Ο Νίκος Ανδρουλάκης και το αίτημα «ανανέωσης» είναι οι αδιαφιλονίκητοι νικητές των εκλογών στο ΠαΣοΚ-ΚΙΝΑΛ. Να του ευχηθούμε, ολόψυχα, να κατορθώσει να βάλει την ελληνική σοσιαλδημοκρατία σε ρότα ανάκαμψης. Την επιτυχία του τη χρειάζεται και η χώρα. Τι γίνεται όμως με τη λεγόμενη «επιστροφή» της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας; Αυτή αν και υπαρκτή δεν θα ριζώσει, αν οι ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες δεν σκύψουν στα αίτια που προκάλεσαν τη δική τους pasokification, δεν εξετάσουν τους λόγους της σημερινής ανάκαμψής τους και δεν περιγράψουν το πώς πρέπει να ενεργούν στο εξής. Χρειάζονται ιδέες και όχι επικοινωνιακά τρικ. Χρειάζεται κοινωνικο-ταξική αφήγηση για τις ανισότητες και όχι κοινοτοπίες περί «μεγάλης επιστροφής».
Πολλοί ισχυρίζονται πως η σοσιαλδημοκρατία έχανε συνεχώς δυνάμεις τις τελευταίες δεκαετίες, επειδή «δεν ήταν αρκετά αριστερή», επειδή ήταν «νεοφιλελεύθερη». Η υπεραπλούστευση το μεγάλο το πλεονέκτημα μιας τέτοιας απάντησης. Εντοπίζουμε έναν φανταστικό «ένοχο» και ξεμπερδεύουμε με το άχθος της όποιας διανοητικής άσκησης. Η τιμωρία του ενόχου λύνει το πρόβλημα. Θέτουμε στο περιθώριο τη «δεξιά στροφή» και τον νεοφιλελευθερισμό και πετάμε στα ουράνια της «αριστερής σοσιαλδημοκρατίας» (sic). Το τι συνέβη αυτές τις δεκαετίες και έφτασε η σοσιαλδημοκρατία να αποδεχθεί πολλά στοιχεία, όχι όλα, της περιβόητης Συναίνεσης της Ουάσιγκτον είναι αδιάφορο γι’ αυτή την οκνηρή σκέψη. Πώς μετά το 1980 η μετασχηματισμένη σε μεσαία στρώματα εργατική τάξη είδε τον κόσμο να γυρίζει ανάποδα, πώς ανετράπη η ανοδική κινητικότητά, πώς η παγκοσμιοποίηση αποδυνάμωσε την πολιτική και κυρίως τη δημοκρατική πολιτική και το γιατί έπεσε στους ώμους της σοσιαλδημοκρατίας η κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», τίποτα απ’ αυτά δεν λαμβάνεται υπόψη από την καραμέλα της «νεοφιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας».
Είναι αλήθεια πως από το 1971 έως το 2008 η σοσιαλδημοκρατία προσχώρησε στην αντίληψη που θεωρούσε ότι η ανεξέλεγκτη ροή των χρηματοοικονομικών προϊόντων μεγαλώνει την πίτα της ανάπτυξης και συνεπώς δίνει μεγαλύτερες ευκαιρίες για αναδιανομή απ’ ό,τι η στηριζόμενη στο παραγωγικό κεφάλαιο ανάπτυξη. Αυτό δεν ήταν «προδοσία». Μάλλον αναγκαστική προσγείωση στην παγκοσμιοποιημένη πίστα ήταν. Μια πίστα στην οποία δεν μπορούσαν να προσγειώνονται αεροπλάνα παλαιού τύπου. Αυτό για το οποίο μπορεί κανείς να απευθύνει μομφή στη σοσιαλδημοκρατία, δεν ήταν ότι υποχώρησε στον νεοφιλελευθερισμό, αλλά το ότι δεν αναζήτησε άμεσα και αμέσως εργαλεία για την αναπροσαρμογή της στρατηγικής της στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης. Οι ήττες της οφείλονται στις μεταλλάξεις που υπέστησαν τα εργατικά στρώματα, στην ανατροπή της ανοδικής κινητικότητας των μεσαίων, στην αποδυνάμωση των κοινοβουλίων έναντι της εκτελεστικής εξουσίας, στην υποχώρηση της κίνησης των ιδεών έναντι της επικοινωνίας και του πολιτικού χρήματος και κυρίως στην αποδυνάμωση εντός του κράτους