Το 2022 είναι η χρονιά κατά την οποία ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα παίξει τα προεκλογικά χαρτιά του. Είτε οι κάλπες στηθούν, όπως ορισμένοι πιστεύουν και εισηγούνται, μέσα στο προσεχές 12μηνο, είτε τηρηθεί η επίμονη πρωθυπουργική δέσμευση για εξάντληση της τετραετίας, το νέο έτος θα είναι διάστημα εκλογικής προπαρασκευής για τον Πρωθυπουργό και την κυβέρνηση.
Από τον Ιούλιο του 2019 και τη νίκη του σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις εκείνου του έτους, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει καταγράψει ένα πρωτοφανές ρεκόρ για τα χρονικά της Μεταπολίτευσης. Διατηρεί ένα εντυπωσιακό δημοσκοπικό προβάδισμα στην πρόθεση ψήφου έναντι του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ έχοντας διανύσει το μεγαλύτερο μέρος της θητείας του προηγείται σταθερά στην καταλληλότητα για πρωθυπουργός, με φαινομενικά αγεφύρωτη διαφορά από τον Αλέξη Τσίπρα.
Η κανονικότητα των έκτακτων συνθηκών
Θα παραμείνει ο Πρωθυπουργός ο απόλυτος κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού έως τις εκλογές; Υπάρχουν περιθώρια για τους αντιπάλους του να προκαλέσουν αναταράξεις, να μειώσουν τη δημοσκοπική διαφορά ή να ανατρέψουν την εικόνα; Και υπό τις σημερινές συνθήκες, πόσο βέβαια μπορεί να θεωρούνται τα αποτελέσματα της ήδη προδιαγεγραμμένης στρατηγικής των διπλών εκλογών και της επιδίωξης της αυτοδυναμίας της ΝΔ;
Πολιτικοί παρατηρητές και δημοσκόποι έχουν ήδη διακρίνει ρωγμές στην εικόνα της πολιτικής κυριαρχίας της κυβέρνησης. Το δημοσκοπικό της προβάδισμα παραμένει μεν μεγάλο σε όλες τις μετρήσεις, όμως στοιχεία αμφισβήτησης και δυσαρέσκειας των πολιτών σε διάφορα πεδία έχουν αρχίσει να καταγράφονται.Ορισμένες από τις προαναφερόμενες πηγές επισημαίνουν έναν συνδυασμό στοιχείων στον οποίο ενδέχεται να κρύβεται μια σημαντική απειλή για την κυριαρχία της κυβέρνησης. Αυτά εκδηλώνονται στη βεβαιότητα με την οποία αντιμετωπίζονται από το Μέγαρο Μαξίμου όλες οι επιλογές του, καθώς και στην ακλόνητη επιμονή σε μια προσδοκία κανονικότητας και σε ένα θετικό σενάριο με γραμμική εξέλιξη, το οποίο ωστόσο δεν επιβεβαιώνεται τα τελευταία δύο χρόνια.
Αντιθέτως, η κυβέρνηση διαχειρίζεται διαρκώς, με περισσότερη ή λιγότερη επάρκεια, αλλεπάλληλες κρίσεις σε πολλά πεδία (εθνικά θέματα, Υγεία, οικονομία), οι οποίες έχουν προξενήσει κόπωση, αστοχίες και μια διαρκή ματαίωση της προσδοκίας για επιστροφή στην ομαλότητα. Οπως επισημαίνουν δημοσκόποι και ερευνητές, η κανονικότητα πλέον έχει μετατραπεί σε μια μονιμότητα των εκτάκτων συνθηκών, με αποτέλεσμα η αβεβαιότητα των πολιτών να παγιώνεται και η δυνατότητα άσκησης πολιτικής να κανοναρχείται από το στοιχείο του απροόπτου.
Η διπλή κρίση και οι επιπτώσεις
Υπό αυτή τη συνθήκη, είναι πλέον ορατό ότι η κυβέρνηση έχει χάσει μεταξύ άλλων την καθολική μαρτυρία της επιτυχούς διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης, η οποία συνδυάζεται με ένα νέο στοιχείο, το οποίο πιθανώς και να μετατραπεί σε καθοριστική παράμετρο του πολιτικού παιχνιδιού. Είναι η κρίση της ακρίβειας, η οποία μπορεί μεν να προξενείται από εξωγενείς παράγοντες στο πεδίο της ενέργειας, μεταταπίπτει όμως σε μια αλυσίδα ανατιμήσεων στα είδη πρώτης ανάγκης, η οποία δεν δικαιολογείται σε όλες τις περιπτώσεις και στην οποία η κυβέρνηση δεν έχει παρέμβει με τον τρόπο που ίσως θα όφειλε.
