Κάθε μεταβατική περίοδος χαρακτηρίζεται από αβεβαιότητα αλλά και ελπίδα. Η παλιά κατάσταση είναι γνωστή, αλλά η καινούργια προς την οποία μεταβαίνουμε είναι πάντοτε άγνωστη. Ειδικότερα όσον αφορά την οικονομία, η μετάβαση από την πανδημία στην ανάπτυξη στη διάρκεια του 2022 χαρακτηρίζεται από νέα δεδομένα, απροσδιόριστα ακόμη, καθώς οι οικονομικές συνέπειες της πανδημίας, αρνητικές αλλά και θετικές, δεν έχουν ακόμη πλήρως εκτιμηθεί.

Η τρέχουσα χρονιά χαρακτηρίζεται παγκοσμίως από την επιστροφή της οικονομίας στα προ πανδημίας επίπεδα. Τόσο στη χώρα μας όσο και στην ευρωζώνη η ανάκαμψη του 2021 καλύπτει σχεδόν την ύφεση του 2020. Το ερώτημα είναι τι αναμένεται να συμβεί το 2022, αν βεβαίως οι νέες μεταλλάξεις του κορωνοϊού δεν μας επιφυλάσσουν εκπλήξεις που, παρά τις ιατρικές επιτυχίες του εμβολίου και της θεραπείας, μπορεί να συνεχίσουν να απειλούν την πλήρη επανεκκίνηση της οικονομίας, πράγμα που αποτελεί τη σημαντικότερη πηγή αβεβαιότητας.

Μια άλλη πηγή αβεβαιότητας αποτελεί η άνοδος των τιμών. Η άνοδος των τιμών των προϊόντων και των υπηρεσιών, δηλαδή ο πληθωρισμός, αποκτά ιδιαίτερη σημασία γιατί επηρεάζει το επίπεδο διαβίωσης ολόκληρου του πληθυσμού σε κάθε χώρα. Οι νεότερες γενιές δεν είχαν ζήσει το φαινόμενο αυτό, καθώς δεν είχε εμφανιστεί από τη δεκαετία του ’70. Οι εκτιμήσεις για το 2021 στις ΗΠΑ υπολογίζουν τον πληθωρισμό στο 7%, στην ευρωζώνη στο 6% και στη χώρα μας στο 5% περίπου, ενώ τα τελευταία χρόνια σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες βρισκόταν κάτω από 2%.

Προφανώς το κρίσιμο ερώτημα είναι αν το φαινόμενο αυτό θα συνεχισθεί εντεινόμενο μέσα στο 2022 ή αντίθετα θα αποδυναμωθεί, καθώς θα αποκαθίσταται η ισορροπία μεταξύ της προσφοράς και της ζήτησης σε παγκόσμιο επίπεδο, που έχει διαταραχθεί λόγω της πανδημίας, όπως υποστηρίζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αυτό είναι πιθανό, καθώς οι εργατικές διεκδικήσεις για αύξηση των μισθών στο ύψος του πληθωρισμού, οι οποίες θα τον συντηρούσαν, φαίνονται μάλλον υποτονικές σε σύγκριση με τη δεκαετία του ’70. Αντίθετα, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ θεωρεί ότι ο πληθωρισμός μπορεί να διαρκέσει περισσότερο και συνεπώς χρειάζονται άμεσα οικονομικά μέτρα για τη συγκράτησή του.

Οπως είναι γνωστό, πριν από αρκετά χρόνια, τόσο η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ όσο και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έχουν ακολουθήσει χαλαρή νομισματική πολιτική με άφθονη νομισματική κυκλοφορία, μέσω της αγοράς κρατικών τίτλων, άμεσα ή έμμεσα, με μηδενικά σχεδόν επιτόκια και με στόχο την υποστήριξη της αναιμικής ανάπτυξης μετά την οικονομική κρίση. Ιδιαίτερα στην περίοδο της πανδημίας τα προγράμματα αυτά εντάθηκαν για να αντιμετωπίσουν τη μεγάλη ύφεση, ενώ η ΕΚΤ αποφάσισε ένα έκτακτο πρόγραμμα αγοράς κρατικών τίτλων (PEPP) ακόμη και χωρίς επενδυτική βαθμίδα, όπως είναι τα ελληνικά ομόλογα.

Σύμφωνα με τη θεωρία και την εμπειρία, η συγκράτηση του πληθωρισμού μπορεί να γίνει με τον περιορισμό της νομισματικής χαλάρωσης και την αύξηση των επιτοκίων, πράγμα όμως που δυσχεραίνει την αναπτυξιακή διαδικασία. Ετσι, ήδη η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ προκειμένου να αντιμετωπισθεί ο πληθωρισμός περιόρισε δραστικά τα προγράμματα αγοράς κρατικών τίτλων και ανακοίνωσε αύξηση των επιτοκίων το 2022, καθώς θεωρεί ότι ο αναπτυξιακός ρυθμός της αμερικανικής οικονομίας έχει παγιωθεί και δεν θα υποστεί πλήγμα.

Αντίθετα στην Ευρώπη η ΕΚΤ είναι περισσότερο διστακτική να προχωρήσει σε μια παρόμοια με τις ΗΠΑ νομισματική πολιτική, καθώς θεωρεί ότι η ανάπτυξη στην ευρωζώνη είναι εύθραυστη. Ωστόσο σύντομα (Μάρτιο 22) θα τερματίσει το έκτακτο πρόγραμμα αγορών τίτλων, λόγω της πανδημίας (PEPP), και έτσι δεν θα αγοράζει πλέον αδιαβάθμητους κρατικούς τίτλους, όπως είναι οι ελληνικοί, ενώ ταυτόχρονα θα αυξήσει τις αγορές της στο κανονικό της πρόγραμμα (APP).

Παρά τις πολύ καλές επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας, καθώς το 2022 εκτιμάται από πολλές πλευρές (ΟΟΣΑ, ΕΕ, διεθνείς οίκους) ότι η ανάπτυξη θα πλησιάσει το 5%, ότι θα περιορισθούν δραστικά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και ότι θα μειωθεί το σημερινό πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα από 7% στο 2,5% ΑΕΠ, δεν φαίνεται ότι τα ελληνικά ομόλογα θα αναβαθμισθούν από τους διεθνείς οίκους μέσα στο επόμενο έτος. Αν η ΕΚΤ σταματήσει να αγοράζει ελληνικά ομόλογα, αυτό θα σημάνει και την άμεση άνοδο των επιτοκίων τους, με σοβαρές συνέπειες για την ελληνική οικονομία. Ομως η ΕΚΤ πρόσφατα δεσμεύτηκε, εκτιμώντας την πρόοδο της ελληνικής οικονομίας, να επανεπενδύει, ακόμη και να αγοράζει κατ’ εξαίρεση ελληνικά ομόλογα ώστε να μην αυξηθούν τα επιτόκιά τους μέχρι το 2023, που, όπως αναμένεται, θα αποκτήσουν επενδυτική βαθμίδα.

Ωστόσο, πέρα από τα κρατικά ομόλογα, ο αναπόφευκτος περιορισμός της νομισματικής χαλάρωσης από την ΕΚΤ θα οδηγήσει όλα τα επιτόκια δανεισμού στην ευρωζώνη και στην Ελλάδα σε υψηλότερα επίπεδα, πράγμα που θα επηρεάσει αρνητικά την αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας μας τα επόμενα χρόνια. Επιπλέον αναμένεται μέχρι το 2023 επιστροφή στους κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας (που λόγω πανδημίας δεν ισχύουν), πιθανότατα με λιγότερο περιοριστικούς όρους, πράγμα που θα «στενέψει» σε κάθε περίπτωση τα περιθώρια δημοσιονομικής διαχείρισης στην ευρωζώνη και στην Ελλάδα. Συνεπώς, η ταχύτητα απορρόφησης των άφθονων πόρων των Ευρωπαϊκών Ταμείων (70 δισ.) και ιδίως του Ταμείου Ανάκαμψης (30 δισ.), προκειμένου να κινητοποιήσουν και ιδιωτικές επενδύσεις, γίνεται πλέον απόλυτη προτεραιότητα της οικονομικής πολιτικής της χώρας.

Βεβαίως, όλα τα παραπάνω μπορεί να ανατραπούν αν, όπως αναφέρθηκε, υπάρξει μια νέα έξαρση της πανδημίας, πράγμα που μπορεί να έχει απροσδιόριστες συνέπειες για την παγκόσμια, την ευρωπαϊκή και βέβαια για την ελληνική οικονομία.

Ο κ. Ναπολέων Μαραβέγιας είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, πρώην υπουργός.