Ενώ υπάρχει σαφής πρόοδος, υπάρχουν και οπισθοδρομήσεις στην ελληνική εξωτερική πολιτική, ιδιαίτερα στα ελληνοτουρκικά, με δύο εξόχως δυσοίωνες εξελίξεις: πρώτον, η (έωλη) διασύνδεση που κάνει η Αγκυρα ανάμεσα στην αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αν. Αιγαίου και στην ελληνική κυριαρχία τους και, δεύτερον, οι πολύ πρόσφατες διακηρύξεις ότι (δήθεν) η Ελλάδα ετοιμάζει… πόλεμο εναντίον της Τουρκίας! Ως εάν να προετοιμάζει κάποιο έδαφος.
Μια σειρά από πρωτοβουλίες μαζί με γενικότερες εξελίξεις συνέβαλαν να ενισχυθεί η θέση της Ελλάδας ως χώρας σταθερότητας και συνεργασίας στην περιοχή της Αν. Μεσογείου και ευρύτερα. Αλλά και «χώρας-γέφυρας» για τις σχέσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) με το ανατολικό περιφερειακό περιβάλλον. Οπωσδήποτε η υπογραφή της ελληνογαλλικής συμφωνίας στρατηγικής εταιρικής σχέσης αποτέλεσε το εμβληματικό γεγονός του 2021. Και κυρίως η ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής που ενσωματώνεται στην εν λόγω συμφωνία, έστω και ατελής, αν και ορθόν θα ήταν «να δένει» με την αντίστοιχη ρήτρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης (άρθ. 42,7 ΣΕΕ).
Επίσης η υπογραφή της νέας ανανεωμένης ελληνοαμερικανικής αμυντικής συμφωνίας (MDCA) πενταετούς διάρκειας με διευρυμένο πεδίο κάλυψης και με την επιστολή του αμερικανού υπουργού Εξωτερικών Αντονι Μπλίνκεν που τη συνοδεύει συνιστά μια σημαντική εξέλιξη. Παρά τα ερωτήματα που κάποιος θα μπορούσε να θέσει ως προς το εύρος και ένταση της ταύτισης της Ελλάδας με τις Ην. Πολιτείες σε μια περίοδο που οι ΗΠΑ εστιάζουν περισσότερο προς την Κίνα και τον Ειρηνικό, ενώ η Ελλάδα, υποτίθεται, θέλει να είναι ενεργά παρούσα και συμμετέχουσα στη διαδικασία οικοδόμησης της ευρωπαϊκής άμυνας στη βάση της «στρατηγικής αυτονομίας» για την ενίσχυση της ευρωπαϊκής κυριαρχίας.
Παράλληλα η χώρα επιχείρησε να επαναδρομολογήσει τη σχέση της με τη Ρωσία, με τη συνάντηση του πρωθυπουργού Κυρ. Μητσοτάκη με τον ρώσο πρόεδρο Βλ. Πούτιν και τα όσα διμερή συμφωνήθηκαν ανάμεσα στις δύο χώρες. Οι ελληνορωσικές σχέσεις ως γνωστόν είχαν ατονίσει κάπως τα τελευταία χρόνια για μια σειρά από λόγους. Και στο θέμα αυτό η Ελλάδα διαδραματίζει έναν διακριτό ρόλο οιονεί γέφυρας για τη βελτίωση συνολικά των σχέσεων Ευρωπαϊκής Ενωσης – Ρωσίας, σχέσεων που βρίσκονται στο χαμηλότερο δυνατό σημείο κυρίως λόγω του ζητήματος της Ουκρανίας. Ως θετικές επίσης θα πρέπει να θεωρηθούν οι κινήσεις που έγιναν για την αποκατάσταση των σχέσεων με τη Λιβύη, αλλά και την επέκταση της ελληνικής παρουσίας στις χώρες της Αφρικής (με επισκέψεις του ΥΠΕΞ), χώρες του Κόλπου κ.λπ.