Η οξεία εκδήλωση του φαινομένου και η αναμενόμενη παγίωση των ανατιμήσεων από τις αρχές του έτους παρακολουθούνται και αξιολογούνται ως παράμετρος με πιθανή επίδραση στις δημοσκοπήσεις και στην εικόνα της κυβέρνησης. Το φαινόμενο αντιμετωπίζεται ήδη ως αστάθμητη παράμετρος του πολιτικού παιχνιδιού, δεδομένου ότι οι επιπτώσεις στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς συνοδεύονται από απλές διαβεβαιώσεις αρμόδιων υπουργών και στελεχών για την παροδικότητα της κρίσης. Ωστόσο, πρόκειται για ένα πεδίο στο οποίο οι δηλώσεις και οι βεβαιότητες θα αξιολογηθούν σύντομα από τους πολίτες, ειδικώς στην περίπτωση κατά την οποία αυτές δεν θα επαληθευτούν στο διάστημα των επόμενων μηνών.
Το κύμα των ανατιμήσεων και της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος εξελίσσεται πλέον σε μια κρίση παράλληλη με εκείνη στο υγειονομικό πεδίο. Η νέα έξαρση της πανδημίας, σε συνδυασμό με την ανάδειξη της κατάστασης στο Σύστημα Υγείας, έχουν ψαλιδίσει σε σημαντικό βαθμό τα πολιτικά προνόμια της επιτυχούς και έγκαιρης παρέμβασης της κυβέρνησης στο πρώτο κύμα της COVID-19. Πλέον, οι πολιτικές δηλώσεις που διαψεύδονται από την πραγματικότητα, σε συνδυασμό με την υπονομευτική τακτική της αξιωματικής αντιπολίτευσης και την τοξικότητα του πολιτικού περιβάλλοντος, διαμορφώνουν ένα πεδίο στο οποίο οι βεβαιότητες μοιάζουν εξαιρετικά παρακινδυνευμένες.
Ο νέος υποδοχέας της δυσαρέσκειας
Υπό αυτό το πρίσμα, το κύμα των δημοσκοπήσεων στις αρχές του 2022 αναμένεται με αυξημένο ενδιαφέρον, καθώς συνδυάζεται και με την έντονη κινητικότητα στο πολιτικό πεδίο. Η στασιμότητα και η διαρκής κρίση αξιοπιστίας του ΣΥΡΙΖΑ λειτούργησε κατά το προηγούμενο διάστημα ως παράγων διαρκούς εφησυχασμού για το Μέγαρο Μαξίμου και την κυβέρνηση. Στην εξίσωση όμως προστέθηκε πλέον η παράμετρος της ανάκαμψης του ΚΙΝΑΛ-ΠαΣοΚ. Πυροδοτήθηκε έπειτα από τον θάνατο της Φώφης Γεννηματά και εκδηλώθηκε με τη μαζική συμμετοχή στη διαδικασία ανάδειξης του Νίκου Ανδρουλάκηστην ηγεσία του κόμματος και τη δημοσκοπική ανάσα, η οποία με μεγάλη ταχύτητα καταγράφηκε στις έρευνες της κοινής γνώμης. Οπως επισημαίνουν πολιτικοί παρατηρητές, η τάση αυτή ήδη αξιολογείται ως σημαντική, υπό ένα συγκεκριμένο πρίσμα. Η ενίσχυση του ΠαΣοΚ, σε συνδυασμό με τη στασιμότητα και την αναξιοπιστία του ΣΥΡΙΖΑ, διαμορφώνει έναν υποδοχέα της δυσαρέσκειας έναντι τόσο της κυβέρνησης όσο και (κυρίως) της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Οι ίδιες πηγές σημειώνουν ότι, υπό όρους και προϋποθέσεις, δεν θα πρέπει να αποκλείεται μια ακόμα εντονότερη κινητικότητα στο πολιτικό σκηνικό. Εφόσον η νέα ηγεσία υπό τον Νίκο Ανδρουλάκη επιβεβαιώσει την ικανότητά της ως προς την άσκηση αξιόπιστης αντιπολίτευσης και κατάρτισης πειστικών εναλλακτικών προτάσεων, πολλά από τα σενάρια του Μεγάρου Μαξίμου και ένα σημαντικό τμήμα των βεβαιοτήτων του πρωθυπουργικού επιτελείου ενδέχεται να αμφισβητηθούν ή ακόμα και να ανατραπούν. Εν όψει αυτών, έχουν ήδη αρχίσει να διακινούνται κάποιες πληροφορίες για τις κινήσεις του Πρωθυπουργού, σε ένδειξη αντίδρασης για την πολιτική κινητικότητα και τις πιέσεις που αρχίζει να δέχεται η κυβέρνηση. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγονται μέτρα για την ανάσχεση του κύματος ανατιμήσεων, αλλά ακόμα και για νέες αλλαγές στο κυβερνητικό σχήμα στους πρώτους μήνες του 2022. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο ανασχηματισμός εκτιμάται ότι θα έχει σαφώς προεκλογικά χαρακτηριστικά.
