Από τις «αρνητικές πρωτιές» – κατά το δημοσιογραφικό κλισέ – που κατά καιρούς ως χώρα κατακτάμε, υπάρχουν ορισμένες που περνούν κάτω από τα ραντάρ. Ενώ για τη γραφειοκρατία, τις καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, τις χαμηλές πτήσεις στην καινοτομία και την ανταγωνιστικότητα έχει χυθεί πολύ μελάνι, οι απογοητευτικές επιδόσεις των ελληνικών επιχειρήσεων σε ό,τι αφορά την κατάρτιση του προσωπικού περνούν απαρατήρητες.
Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, που ανέδειξε πρόσφατα το Παρατηρητήριο Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Οικονομίας του ΕΛΙΑΜΕΠ από την ιστοσελίδα του ΟΤ, το 78,3% των εταιρειών δεν προσφέρει κανενός είδους συνεχιζόμενη επαγγελματική κατάρτιση, είτε ενδοεπιχειρησιακή είτε μέσω κάποιου άλλου παρόχου. Πρόκειται για τη χειρότερη επίδοση στην ΕΕ, όπου ο μέσος όρος είναι 29,5%.
Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, στην Ευρωπαϊκή Ενωση ως σύνολο, μόνο 5% των μεγάλων επιχειρήσεων απέχουν από τη συνεχιζόμενη επαγγελματική κατάρτιση των εργαζομένων τους. Στην Ελλάδα, το ποσοστό αυτό είναι έξι φορές υψηλότερο: Ανέρχεται σε 31,8%, δεύτερο στην ΕΕ μετά τη Ρουμανία (32,6%).
Ενδεικτικά, στην Πορτογαλία το ποσοστό των μεγάλων επιχειρήσεων που απείχαν από την κατάρτιση του προσωπικού τους δεν ξεπερνούσε το 1,4%.
Οπως πολύ ορθά επισημαίνουν οι αναλυτές του ΕΛΙΑΜΕΠ, το έλλειμμα αυτό καταδεικνύει ότι το πρόβλημα των χαμηλών δεξιοτήτων στη χώρα μας δεν εντοπίζεται μόνο στην πλευρά της προσφοράς, δηλαδή στις αποτυχίες του συστήματος εκπαίδευσης και κατάρτισης, αλλά και στην πλευρά της ζήτησης, δηλαδή στην αδιαφορία ή την άρνηση πολλών ελληνικών επιχειρήσεων να επενδύσουν στις δεξιότητες των εργαζομένων.
Εάν οι ίδιες οι επιχειρήσεις δεν ενδιαφέρονται να βελτιώσουν και να αναπτύξουν τις δεξιότητες του ανθρώπινου δυναμικού τους, παρέχοντας ισχυρά κίνητρα, για ποια ανταγωνιστικότητα μιλάμε;