Το τέλος του 2021 βρίσκει την ελληνική οικονομία σε καλύτερη κατάσταση από εκείνη της αντίστοιχης περυσινής περιόδου, ωστόσο σημαντικές προκλήσεις και αβεβαιότητες θα καθορίσουν το άμεσο και το μεσομακροπρόθεσμο μέλλον.
Τα στοιχεία του ΑΕΠ για το 3ο τρίμηνο του 2021 όπως και οι πρόδρομοι δείκτες δείχνουν ότι η ανάπτυξη για το σύνολο του έτους θα κινηθεί σε επίπεδα μεταξύ 8,5% και 9,5%. Πρόκειται για μια θετική εξέλιξη, που αποδεικνύει τις αντοχές και τις δυνατότητες της οικονομίας – στοιχείο ενθαρρυντικό για το μέλλον -, στην οποία αποτυπώνεται η επίδραση της επανεκκίνησης της οικονομικής δραστηριότητας κυρίως μέσω της κατανάλωσης, του τουρισμού και της αύξησης των επενδύσεων. Ωστόσο πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η ανάκαμψη οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στα μέτρα στήριξης που σε όρους ΑΕΠ άγγιξαν το 25%, ενώ θα πρέπει να προβληματίσει η επιδείνωση των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού και του εμπορικού ισοζυγίου.
Το μεγάλο διακύβευμα των επόμενων ετών αποτελεί η απορρόφηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων έχοντας – πέραν των ποσοτικού – και έναν τετραπλό παράλληλο ποιοτικό στόχο: την επίτευξη υψηλότερων και βιώσιμων ρυθμών μεγέθυνσης, την ενίσχυση της παραγωγικότητας, τον μετασχηματισμό του παραγωγικού προτύπου και τη συμπεριληπτικότητα της ανάπτυξης. Στην επίτευξη των παραπάνω σημαντικό ρόλο έχει η προώθηση των μεταρρυθμίσεων αποσκοπώντας στο κλείσιμο διαχρονικών «ιστορικών εκκρεμοτήτων» σε τομείς όπως η Δημόσια Διοίκηση, η Παιδεία, η Δικαιοσύνη. Χωρίς αμφιβολία το ιδεολογικό πρόσημο των προωθούμενων μεταρρυθμίσεων θα αποτελέσει βασικό πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης έως την τέλεση των εθνικών εκλογών, που ενδεχομένως να διεξαχθούν εντός του επόμενου έτους. Σε οικονομικό επίπεδο η προώθηση και η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων αποτελεί μια εκ των βασικών προϋποθέσεων για την προσέλκυση επενδύσεων και την περαιτέρω ενεργοποίηση του ελληνικού επιχειρείν.
Στον κατατεθειμένο προϋπολογισμό του 2022 εκφράζεται με καθαρό τρόπο η διαφορετική ιδεολογική θέση της σημερινής κυβέρνησης στη θεματολογία που έχει ανοίξει σε διεθνές επίπεδο για ζητήματα όπως η ενίσχυση του εθνικού συστήματος υγείας και η αντιμετώπιση των ανισοτήτων. Σύμφωνα λοιπόν με την εισηγητική έκθεση η κυβέρνηση δεν εντάσσει στις προτεραιοποιήσεις της τη βελτίωση του υγειονομικού συστήματος, παρά μόνο με μέτρα έκτακτου χαρακτήρα εφόσον επιδεινωθούν οι υγειονομικές συνθήκες λόγω της πανδημίας.
Οι συστάσεις του ΠΟΥ και άλλων ειδικών για τη βελτίωση του συστήματος υγείας λόγω του κινδύνου εμφάνισης νέων πανδημιών δεν φαίνεται να επηρεάζουν τις κυβερνητικές αποφάσεις. Αντίστοιχα στο ζήτημα των ανισοτήτων το έλλειμμα συνεκτικής πολιτικής αντιμετώπισής τους είναι εμφανές και ως εκ τούτου δεν πρέπει να θεωρείται τυχαία η έμφαση που δίνεται στις φοροελαφρύνσεις στα υψηλότερα εισοδήματα, δείχνοντας την «εμπιστοσύνη» των κυβερνώντων στα trickle down economics παρά την αποδεδειγμένη αποτυχία τους τις τελευταίες δεκαετίες.