Η άρση των βεβαιοτήτων
Νέα παράμετρος στο πολιτικό παιχνίδι είναι το – έστω άκομψο και βεβιασμένο – αίτημα του Αλέξη Τσίπρα για παραίτηση της κυβέρνησης και εκλογές. Μπορεί κατά τα αναμενόμενα να απορρίφθηκε από τον Πρωθυπουργό και πάντως να θεωρείται απίθανη η προσφυγή σε κάλπες όσο διαρκεί και μαίνεται η πανδημία, ωστόσο η κίνηση του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ υπό μία έννοια «απελευθερώνει» τον Κυριάκο Μητσοτάκη και του προσφέρει μέχρις ενός βαθμού τη δυνατότητα να προκηρύξει εκλογές ακόμα και πριν από το τέλος της τετραετίας, ενδεχομένως το φθινόπωρο του 2022. Το αν στο διάστημα των προσεχών μηνών ο Πρωθυπουργός θα πάψει να είναι ο κυρίαρχος του παιχνιδιού δεν είναι κάτι που φαίνεται αυτή τη στιγμή. Επισημαίνεται πάντως από πολιτικά στελέχη και αναλυτές ότι στον δρόμο προς τις κάλπες, είτε αυτός είναι μακρύς είτε συντομότερος, η πολιτική ηγεμονία του Κυριάκου Μητσοτάκη ενδέχεται να κλονιστεί ή πάντως, αν συνεχιστεί, να υπόκειται σε αιρέσεις και να μη χαρακτηρίζεται από τις βεβαιότητες της προηγούμενης περιόδου.
Η παγίδα της αυτοδυναμίας
Ηδη ορισμένοι δημοσκόποι εκτιμούν ότι σε περίπτωση κατά την οποία στο διάστημα των επόμενων μηνών το ΠαΣοΚ καλύψει τη διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ και παρουσιάσει μια σταθερή δυναμική τα εκλογικά σενάρια τα οποία ο Πρωθυπουργός έσπευσε να παρουσιάσει ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2021 θα πρέπει να εξετάζονται από διαφορετική σκοπιά. Κρίσιμη παράμετρος θα είναι το κατά πόσον το σημερινό τρίτο κόμμα θα επιβεβαιώσει τη δυνατότητά του να υποδεχθεί κεντρογενείς ψηφοφόρους, οι οποίοι ψήφισαν μεν μαζικά τον Κυριάκο Μητσοτάκη το 2019, όμως δεν αντιμετώπισαν την ψήφο τους ως «λευκή επιταγή» προς εκείνον, ενώ την ίδια στιγμή απογοητευμένοι πασοκογενείς ψηφοφόροι από τις παλινωδίες του Αλέξη Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ θα εμφανιστούν διατεθειμένοι να επιστρέψουν στον φυσικό πολιτικό χώρο τους. Εφόσον αυτά επιβεβαιωθούν και καθώς η κυβέρνηση ήδη αισθάνεται ότι δεν είναι ο μοναδικός παίκτης στο πολιτικό σκηνικό, ορισμένοι πολιτικοί παράγοντες και αναλυτές εκτιμούν ότι η στρατηγική της διπλής κάλπης και της εξαναγκαστικής διεκδίκησης της αυτοδυναμίας από τον Κυριάκο Μητσοτάκη δεν θα είναι όσο απλή φαινόταν έως και πριν από μερικούς μήνες. Μια ενδεχόμενη εκλογική δυναμική του ΠαΣοΚ και μια εδραίωσή του ως αντιπολιτευτικού πόλου θεωρείται πιθανό ότι μπορεί να ανατρέψουν τόσο τα αριθμητικά όσο και τα πολιτικά σενάρια. Αστάθμητες παράμετροι είναι πλέον τα πραγματικά εκλογικά ποσοστά, οι διαφορές μεταξύ των κομμάτων, οι κοινοβουλευτικές έδρες που θα εξασφαλίζει το κάθε κόμμα και, υπό αυτό το πρίσμα, η αιτιολόγηση, π.χ., του μη σχηματισμού κυβέρνησης ή της εκβιαστικής προσφυγής σε δεύτερες εκλογές. Σημειωτέον ότι και στην ενδεχόμενη δεύτερη κάλπη το μπόνους των εδρών είναι βάσει του νέου εκλογικού νόμου κλιμακωτό και συναρτάται από το ποσοστό του πρώτου κόμματος. Υπό αυτή την έννοια, ακόμα και σε μια δεύτερη εκλογική αναμέτρηση τα σενάρια της αυτοδυναμίας περιπλέκονται.