Το 2021 ήταν ένα πολύ κακό έτος για την τουρκική οικονομία και, κατά τα φαινόμενα, θα αποδειχθεί προοίμιο ενός ακόμα χειρότερου έτους ως προς τις οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις στη γείτονα χώρα.
Εντός του διαρρεύσαντος έτους η τουρκική λίρα απώλεσε το 40% περίπου της αξίας της, ο επίσημος πληθωρισμός αγγίζει το 21% (ο πραγματικός πληθωρισμός όμως υπολογίζεται περί το 50%), οι ξένοι επενδυτές κάθε άλλο παρά δελεαστικό θεωρούν το περιβάλλον της Τουρκίας, ενώ οι Τούρκοι πολίτες δυσκολεύονται πάρα πολύ να καλύψουν ακόμα και τις στοιχειώδεις βιοτικές και κοινωνικές τους ανάγκες.
Μέσα στη ζοφερή αυτήν πραγματικότητα ο Τ. Ερντογάν, τόσο αυτοπροσώπως όσο και διά των φερεφώνων του, επιχειρεί συστηματικά να πείσει τους πολίτες της χώρας του άλλοτε πως απολαμβάνουν υψηλότερο βιοτικό επίπεδο από αυτό που νομίζουν, άλλοτε ότι ζουν πολυτελέστερα από αυτό που πρέπει και άλλοτε ότι η εθνική οικονομία της Τουρκίας διέρχεται μία πρόσκαιρη και ασφαλώς διαχειρίσιμη περίοδο οικονομικής δυσπραγίας λόγω εξωτερικών οικονομικών επιθέσεων. Προς την κατεύθυνση αυτήν μάλιστα, και προκειμένου να αντιμετωπίσει (επικοινωνιακώς και όχι μόνον) την επικείμενη επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της Τουρκίας, στις 25 Νοεμβρίου 2021 ο Τ. Ερντογάν συνεκάλεσε το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας με θέμα «τις προκλήσεις και τις απειλές που αντιμετωπίζει και θα αντιμετωπίσει η τουρκική οικονομία». Κατά τον τρόπο αυτόν ανήγαγε για πρώτη φορά την κατάσταση της τουρκικής οικονομίας σε ζήτημα εθνικής ασφαλείας, επιχειρώντας αφενός να αποποιηθεί τις ευθύνες του για τις ατυχέστατες πολιτικο-οικονομικές επιλογές του και για ό,τι θα επακολουθήσει, και αφετέρου να συσπειρώσει τον τουρκικό λαό εναντίον ενός ανύπαρκτου εξωτερικού εχθρού.
Παράλληλα, διά του κραταιού κυβερνητικού (και παρα-κυβερνητικού) προπαγανδιστικού μηχανισμού που διαθέτει, ο Τ. Ερντογάν προέβαλε την πρόσφατη συμφωνία οικονομικού χαρακτήρα της χώρας του με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα ως το «όγδοο θαύμα του κόσμου», υπερβάλλοντας ως προς τα προσδοκώμενα οφέλη για την Τουρκία και αποσιωπώντας το βαρύ αντίτιμο της «εκποίησης ασημικών» της τουρκικής οικονομίας στα ΗΑΕ. Φυσικά, ο Τούρκος πρόεδρος δεν παρέλειψε για μία ακόμα φορά να εκλιπαρήσει γονυπετής για οικονομική στήριξη και το Κατάρ, το οποίο έχει παράδοση στην αγορά τουρκικών «φιλέτων» αντί ευτελούς τιμήματος…
Για τη δεινή κατάσταση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής την ευθύνη φέρει ασφαλώς ο ίδιος ο Τ. Ερντογάν. Η αναθεωρητική και εμπρηστική του πολιτική κατέστησε την Τουρκία τον μοναδικό και μεγάλο «ταραξία» της Μεσογείου, το μοναδικό και μεγάλο εσωτερικό πρόβλημα του ΝΑΤΟ και, γενικώς, τον παράγοντα αποσταθεροποίησης όπου «φτάνει το χέρι» της Τουρκίας.