των δημόσιων υποκειμένων – κυβερνήσεων, κομμάτων, συνδικάτων, συνεταιρισμών – απέναντι στην άνοδο των πρωθυπουργικοκεντρικών συστημάτων και της ισχύος των κατόχων της ιδιωτικής οικονομικής εξουσίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Η σοσιαλδημοκρατία υποχωρούσε γιατί τα κράτη και η διακυβέρνηση εξακολουθούσαν να λειτουργούν σε εθνοκεντρικό πλαίσιο, ενώ οι μεγάλες εταιρείες και οι τράπεζες λειτουργούσαν σε παγκοσμιοποιημένη κλίμακα. Σε αντίθεση με τα ταξικά στηρίγματα της σοσιαλδημοκρατίας (μεσαία στρώματα και εργάτες) που εξασθενούσαν εντός των ορίων του κράτους-έθνους, τα ταξικά στηρίγματα του νεοφιλελευθερισμού (μεγάλες εταιρείες και τράπεζες) κατακτούσαν όλο και περισσότερο δεσπόζουσα θέση στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης. Η σοσιαλδημοκρατία δεν τα κατάφερε όχι γιατί είχε αδύναμες ηγεσίες. Αν και συνέβη και αυτό. Οχι γιατί δεν ήταν αρκούντως «αριστερή». Το δεύτερο είναι μια εύπεπτη αλλά ανόητη ερμηνεία. Αλλά γιατί δεν την ευνοούσαν οι πολιτικές που ασκούνταν στις ΗΠΑ και η κυρίαρχη αφήγηση στην ίδια την Ενωση για την αντιμετώπιση των παρενεργειών της παγκοσμιοποίησης.
Τώρα γιατί ανακάμπτει, έστω και ελάχιστα; Μήπως επειδή η πανδημία έδειξε πόσο μεγάλη σημασία έχει η λειτουργία του κράτους πρόνοιας; Αλλη μια πομφόλυγα νεόκοπων στη σοσιαλδημοκρατία που είδαν εδώ σωσίβιο για την πολιτική επιβίωσή τους. Ανακάμπτει γιατί για πρώτη φορά από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού δόθηκαν σήματα ενδιαφέροντος για πολιτικές απαντήσεις στην οικονομική παγκοσμιοποίηση. Ανακάμπτει γιατί για πρώτη φορά εξετάζονται σοβαρά, ζητήματα όπως ο περιορισμός της ανεξέλεγκτης δράσης των χρηματιστηριακών «σμηνών», ο περιορισμός της παγκόσμιας φοροαποφυγής των διάφορων υπερχώριων εταιρειών, η παγκόσμια φορολόγηση των μεγάλων εταιρειών και τραπεζών και κυρίως για πρώτη φορά αμφισβητείται σοβαρά το ανεξέλεγκτο των ταξικών στηριγμάτων των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Σήμερα ταρακουνιέται η ισχύς όλων αυτών. Τίποτα όμως δεν είναι δεδομένο. Καμία μόνιμη ανάκαμψη της σοσιαλδημοκρατίας δεν είναι σίγουρη. Ολα θα εξαρτηθούν από το κατά πόσο το εξ Αμερικής σοσιαλδημοκρατικό αεράκι δεν θα εξασθενήσει (εκλογές στη Βιρτζίνια) και από το κατά πόσο η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία θα συμβάλει με τις δράσεις της εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης να μετατρέψει σε ισχυρούς ανέμους αυτό το υπερατλαντικό αεράκι. Αυτό προϋποθέτει να μην κολλήσει στις αδολεσχίες που λένε πως είναι οι «εξαιρετικές περιστάσεις» (πανδημία) που την κάνουν επίκαιρη, αλλά να «βουτήξει» ξανά στον κόσμο των ιδεών και να ανακαλύψει νέα εργαλεία που δίνουν απαντήσεις σε νέα ερωτήματα. Η συνέχιση και η αύξηση της ανάκαμψής της εξαρτάται από το αν θα συνεχίσουν οι φωτιές που άναψε ο Μπάιντεν με το αίτημα για φορολόγηση του παγκόσμιου πλούτου και των μεγάλων περιουσιών ή αν αυτή η φωτιά σβήσει πριν καλά-καλά ανάψει.
Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας.