Το βασικό πρόβλημα της χώρας, που έγινε εμφανές κατά την οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, δεν ήταν πρώτα και κύρια δημοσιονομικό αλλά αναπτυξιακό. Επικράτησε επί δεκαετίες ένα παραγωγικό μοντέλο εσωστρεφές, στηριγμένο στην ανάπτυξη κάποιων τομέων που συνηθίζουμε να ονομάζουμε παραδοσιακούς (της ναυτιλίας, του τουρισμού και των κατασκευών), και στην αντίληψη ότι τα δημόσια έργα, η κατανάλωση και οι ιδιωτικοποιήσεις διασφαλίζουν μια συνεχή ροή πόρων στην οικονομία. Η αδυναμία αυτού του μοντέλου να συμβαδίσει με τις οικονομίες της Δύσης και της Ασίας, εξασφαλίζοντας ένα ικανό μερίδιο παραγωγής κυρίως στον δευτερογενή τομέα και στις νέες τεχνολογίες, εκτόξευε το εμπορικό έλλειμμα. Διαδοχικές κυβερνήσεις όχι μόνο δεν αναγνώρισαν και αντιμετώπισαν το πρόβλημα αλλά, έχοντας χάσει τη δυνατότητα χρήσης νομισματικών εργαλείων εξαιτίας της εισόδου της χώρας στη ζώνη του ευρώ, δανείζονταν για να διατηρήσουν προσωρινά ένα επίπλαστο επίπεδο ευμάρειας με επίκεντρο την κατανάλωση. Τα περίφημα δίδυμα ελλείμματα (εμπορικό και δημοσιονομικό), ως αποτέλεσμα ενός αποτυχημένου παραγωγικού μοντέλου, είχαν καταστήσει ευάλωτη τη χώρα. Δεν απέμενε παρά μια αιτία πυροδότησης, που ήταν τελικά το ξέσπασμα της διεθνούς οικονομικής κρίσης του 2007-2008.
Στο πρόβλημα αυτό συνέβαλαν τα μέγιστα το πρότυπο του πελατειακού κράτους και το έλλειμμα εμπιστοσύνης ευρύτατων στρωμάτων της κοινωνίας, και κυρίως της οικονομικής και πολιτικής ελίτ, στην ικανότητα των θεσμών να ρυθμίζουν τις κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις καλύτερα από ό,τι οι πελατειακές λογικές και πρακτικές. Το κράτος χρησιμοποιήθηκε ως λάφυρο και αποψιλώθηκε σταδιακά από την ικανότητα να σχεδιάζει και να υλοποιεί δημόσιες πολιτικές παρά τις φιλότιμες προσπάθειες μιας μερίδας στελεχών του Δημοσίου σε διάφορα επίπεδα ιεραρχίας που με προσωπικό κόπο και κόστος κρατούν ζωντανούς συγκεκριμένους κρίσιμους μηχανισμούς του δημοσίου τομέα.
Παράλληλα, σε παγκόσμιο επίπεδο, οι αλλεπάλληλες οικονομικές κρίσεις, η πανδημία αλλά και η κλιματική κρίση αναδεικνύουν τους περιορισμούς και τα προβλήματα του κυρίαρχου μέχρι και χθες οικονομικού και κοινωνικού συστήματος, κλονίζουν εγκατεστημένες αντιλήψεις και βεβαιότητες. Οι τελευταίες τέσσερις δεκαετίες χαρακτηρίστηκαν από διεύρυνση των κάθε είδους ανισοτήτων (εισοδηματικών – κοινωνικών – περιφερειακών – εθνικών). Χαρακτηρίστηκαν επίσης από τη συνέχιση πολιτικών που υπονομεύουν την ικανότητα για ένα περιβαλλοντικά βιώσιμο μέλλον. Η εμπιστοσύνη στο πολιτικό σύστημα και στις δημοκρατικές αξίες κλονίστηκε με αποτέλεσμα την άνοδο μισαλλόδοξων και ακροδεξιών πολιτικών δυνάμεων που εκμεταλλεύονται τις αλλεπάλληλες διαψεύσεις των προσδοκιών των χαμηλών και μεσαίων εισοδηματικά στρωμάτων.