Το ουτοπικό όραμα και η εμμονή του Τ. Ερντογάν να αναδείξει την Τουρκία σε περιφερειακή υπερδύναμη οδήγησε τις σχέσεις της χώρας του με τις ΗΠΑ στο χειρότερο σημείο τους, αφ’ ης στιγμής εξελέγη πρόεδρος των ΗΠΑ ο Τζ. Μπάιντεν, ο οποίος προωθεί αποκλειστικά και μόνον τα γεωπολιτικά συμφέροντα της χώρας του και όχι προσωπικά οικονομικά / επενδυτικά του συμφέροντα… Οι S-400 αποδείχθηκαν ολέθριο όπλο για την Τουρκία, αφού έπληξαν βαρύτατα τις αμερικανοτουρκικές σχέσεις με ό,τι σημαίνει αυτό (και) για την τουρκική οικονομία. Οσο για τους στενούς «εναγκαλισμούς» του Τούρκου προέδρου με τον Ρώσο ομόλογό του Βλ. Πούτιν, τα όποια οφέλη για τη (νατοϊκή) Τουρκία θυμίζουν την ευτελή απόλαυση μιας μοιχικής σχέσης, η οποία όμως εν συνεχεία «πληρώνεται» με ένα πολύ επώδυνο διαζύγιο…
Στον Τ. Ερντογάν ανήκει επίσης η αποκλειστική ευθύνη για την επιδείνωση των σχέσεων της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ενωση, αφού σε κάθε ευκαιρία αυτός απειλεί τα κυριαρχικά δικαιώματα δύο κρατών-μελών της ΕΕ (της Ελλάδος και της Κυπριακής Δημοκρατίας). Η εργαλειοποίηση του μεταναστευτικού προβλήματος και η πειρατική συμπεριφορά στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο (βλ. παράνομο τουρκολιβυκό σύμφωνο, σεισμικές έρευνες στις ΑΟΖ της Ελλάδος και της Κυπριακής Δημοκρατίας, άνοιγμα Βαρωσίων κ.ά.), ενώ δεν απέδωσαν κανέναν ουσιαστικό καρπό για την Τουρκία, εντούτοις απέδειξαν ότι η χώρα αυτή όχι απλώς δεν σέβεται το Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας, αλλά και συνιστά απειλή για την ειρήνη και για τα γεωπολιτικά συμφέροντα ολόκληρης της ΕΕ. Δεδομένου, μάλιστα, ότι πλέον η Ανγκελα Μέρκελ δεν «κηδεμονεύει» την ΕΕ και ότι εφεξής η παραδοσιακή σχέση Γερμανίας-Τουρκίας δεν μπορεί να αποτελεί προτεραιότητα για την ΕΕ, είναι εύλογο ότι οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να συνετίσουν την Τουρκία αξιοποιώντας όλα τα οικονομικά και πολιτικά «όπλα» που διαθέτουν στη φαρέτρα τους, με ό,τι σημαίνει αυτό για την τύχη της τουρκικής οικονομίας.
Ο Τ. Ερντογάν είναι επίσης ο μόνος υπεύθυνος για την απομόνωση της Τουρκίας από τους μεσογειακούς γείτονές της (και όχι μόνον από αυτούς). Και ενώ εκ πρώτης η απομόνωση αυτή και η κακή γειτονία της Τουρκίας με αρκετές ισχυρές χώρες (π.χ. Αίγυπτος, Ισραήλ, ΗΑΕ κ.ά.) δεν φαίνεται να έχει τόσο σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομία της, στην πραγματικότητα ισχύει ακριβώς το αντίθετο: η τουρκική προκλητικότητα λειτουργεί ως καταλύτης για τη δημιουργία ισχυρότατων πολιτικών, αμυντικών και οικονομικών συμμαχιών μεταξύ των αντιπάλων της.
Επιστρέφοντας στο πεδίο της οικονομίας, ο Τ. Ερντογάν ευθύνεται αποκλειστικά για τις αλλεπάλληλες υποτιμήσεις της τουρκικής λίρας και για την εκτίναξη του πληθωρισμού. Αντιθέτως προς την κοινώς αποδεκτή οικονομική θεωρία που υποστηρίζει ότι η αύξηση των επιτοκίων ανακόπτει την αύξηση του πληθωρισμού και ενισχύει την ισοτιμία του νομίσματος, ο Τ. Ερντογάν, εμμονικά προσκολλημένος σε ισλαμικές οικονομικές θεωρίες προηγούμενων αιώνων, επιβάλλει διαρκείς μειώσεις των επιτοκίων επιδιώκοντας την «κινεζοποίηση» της τουρκικής οικονομίας (νόμισμα με χαμηλή συναλλαγματική ισοτιμία, χαμηλό εργατικό κόστος, αύξηση εξαγωγών, αύξηση θέσεων εργασίας κ.λπ.). Βεβαίως, για να αποδώσει ένα τέτοιο εγχείρημα, χρειάζεται (πολιτικός) χρόνος, τον οποίο ο Τ. Ερντογάν δεν διαθέτει. Ετσι, οι αλλεπάλληλες αποπομπές οικονομικών υπουργών και υφυπουργών της κυβέρνησής του καθώς και διοικητών της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας είναι ενδεικτικές α) της εμμονής του Τ. Ερντογάν στην εσφαλμένη αντίληψή του περί των επιτοκίων, β) του (πολιτικού) πανικού του, και γ) της πάγιας τακτικής του να αποδίδει τις ευθύνες για τις αποτυχίες του σε διάφορους «αποδιοπομπαίους τράγους».
Εξαιτίας των προσωπικών πολιτικο-οικονομικών λανθασμένων επιλογών του Τ. Ερντογάν η Τουρκία βρίσκεται πολιτικά στιγματισμένη διεθνώς, διπλωματικά απομονωμένη από τον δυτικό κόσμο και πολύ κοντά στην επιβολή capital controls. Λαμβανομένης υπ’ όψιν της δημοτικότητας του Τούρκου προέδρου, εάν δεν συμβούν «θαύματα», στις εκλογές του 2023 αυτός αναμφίβολα θα υποστεί συντριβή. Ομως, η Ιστορία διδάσκει και ότι όταν οι ηγέτες χάνουν την αίσθηση του μέτρου, οι λαοί αναπόφευκτα βιώνουν τραγωδίες…
Ο κ. Κωνσταντίνος Παΐδας είναι αναπληρωτής καθηγητής του ΕΚΠΑ.