Οι δοκιμές κινεζικού υπερηχητικού πυραύλου ικανού να μεταφέρει πυρηνικές κεφαλές τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 2021, οι οποίες έγιναν πρόσφατα γνωστές, αν και επισήμως διαψεύδονται, απειλούν να υπονομεύσουν τη στρατηγική πυρηνική σταθερότητα. Ηδη ενέτειναν την κλιμακούμενη ένταση ανάμεσα στις ΗΠΑ και στην Κίνα.
Στη διάρκεια του καλοκαιριού, εικόνες από δορυφόρο αποκάλυψαν ότι η Κίνα βρισκόταν στη διαδικασία κατασκευής ως και 300 νέων σιλό πυραύλων στις ερήμους του Βορρά. Μερικά από τα σιλό αυτά είναι πιθανό να παραμείνουν άδεια. Αλλά ακόμη και αν τα μισά φιλοξενήσουν πυραύλους οπλισμένους με πυρηνικά, αυτό ισοδυναμεί σχεδόν με τριπλασιασμό του πυρηνικού οπλοστασίου της Κίνας.
Υστερα από τις αποκαλύψεις αυτές, το αμερικανικό Στέιτ Ντιπάρτμεντ προειδοποίησε τον Οκτώβριο ότι «η γρήγορη ανάπτυξη του πυρηνικού οπλοστασίου της ΛΔΚ είναι ανησυχητική και απειλεί τη διεθνή ασφάλεια και σταθερότητα… Ενθαρρύνουμε το Πεκίνο να συνεργαστεί μαζί μας για πρακτικά μέτρα που θα περιορίσουν τον κίνδυνο για αποσταθεροποιητικές κούρσες εξοπλισμών και σύγκρουση». Αλλά ο πρεσβευτής για Υποθέσεις Αφοπλισμού της Κίνας, Λι Σονγκ, απάντησε αυθημερόν περιγράφοντας τη νέα συμφωνία των ΗΠΑ με την Αυστραλία και το Ηνωμένο Βασίλειο (AUKUS), η οποία θα βοηθήσει την Αυστραλία να αποκτήσει πυρηνικά υποβρύχια, ως μια «κλασική περίπτωση» εξάπλωσης των πυρηνικών που πυροδοτεί μια περιφερειακή κούρσα εξοπλισμών. Μέχρι στιγμής η Κίνα αρνείται σταθερά να ξεκινήσει συνομιλίες με τις ΗΠΑ για στρατηγικό έλεγχο των εξοπλισμών (είτε διμερείς είτε τριμερείς με τη Ρωσία) αν οι ΗΠΑ δεν μειώσουν σημαντικά το δικό τους οπλοστάσιο των σχεδόν 4.000 ενεργών πυρηνικών κεφαλών. Συνεχίζοντας όμως τη δική της γρήγορη επέκταση των εξοπλισμών, η Κίνα υπονομεύει το επιχείρημα αυτό, κάνοντας όλο και πιο επιτακτική την ανάγκη για συνομιλίες.
Τον Σεπτέμβριο του 2021, ο πρώην πρεσβευτής για Υποθέσεις Αφοπλισμού Σα Τσουκάν ήταν η τελευταία σημαντική φωνή στο Πεκίνο που υποστήριξε ότι η πυρηνική πολιτική της μη πρώτης επίθεσης «δεν είναι πλέον κατάλληλη». Η «στρατηγική πίεση προς την Κίνα εντείνεται», σημείωσε ο Σα, «καθώς [οι ΗΠΑ] οικοδόμησαν νέες στρατιωτικές συμμαχίες και αυξάνουν τη στρατιωτική παρουσία τους στη γειτονιά μας». Η πολιτική αυτή πρέπει να καταργηθεί, πρόσθεσε, «εκτός αν η Κίνα και οι ΗΠΑ διαπραγματευτούν μια αμοιβαία συμφωνία μη πρώτης επίθεσης ή αν οι ΗΠΑ πάψουν να παίρνουν αρνητικά μέτρα που υπονομεύουν την αποτελεσματικότητα των στρατηγικών δυνάμεων της Κίνας».
Η παρέμβαση του Σα είναι σοβαρή. Οι κινέζοι αξιωματούχοι δεν παρεμβαίνουν τυχαία στην κινεζική δημόσια συζήτηση. Τους δίνεται η άδεια να το κάνουν, ιδίως όσον αφορά ένα ζήτημα τόσο υπαρξιακό όσο η πυρηνική ασφάλεια.
