Την επόμενη εβδομάδα αρχίζει νέος γύρος συνομιλιών των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ με τη Ρωσία, την ώρα που 100.000 Ρώσοι στρατιώτες βρίσκονται στα ρωσο-ουκρανικά σύνορα, έτοιμοι να εισβάλουν στο ουκρανικό έδαφος. Εκεί, σύμφωνα με τον Economist, διακυβεύεται το μέλλον μια χώρας που ολοένα και περισσότερο θεωρεί τον εαυτό της κομμάτι της Δύσης, ενώ διακυβεύεται ακόμη ο ρόλος των ΗΠΑ ως στήριγμα της ευρωπαϊκής ασφάλειας.
Καθώς η κρίση κορυφώνεται, ο κίνδυνος κακού υπολογισμού αυξάνεται.
Ο Πούτιν έχει ήδη καταθέσει τα αιτήματά του: Επιθυμεί να αποκλείσει το ΝΑΤΟ κάθε επέκτασή του οπουδήποτε, όχι μόνο στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες της Ουκρανίας και της Γεωργίας. Επιθυμεί, ακόμη, να σταματήσει η Ουάσιγκτον να προστατεύει τους συμμάχους της μέσω στρατηγικής τοποθέτησης πυρηνικών όπλων και πυραύλων μικρού και μέσου βεληνεκούς.
Επιπλέον, η Μόσχα πρακτικά διεκδικεί να έχει βέτο σχετικά με την ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων και τη διεξαγωγή ασκήσεων στα ανατολικά τμήματα του ΝΑΤΟ και σχετικά με τη στρατιωτική συνεργασία με όλες τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες.
Όπως παρατηρεί η βρετανική επιθεώρηση, πολλές από αυτές τις απαιτήσεις είναι τόσο εξωφρενικές και τόσο επιζήμιες για την ασφάλεια της Ευρώπης, ώστε πρακτικά μπορεί να πρόκειται για ένα μεγάλο τελεσίγραφο, φτιαγμένο με τρόπο ώστε να απορριφθεί και να αποτελέσει την αναγκαία αφορμή για μια ακόμη εισβολή στην Ουκρανία.
Εάν ο Πούτιν είναι όντως αποφασισμένος να οδηγηθεί σε πόλεμο, τίποτε δεν μπορεί να τον σταματήσει. Ωστόσο, μια σθεναρή διπλωματία μπορεί ακόμη να τον ανακόψει προσωρινά, αλλά και να βοηθήσει να σταματήσει η μακρά σήψη στις σχέσεις μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης.
Ακόμη όμως και αν οι συνομιλίες αποτύχουν, το ΝΑΤΟ και η Ευρώπη θα μπορούν να εξέλθουν από αυτές ισχυρότεροι, πιο ενωμένοι, και με ξεκάθαρη εικόνα του κινδύνου που αντιμετωπίζουν, εκτιμά ο Economist.