογές (το 2019 είχε λάβει 39%), στοιχείο που δύσκολα μπορεί να θεωρείται δεδομένο. Πέραν αυτού και καθώς θεωρείται βέβαιο ότι ένα από τα διλήμματα τα οποία θα θέσει ο Πρωθυπουργός θα είναι αυτό της κυβερνησιμότητας, το ζήτημα των συνεργασιών φαίνεται πως θα αντιμετωπιστεί υπό διαφορετικούς όρους.
Εν όψει αυτών, διάφορα σενάρια έχουν ήδη αρχίσει να συζητούνται σε πολιτικούς κύκλους. Ενα από αυτά, το οποίο διακινείται τόσο από κάποιες πηγές εντός ΝΔ όσο και από τον χώρο του ΠαΣοΚ, είναι ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης ενδέχεται να αναγκαστεί να αναζητήσει έπειτα από τη δεύτερη κάλπη τη συνεργασία με την Ελληνική Λύση, καθώς με τα σημερινά δεδομένα το ΠαΣοΚ δεν θα θελήσει να παίξει και πάλι τον ρόλο του κυβερνητικού εταίρου, τον οποίο εκ των συνθηκών ανέλαβε το 2012-2015.
Ενα άλλο σενάριο, το οποίο ήδη συζητείται, φέρει τον Πρωθυπουργό να είναι αναγκασμένος να ακολουθήσει την πορεία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη κατά την ταραχώδη περίοδο 1989-1990. Με βάση αυτό, πολιτικά στελέχη έχουν ήδη αρχίσει να μιλούν για το ενδεχόμενο και τρίτης εκλογικής αναμέτρησης, στην οποία πιθανώς θα προσφύγει ο Πρωθυπουργός προκειμένου να επιτύχει τον διακηρυγμένο στόχο της αυτοδυναμίας. Εστω και αν αυτή θα είναι ισχνότερη από εκείνη των 158 εδρών την οποία εξασφάλισε το 2019…
Το ενδεχόμενο ενός νέου ανασχηματισμού
Εν αναμονή της έκβασης της νέας φάσης της πανδημίας, η άνοιξη του 2022 περιγράφεται ως το διάστημα κατά το οποίο ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα κάνει τις πολιτικές του κινήσεις, με το βλέμμα στραμμένο στις εκλογές. Hδη σε έναν κύκλο ευρύτερο του Μεγάρου Μαξίμου αρχίζει να συζητείται το ενδεχόμενο ενός ακόμα ανασχηματισμού, ο οποίος θα έχει εκλογικά χαρακτηριστικά. Κατά προφανή τρόπο στελέχη του πρωθυπουργικού περιβάλλοντος δεν επιβεβαιώνουν κάτι τέτοιο. Ωστόσο, άλλες πηγές σημειώνουν ότι οι αλλαγές του κυβερνητικού σχήματος στις οποίες μέχρι σήμερα προχώρησε ο Πρωθυπουργός δεν ήταν θεαματικές και με αυτή την έννοια υπάρχει η εκκρεμότητα μιας ουσιαστικής αναδιάταξης της κυβέρνησης, η οποία εκτιμάται ότι θα είναι και ένα είδος αντίδρασης στην κινητικότητα που παρατηρείται στον χώρο της αντιπολίτευσης, με την ενίσχυση της δυναμικής του ΠαΣοΚ. Οπως πάντως αναφέρεται από κυβερνητικά στελέχη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα προχωρήσει σε ανασχηματισμό μόνο εφόσον αυτός συμπεριλάβει μεγάλες αλλαγές, οι οποίες κατά πληροφορίες είχαν δρομολογηθεί το προηγούμενο καλοκαίρι, αλλά για κάποιον λόγο ματαιώθηκαν, όπως στα υπουργεία Παιδείας, Ανάπτυξης και Δικαιοσύνης. Οι όποιες αποφάσεις όμως, δεδομένου του εκλογικού ορίζοντα, θεωρείται ότι θα ληφθούν αφού συνεκτιμηθούν και άλλες παράμετροι. Μεταξύ αυτών οι δυνατότητες του Πρωθυπουργού να ενισχύσει το εκσυγχρονιστικό του προφίλ, αλλά και η πολιτική ταυτότητα της κυβέρνησης, καθώς η ηγεμονία στον χώρο του Κέντρου δείχνει να κλονίζεται λόγω της ενίσχυσης του ΠαΣοΚ, ενώ οι πιέσεις από τα δεξιά (εντός και εκτός ΝΔ) εντείνονται.