Μια νέα κινεζική πυρηνική στάση θα αποτελούσε αποσταθεροποιητική στροφή. Αλλά τα σχόλια του Σα αναδεικνύουν επίσης τη ρίζα της παρούσας αντιπαράθεσης. Οι ΗΠΑ πρέπει να καταλάβουν με σαφήνεια ότι η κινεζική κυβέρνηση αντιμετωπίζει με μεγάλη ανησυχία τη δική της πυρηνική και ευρύτερα γεωστρατηγική ευαλωτότητα. Ο κινέζος πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ έχει χαρακτηρίσει επανειλημμένως την κατάσταση ως έναν «αγώνα» δεκαετιών κατά μιας δύναμης που είναι αποφασισμένη να περιορίσει με κάθε τρόπο την άνοδο της Κίνας.
Εδώ όμως βρίσκεται και το κλειδί για να αρθεί το σημερινό αδιέξοδο. Η στρατηγική κουλτούρα της Κίνας είναι βαθιά ρεαλιστική. Οι ηθικές εκκλήσεις προς την Κίνα για να κάνει το σωστό δεν θα αποφέρουν πολλά στους αμερικανούς διαπραγματευτές, αντίθετα προς τα ψυχρά, πραγματιστικά επιχειρήματα. Ο αυξανόμενος ανταγωνισμός ανάμεσα στις ΗΠΑ και στην Κίνα μπορεί από μόνος του να δημιουργήσει το κίνητρο ώστε το Πεκίνο να έρθει στο τραπέζι, αρκεί οι ΗΠΑ να πείσουν τους Κινέζους ότι θα είναι λιγότερο ευάλωτοι με μια συμφωνία για τον έλεγχο των εξοπλισμών παρά χωρίς.
Πώς θα γίνει αυτό; Η Κίνα δεν είναι έτοιμη να σπεύσει αμέσως σε μεγάλης κλίμακας συνομιλίες, αλλά σαφέστατα ανησυχεί για τη στρατιωτική ικανότητα των ΗΠΑ και συνεπώς μπορεί να θελήσει να ξεκινήσει μικρότερης κλίμακας διμερείς συνομιλίες για τη στρατηγική διαφάνεια και τη διαχείριση κρίσεων. Μια σειρά από διαλόγους «Track-1.5» – ανεπίσημες συνομιλίες ανάμεσα σε κυβερνητικούς αξιωματούχους – που επικεντρώνονταν σε τέτοια ζητήματα ανεστάλησαν το 2019. Η επανέναρξή τους θα ήταν ένα καλό πρώτο βήμα.
Στη συνέχεια, θα μπορούσαν να ακολουθήσουν μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης σχεδιασμένα για να ενισχύσουν την προβλεψιμότητα, την αμοιβαιότητα και την εμπιστοσύνη. Για παράδειγμα, ένα σύστημα προειδοποίησης για δοκιμές βαλλιστικών πυραύλων, κοινές τεχνικές εκτιμήσεις της αντιπυραυλικής ικανότητας και τελικά ακόμη και η συμμετοχή της Κίνας στο καθεστώς παρακολούθησης της Νέας Συνθήκης START.
Για να σημειωθεί πραγματική πρόοδος, οι εξελίξεις που ενοχλούν περισσότερο την Κίνα πρέπει επίσης να συζητηθούν. Το ίδιο και οι αμερικανικές ανησυχίες για τον γρήγορο εκσυγχρονισμό του πυρηνικού οπλοστασίου της Κίνας.
Αν και η έναρξη διμερών προσπαθειών θα ήταν πολύτιμη από μόνη της, ο στόχος πρέπει να είναι μια πολυμερής συμφωνία για τον έλεγχο των εξοπλισμών που θα περιλαμβάνει τουλάχιστον και τη Ρωσία. Ο τελικός στόχος είναι να συμφωνηθεί ο περιορισμός των δυνάμεων στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο για κάθε χώρα, ανακόπτοντας έτσι την ολίσθηση προς μια πυρηνική κούρσα εξοπλισμών στον Ινδο-Ειρηνικό.
Ακόμη και στο απόγειο του Ψυχρού Πολέμου, οι ΗΠΑ και η Σοβιετική Ενωση κατάφεραν να θεσπίσουν πραγματικές δικλίδες ασφαλείας και όρια στα πυρηνικά όπλα. Είχαν καλούς λόγους για να συνεργαστούν. Και οι δύο είχαν βιώσει τις βασανιστικές εβδομάδες της Κρίσης των Πυραύλων της Κούβας, όταν ο κόσμος πλησίασε επικίνδυνα την καταστροφή. Σήμερα οι ΗΠΑ και η Κίνα – και ο κόσμος – δεν αντέχουν να περιμένουν μια άλλη τέτοια κρίση προτού πάρουν ορισμένες παρόμοιες προφυλάξεις.
Ο κ. Kevin Rudd, πρώην πρωθυπουργός της Αυστραλίας, είναι πρόεδρος της Asia Society και του International Peace Institute.