Ο κόσμος έχει μπει στην τροχιά ενός «Νέου Ψυχρού Πολέμου». Και όπως και με τον προηγούμενο το μεγάλο άγχος είναι εάν και σε ποιο βαθμό θα εξελιχθεί και σε έναν «θερμό» πόλεμο, με συνέπειες που κανείς δεν θέλει καν να σκεφτεί.
Γι’ αυτόν το λόγο και οι διαπραγματεύσεις που έχουν ξεκινήσει ανάμεσα στη Ρωσία και τις ΗΠΑ αλλά και ανάμεσα στη Ρωσία και το ΝΑΤΟ έχουν μεγάλη σημασία. Γιατί ακόμη και εάν δεν καταλήξουν σε πρώτη φάση, είναι σημαντικό ότι διατηρούνται δίαυλοι επικοινωνίας.
Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα είναι και μια εύκολη συζήτηση.
Καταρχάς έχουμε δύο συγκρουόμενες αντιλήψεις για το πώς μπορεί να εξασφαλιστεί η ειρήνη.
Οι ΗΠΑ και συνολικά η Δύση υποστηρίζουν ότι το βασικό είναι να αποδέχονται όλοι τους ίδιους κανόνες όχι μόνο του διεθνούς δικαίου αλλά και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δημοκρατίας και ότι σήμερα η προάσπιση αυτών αρχών περνάει μέσα από την επέκταση θεσμών όπως των ΝΑΤΟ και από το δικαίωμα όλων των χωρών της Ευρώπης να είναι μέλη τέτοιων θεσμών.
Η Ρωσία (και η Κίνα) επιμένουν ότι η λύση είναι να υπάρχει μια συνθήκη ισορροπίας στο παγκόσμιο σύστημα.
Οι χώρες και οι συμμαχίες να δεσμεύονται έμπρακτα ότι δεν αμφισβητούν η μία την άλλη, ότι σέβονται «ζώνες επιρροής» και δεν προχωρούν σε επιθετικές ενέργειες όπως και ότι απέχουν από παρεμβάσεις στο εσωτερικό άλλων χωρών.
Βεβαίως πίσω από τις ρητορικές υπάρχουν και οι πραγματικές βλέψεις.
Οι ΗΠΑ, που ξέρουν ότι δεν έχουν την ίδια «μονοκρατορία» που είχαν μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, και έχουν να αντιμετωπίσουν και τις ανοιχτές διαιρέσεις στο εσωτερικό τους, ανησυχούν για την αυξανόμενη οικονομική και στρατιωτική ισχύ και βλέπουν τη Ρωσία ως μια χώρα που στρατιωτικά παραμένει υπερδύναμη και άρα μια αμφισβήτηση της δικής τους πρωτοκαθεδρίας.
Επειδή δεν υπάρχει πλέον «κομμουνισμός» για να δικαιολογεί την αντιπαλότητα προκρίνουν τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ταυτόχρονα προσπαθούν να εξασφαλίσουν ότι μπορούν να απομονώσουν τη Ρωσία με το να επεκτείνουν το ΝΑΤΟ.
Η Ρωσία από την άλλη θέλει να εξασφαλίσει ότι παραμένει μια χώρα που έχει τον πρώτο λόγο σε ορισμένες περιοχές του πλανήτη, ότι δεν μπαίνει το ΝΑΤΟ στα χωράφια της και προφανώς ότι δεν αμφισβητείται το «σύστημα Πούτιν» ως μηχανισμός εξουσίας.
Από τη μεριά της η Κίνα, που δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι έχει έναν βαθιά ριζωμένο εθνικισμό, κινείται στο να γίνει όχι μόνο η μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη αλλά και να αποκτήσει ανάλογη ισχύ.
Κινείται προσεκτικά, αλλά, κακά τα ψέματα, εν μέρει θεωρεί ότι ο κόσμος της ανήκει.
Όλα αυτά εκφράζονται με διάφορους τρόπους.
Οι ΗΠΑ θεωρούν ότι μπορούν να ασκήσουν πίεση σε όλους, επειδή μπορούν να επιβάλουν κυρώσεις που αποκόπτουν χώρες από την παγκόσμια οικονομία, την ώρα που έχουν ου ολίγους πολεμόχαρους στο εσωτερικό τους και βεβαίως «κάνουν τα στραβά μάτια» όταν δικοί τους σύμμαχοι παραβιάζουν ανθρώπινα δικαιώματα.
Η Ρωσία θεωρεί ότι η Ουκρανία δεν μπορεί να αποκοπεί από τη δική της επιρροή, ακόμη και εάν μεγάλο μέρος της ουκρανικής κοινωνίας έχει άλλη γνώμη.
Η Κίνα θεωρεί ότι έχει το δικαίωμα να κάνει ό,τι θέλει με τη μειονότητα των Ουιγούρων όπως και ότι στη Νότια Σινική Θάλασσα αυτή χαράσσει τα σύνορα και όχι το διεθνές δίκαιο.
Από την ουκρανική κρίση μέχρι την κατάσταση στη Συρία και τη Λιβύη πλήθος «τοπικά» ζητήματα φορτίζονται από τον κεντρικό ανταγωνισμό.
Ακόμη και ζητήματα όπως π.χ. η Συμφωνία των Πρεσπών είχε επηρεαστεί από αυτόν, εάν θυμηθούμε ότι οι ΗΠΑ ήταν υπέρ και η Ρωσία προσπαθούσε να την υπονομεύσει, επειδή δεν ήθελε να μπει η Βόρεια Μακεδονία στο ΝΑΤΟ.
Αυτή είναι η κατάσταση και προφανώς το χειρότερο που μπορεί να κάνει κάποιος είναι απλώς να μείνει στη ρητορική.
Εννοώ, είναι ένα πράγμα να παραδεχτούμε ότι η Ελλάδα ανήκει στη «Δύση» και άλλο να αποδεχτούμε πλήρως τη ρητορική ή την «επιλεκτική ευαισθησία» των ΗΠΑ.
Από την άλλη, ας μην έχουμε αυταπάτες η Ρωσία σήμερα δεν είναι η συνέχεια της ΕΣΣΔ, ούτε έχει σχέση με την ιδεολογία της σοβιετικής εποχής: μια κυνική μεγάλη δύναμη είναι και αυτή.
Από την άλλη, είναι προφανές ότι προέχει η παγκόσμια ειρήνη.
Χρειάζεται να αποφύγουμε μια νέα κούρσα των εξοπλισμών και θα ήταν καλό να υπάρξει συνεννόηση για να δρομολογηθεί η ειρηνική επίλυση διαφόρων ανοιχτών μετώπων.
Η διπλωματία (των διπλωματών και όχι των drones) πρέπει να επιστρέψει και μαζί η ανάγκη για «κανόνες του παιχνιδιού» στις διεθνείς σχέσεις.
Προφανώς στη διαδρομή ούτε τα ανθρώπινα δικαιώματα πρέπει να ξεχαστούν, ούτε η ανάγκη να μπορεί η διεθνής κοινότητα να πιέζει χώρες να σταματήσουν να τα παραβιάζουν.
Και βέβαια με την κλιματική αλλαγή να εξελίσσεται σε κλιματική καταστροφή – και την πανδημία να έχει δείξει τι σημαίνει «παγκόσμια πρόκληση – το ζήτημα της παγκόσμιας συνεννόησης αποκτά χαρακτήρα επείγουσας ανάγκης.
Εξίσωση δύσκολη, αλλά δεν μπορούμε παρά να προσπαθήσουμε να τη λύσουμε.