Μέσα στον περασμένο χρόνο όμως άρχισαν να διαλύονται και ορισμένοι μύθοι, όπως λ.χ. αυτοί για τον αγωγό East Med (θεωρείται ήδη νεκρός), οι τριμερείς συμπράξεις ως τείχος εναντίον της Τουρκίας (το τείχος φαίνεται μάλλον να σπάει – με τη βελτίωση των σχέσεων της Αγκυρας με τις χώρες της περιοχής), η δήθεν ολική απομόνωση της Τουρκίας κ.ά.
Στο μείζον θέμα των σχέσεων με την Τουρκία (και το Κυπριακό) το κεκτημένο του χρόνου που έφυγε μπορεί να αποδοθεί με τις λέξεις «στασιμότητα» και «δομική οπισθοδρόμηση». Οπωσδήποτε δεν υπήρξαν οι επικίνδυνες εντάσεις στο πεδίο στα όρια της θερμής αναμέτρησης του 2020. Αντίθετα, (ξανά) άρχισαν οι «διερευνητικές συνομιλίες», υπήρξαν συναντήσεις κορυφής μεταξύ του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη και του προέδρου Ερντογάν, καθώς και μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών Ν. Δένδια και Μ. Τσαβούσογλου σε Αγκυρα και Αθήνα, ενώ άρχισε και ένας διάλογος σε οικονομικά θέματα χαμηλής πολιτικής. Ολες αυτές όμως οι θετικές εξελίξεις δεν οδήγησαν σε κάποιο breakthrough στην κύρια ατζέντα των ελληνοτουρκικών προβλημάτων. Καθώς μετά από μια σύντομη περίοδο ακολούθησε η στασιμότητα (οι διερευνητικές έγιναν απλώς διακοσμητικές), ενώ η επιθετική ρητορική με διευρυμένο περιεχόμενο επανήλθε.
Η Αγκυρα θέτει τώρα σε ευθεία αμφισβήτηση την κυριαρχία των νησιών του Αιγαίου με αναφορά στην αποστρατιωτικοποίησή τους ως δήθεν όρο για την ελληνική κυριαρχία (sic). Αυτό συνιστά νέο και επικίνδυνο στοιχείο δομικής οπισθοδρόμησης, καθώς και οι διακηρύξεις ότι δήθεν η Ελλάδα ετοιμάζει… πόλεμο εναντίον της Τουρκίας. Μια κατάσταση που μπορεί να αποδειχθεί δυνητικά χειρότερη και από αυτή του 2020. Ισως μια νέα καμπή. Αλλά και από ελληνικής πλευράς υπάρχουν στοιχεία δομικής οπισθοδρόμησης:
Πρώτον, η διευρυνόμενη πεποίθηση σε επίπεδο κοινής γνώμης ότι περίπου «δεν μπορεί να υπάρξει καμία λύση στα ελληνοτουρκικά που να υπηρετεί τα ελληνικά συμφέροντα». Και αυτή καλλιεργείται λίγο-πολύ σταθερά από μέρος του πολιτικού και επικοινωνιακού συστήματος. Η δυσπιστία βαθαίνει.
Δεύτερον, η διαφαινόμενη σκλήρυνση της θέσης του συνόλου των πολιτικών ελίτ ότι υπάρχει αποκλειστικά και μόνο μία διαφορά μεταξύ των δύο χωρών, η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, και δεν συζητούμε απολύτως τίποτα άλλο. Προφανώς δεν συζητούμε θέματα κυριαρχίας, αλλά επέκταση χωρικών υδάτων (έστω κι αν τυπικά είναι μονομερές δικαίωμα δυνητικής κυριαρχίας), εναέριο χώρο, FIR, περιοχές έρευνας και διάσωσης; Υπάρχει μια επικίνδυνη «ρουτινοποίηση» των προβλημάτων.
Κάτω απ’ αυτές τις προϋποθέσεις είναι προφανές ότι δεν μπορεί να υπάρξει breakthrough. Το 2022 άλλωστε θα είναι δύσκολο – εκατό (100) χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Πολύ περισσότερο δύσκολο καθώς η Τουρκία έχει μπει σε μεταβατική περίοδο με την οικονομική κατάρρευση και το διαφαινόμενο πολιτικό τέλος (αν και όχι βέβαιο) του προέδρου Ερντογάν. Ωστόσο καλό είναι να γνωρίζει η ελληνική πλευρά ότι η βασική επιχειρηματολογία υποβάθρου και οι θέσεις της Αγκυρας μάλλον δεν πρόκειται να αλλάξουν με την ενδεχόμενη αποχώρηση Ερντογάν.