«Τα trickle-down economics
δεν δούλεψαν»
Η ανάγκη αλλαγής πορείας είναι πλέον εμφανής σε όλο και περισσότερους. Τον Απρίλιο του 2021 ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν δήλωσε ότι «τα trickle-down economics δεν δούλεψαν», αποκηρύσσοντας μια βασική αρχή του νεοφιλελευθερισμού. (Το ίδιο έπραξε στη συνέχεια και ο πρωθυπουργός της Ιαπωνίας.) Παράλληλα προχώρησε σε ένα κολοσσιαίο πρόγραμμα δημοσίων δαπανών στήριξης χαμηλών και μεσαίων στρωμάτων και δημοσίων επενδύσεων, το οποίο θα χρηματοδοτηθεί μέσω της αύξησης της φορολόγησης των πλουσιότερων Αμερικανών. Επιπλέον, στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ, αποφασίστηκε από τη συντριπτική πλειοψηφία των κρατών η φορολόγηση των πολυεθνικών εταιρειών με ελάχιστο φορολογικό συντελεστή 15% προκειμένου να αυξηθούν τα δημόσια έσοδα. Οι περισσότερες χώρες ενισχύουν κατώτατο και μέσο μισθό με διάφορους τρόπους για να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις του πληθωρισμού.
Την ίδια στιγμή, η ελληνική κυβέρνηση κάνει τα ακριβώς αντίθετα. Μείωσε τον φορολογικό συντελεστή για τις επιχειρήσεις και τον φόρο στα μερίσματα. Απορρύθμισε την αγορά εργασίας με προφανείς δυσμενείς επιπτώσεις στους μισθούς και επιλέγει να μην προστατεύσει τα εισοδήματα των εργαζομένων από την αύξηση του πληθωρισμού. Ο σχεδιασμός του Ταμείου Ανάκαμψης δεν έχει στόχο την αύξηση της εγχώριας παραγόμενης αξίας. Το συντριπτικό ποσοστό των πόρων θα καταλήξει για άλλη μια φορά σε εισαγωγές. Οι ΜμΕ αποκλείονται από τα δάνεια του Ταμείου Ανάκαμψης, αφού έχουν αποκλειστεί προηγουμένως από τις τράπεζες. Η επένδυση στο κοινωνικό κράτος θεωρείται πολυτέλεια, ενώ οι επιλογές στον ενεργειακό τομέα υπονομεύουν την πράσινη μετάβαση. Η προστασία του περιβάλλοντος θεωρείται εμπόδιο στην ανάπτυξη. Δασικοί χάρτες και χωρικός σχεδιασμός παγώνουν ή εγκαταλείπονται. Οι πελατειακές λογικές αναβιώνουν. Νόμοι αλλάζουν τα απαιτούμενα προσόντα για να προσαρμοστούν σε συγκεκριμένα βιογραφικά, υπηρεσίες αλλάζουν όνομα προκειμένου να μπορεί να αλλάξει ο διευθυντής. Ολα τα «κόλπα» έχουν επιστρατευθεί για να ελεγχθεί κομματικά ο δημόσιος τομέας, ενώ οι απευθείας αναθέσεις και η αδιαφάνεια έχουν κάνει ήδη ποσοτικό και ποιοτικό άλμα.
Αλλά όλα αυτά έχουν ξαναδοκιμαστεί. Και ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο, επειδή δηλαδή αναπαράγουν το «παλιό», αποτελούν καθαρά συντηρητικές επιλογές παρά την περί του αντιθέτου ρητορική και το επιμελές επικοινωνιακό καμουφλάζ.
Στον αντίποδα, οι προοδευτικές πολιτικές, εξ ορισμού, καλούνται να αλλάξουν την υπάρχουσα κατάσταση. Επομένως πρέπει να απαντήσουν με ουσιαστικό τρόπο στα κυρίαρχα ζητούμενα. Στη μείωση των ανισοτήτων και της ανασφάλειας. Στην αντιμετώπιση των συνεπειών της κλιματικής κρίσης αλλά και στην αντιμετώπιση των προκλήσεων της ενεργειακής μετάβασης με όρους ενεργειακής δημοκρατίας. Στην αντιμετώπιση των νέων υγειονομικών ή άλλων κρίσεων που έχουν κοινές αφετηρίες με την κλιματική κρίση. Στην ανάγκη αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου με αύξηση της εγχώριας παραγόμενης αξίας και της ποιότητας παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών. Στην αντιμετώπιση επιτέλους των αναχρονισμών στο κράτος και τους θεσμούς. Οι πολιτικές δυνάμεις που θέλουν να αποκαλούνται προοδευτικές πρέπει να δώσουν πειστικές απαντήσεις σε αυτά τα ζητήματα.
Ο κ. Παναγιώτης Κορκολής είναι υπεύθυνος Ανάπτυξης στο Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών «ΕΝΑ», πρώην γενικός γραμματέας Δημοσίων Επενδύσεων
και ΕΣΠΑ, σύμβουλος του προέδρου
του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ Αλ. Τσίπρα.