Στις προκλήσεις της επόμενης χρονιάς, πέραν της επιτυχούς απορρόφησης των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ, ασφαλώς συμπεριλαμβάνονται οι εξελίξεις από το πανδημικό μέτωπο. Η εμφάνιση της μετάλλαξης Ομικρον και τα χαμηλά ποσοστά εμβολιασμού δημιουργούν ανησυχία, ενώ ήδη επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό τις συναλλακτικές συμπεριφορές των καταναλωτών. Το θέμα της υποχρεωτικότητας των εμβολιασμών σε ευρωπαϊκό επίπεδο έχει ήδη μπει στο «τραπέζι» ως η κατάλληλη «απάντηση» στο φαινόμενο άρνησης μεγάλης μερίδας ευρωπαίων πολιτών, που δυστυχώς ενστερνίζονται ακραίες θεωρίες. Ωστόσο θα πρέπει να σημειωθεί ότι κακώς έχει ατονήσει η επικοινωνία των υπόλοιπων μέτρων προστασίας της υγείας. Παράλληλα η εύρεση της κατάλληλης μεθοδολογίας για την παροχή της δυνατότητας πρόσβασης των πολιτών των χωρών του Τρίτου Κόσμου στα εμβόλια καθίσταται ιδιαίτερα κρίσιμη και προϋποθέτει πέραν της συνεργασίας των ισχυρών χωρών μέσω υπερεθνικών οργανισμών, όπως ο ΟΗΕ και ο ΠΟΥ, την επανεξέταση του καθεστώτος των πατεντών και τη δυνατότητα παραγωγής εμβολίων από άλλες χώρες.
Μια δεύτερη πρόκληση αποτελεί η επανεμφάνιση του φαινομένου του πληθωρισμού και η διαμόρφωση των τιμών σε υψηλότερα επίπεδα. Η πρώτη διαπίστωση αφορά το θέμα της παροδικότητας του φαινομένου, με τους αναλυτές να αναθεωρούν τις εκτιμήσεις τους για τον χρόνο διατήρησης των ανοδικών τάσεων τουλάχιστον για το α’ εξάμηνο του 2022. Οι πληθωριστικές πιέσεις αναμένεται να επηρεάσουν τις σημαντικότερες κεντρικές τράπεζες σχετικά με την ασκούμενη νομισματική πολιτική τους. Οι αποφάσεις τους θα επιδράσουν άμεσα στα επιτόκια δανεισμού κρατών, φυσικών προσώπων και επιχειρήσεων, καθιστώντας τη διαχείριση του χρέους πιο δύσκολη ειδικά στις περιπτώσεις με υψηλά συσσωρευμένα αποθέματα χρέους, μεταξύ των οποίων είναι και η Ελλάδα. Συνεπώς περιθώρια καθησυχασμού δεν υπάρχουν και ευλόγως προκαλεί προβληματισμό το κλίμα που καλλιεργείται σε εγχώριο επίπεδο. Ταυτόχρονα το υψηλότερο επίπεδο του κόστους διαβίωσης απειλεί τα νοικοκυριά και κατ’ επέκταση την κοινωνική συνοχή, απαιτώντας λύσεις από τις πολιτικές ηγεσίες. Ειδικά το σκέλος των ενεργειακών ανατιμήσεων που επηρεάζει και τις επιχειρήσεις, πέραν των φυσικών προσώπων, προκαλεί προβλήματα όπως η βιωσιμότητα και η ανταγωνιστικότητά τους.
Στα πολιτικά επίδικα του 2021 σημαντικό ρόλο αναμένεται να έχει η διαμόρφωση του νέου ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου, μέσω της αναθεώρησης του Συμφώνου Σταθερότητας. Η εύρεση και η επίτευξη της κατάλληλης ισορροπίας μεταξύ της διαχείρισης του δημόσιου χρέους, της επούλωσης των πληγών της πανδημίας και της χρηματοδότησης της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης κρίνεται ως η ιδεατή λύση. Η πρόταση για τη διεξαγωγή ενός εθνικού διαλόγου αποσκοπώντας στη χάραξη μιας κοινής γραμμής αξίζει να εξεταστεί προσεκτικά από τους σημερινούς κυβερνώντες.
Ο κ. Δημήτρης Λιάκος
είναι οικονομολόγος, πρώην υπουργός.