Από το 1954 και ιδιαίτερα από την περίοδο 1973-74 που διαμορφώθηκαν και στη συνέχεια εμπλουτίστηκαν παραμένουν αναλλοίωτες και θα συνεχίσουν να παραμένουν έτσι. Και η κύρια τουρκική επιχειρηματολογία μπορεί να συνοψιστεί σε τρεις κύριους τίτλους:
Πρώτον, για την Αγκυρα η Ελλάδα και όχι η Τουρκία είναι η επεκτατική, αναθεωρητική χώρα που επιδιώκει την ανατροπή του status quo (νέα Μεγάλη Ιδέα). Καθώς η Ελλάδα επιδιώκει την επέκτασή της στο Αιγαίο από τα έξι σε δώδεκα ναυτικά μίλια και οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών με «πλήρη επήρεια» (full effect) για τα νησιά, αποκλείοντας έτσι παντελώς την Τουρκία και μετατρέποντας το Αιγαίο σε «ελληνική λίμνη». Οθεν και το (παράνομο) casus belli κ.λπ. Επιπλέον η Ελλάδα, σύμφωνα με την τουρκική άποψη, στοχεύει να αποκλείσει την Τουρκία και από την Αν. Μεσόγειο.
Δεύτερον, η Ελλάδα οικοδομεί αντιτουρκικές συμμαχίες με όλες τις χώρες που έχουν ή είχαν εχθρικές σχέσεις με την Τουρκία (Ισραήλ, Αίγυπτο, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Σ. Αραβία κ.λπ.). Επιδιώκοντας έτσι την περικύκλωσή της και ίσως και τη διάλυσή της σε αναβίωση της λογικής της Συνθήκης των Σεβρών. Η Συνθήκη αυτή στοιχειώνει την Τουρκία και σήμερα.
Τρίτον, η Ελλάδα εξοπλίζεται ως αστακός με σύγχρονα όπλα, υπογράφει συμφωνίες (Γαλλία, ΗΠΑ κ.λπ) και στρατιωτικοποιεί τα νησιά με κύριο στόχο να επιτεθεί (sic) στην Τουρκία ακόμη και με πυρηνικά όπλα! Ενώ οι τουρκικοί εξοπλισμοί έχουν άλλους στόχους.
Μπορεί το μέγιστο των επιχειρημάτων αυτών να αποτελεί για την Αθήνα μια ακραία φαντασίωση που αγνοεί κανόνες διεθνούς δικαίου (UNCLOS-1982 κ.ά.) ενώ τροφοδοτείται από νεο-οθωμανική νοσταλγία, για την Τουρκία όμως διαμορφώνει εξωτερική πολιτική. Και η επιχειρηματολογία αυτή θα παραμείνει και μετά την αποχώρηση Ερντογάν. Αν και μπορεί όμως παράλληλα με το ύφος και τη ρητορική να αλλάξει το διαδικαστικό πλαίσιο για την επίλυση των προβλημάτων (προσφυγή σε διεθνή δικαιοσύνη/ΔΔΧ, διάλογος κ.λπ.).
Επομένως η Αθήνα θα πρέπει να πορευθεί με αυτά τα δεδομένα για την Τουρκία. Και βάσει αυτών να διαμορφώσει στρατηγική αναζητήσης λύσεων εγκλωβίζοντας την Τουρκία (και μέσω της ΕΕ) σε μια διαπραγματευτική διαδικασία με βάση το διεθνές δίκαιο/ διεθνή δικαιοσύνη στο επιτρεπτό σύντομο timing. Geography is destiny…
Εν κατακλείδι, εξωτερική πολιτική 2021: περηφάνια και προκατάληψη…
Ο καθηγητής Π. Κ. Ιωακειμίδης είναι πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του FEPS και ΕΛΙΑΜΕΠ. Από τις εκδόσεις Θεμέλιο κυκλοφορεί το τελευταίο του βιβλίο Επιτεύγματα και Στρατηγικά Λάθη της Εξωτερικής Πολιτικής της Μεταπολίτευσης.