Η ελληνική οικονομία ανέκαμψε με ρυθμό που υπερέβη και το πιο αισιόδοξο αρχικό σενάριο για το 2021, καλύπτοντας το μεγαλύτερο τμήμα από τις απώλειες λόγω πανδημίας κατά το 2020, σε όρους οικονομικής δραστηριότητας, κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων και απασχόλησης. Επιπροσθέτως, μεταβλητές που σχετίζονται με τις επιδόσεις του πλέον ανταγωνιστικού τμήματος της οικονομίας, όπως η επιχειρηματική κερδοφορία, οι εμπορευματικές εξαγωγές και οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου υπερέβησαν το προ πανδημίας επίπεδό τους.
Δεδομένων των ανωτέρω εξελίξεων, η ελληνική οικονομία μετά από ένα εξαιρετικά δύσκολο 2020, θα καταγράψει το 2021 έναν από τους κορυφαίους ρυθμούς ανάπτυξης στην ευρωζώνη το 2021, με τις προοπτικές να διαφαίνονται ισχυρές και για τα επόμενα χρόνια. Για την επίτευξη των προαναφερόμενων επιδόσεων το 2021, πέρα από την κομβική συνεισφορά της επιστήμης και την επιτυχία της στρατηγικής των εμβολιασμών διεθνώς που συνέτειναν στην άρση της αβεβαιότητας και την επάνοδο στην οικονομική ομαλότητα, σημαντικό ρόλο διαδραμάτισαν η δημοσιονομική πολιτική και το ευνοϊκό περιβάλλον ρευστότητας με βασικό πυλώνα τις τράπεζες. Πράγματι, μια πρωτοφανής δέσμη δημοσιονομικών μέτρων που υπερέβη των €35 δισ. σωρευτικά το 2020-21 άμβλυνε τις επιπτώσεις της πανδημίας, ενώ και με τη συνεισφορά των κρατικών εγγυήσεων που διατέθηκαν το 2020, η χορήγηση νέων τραπεζικών πιστώσεων προς τον επιχειρηματικό τομέα μεταξύ Ιανουαρίου 2020 και Οκτωβρίου 2021 υπερέβη τα €23 δισ. σε ακαθάριστους όρους ή τα €7,7 δισ. εξαιρώντας τις αποπληρωμές – η ισχυρότερη από το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης. Ως εκ τούτου ο τραπεζικός τομέας διαδραμάτισε ήδη ενεργό ρόλο στην απορρόφηση του αρχικού πλήγματος της πανδημίας εξασφαλίζοντας επαρκή ρευστότητα μέχρι και την επανεκκίνηση του 2021, όταν η ανάκαμψη του κύκλου εργασιών του επιχειρηματικού τομέα κατά €33 δισ. σε ετήσια βάση στο 9μηνο αλλά και οι ευνοϊκές συνθήκες στις αγορές (καθαρές εκδόσεις εταιρικών ομολόγων από ελληνικές επιχειρήσεις €3,5 δισ. το 2021) οδήγησαν σε περαιτέρω βελτίωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών. Σύμφωνα με την έρευνα για την πρόσβαση των επιχειρήσεων στη χρηματοδότηση (SAFE) της ΕΚΤ που δημοσιεύθηκε τον Νοέμβριο, η απόκλιση μεταξύ ζήτησης και προσφοράς δανειακών κεφαλαίων στην Ελλάδα κυμάνθηκε το 1ο εξάμηνο του 2021 στο χαμηλότερο επίπεδο από τότε που ξεκίνησε η διεξαγωγή της έρευνας το 2009.
Οι ανωτέρω διαπιστώσεις δεν πρέπει να εκληφθούν προφανώς ως παράγοντες εφησυχασμού. Νέες προκλήσεις από την πανδημία αναδύονται ενώ κλιμακώνεται και η ενεργειακή-πληθωριστική κρίση, επηρεάζοντας πλέον και την ελληνική οικονομία με σφοδρότητα. Η οδυνηρή εμπειρία αλλά και οι απαιτήσεις και προσαρμογές που αναδείχθηκαν τη διετία 2020-21 λειτούργησαν ως επιταχυντές εξελίξεων, τόσο για την οικονομία όσο και για τις τράπεζες, αλλά και ως τεστ αντοχής. Αυτό το τεστ φαίνεται να το πέρασε ήδη με επιτυχία το ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Το τέλος του 2021 βρίσκει τις ελληνικές τράπεζες στην ισχυρότερη θέση από το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης σε όρους κεφαλαιακής επάρκειας και ρευστότητας, ενώ παράλληλα διανύουν την τελική ευθεία προς το να μειώσουν το ποσοστό κόκκινων δανείων σε συγκρίσιμο επίπεδο με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Προφανώς και σε επίπεδο οικονομίας τα δάνεια αυτά δεν εξαφανίζονται, ωστόσο παύουν να δημιουργούν στρεβλώσεις στη χρηματοπιστωτική λειτουργία και περιορίζουν τους δημοσιονομικούς κινδύνους. Με την εξυγίανση των χαρτοφυλακίων, την επάνοδο των τραπεζών σε οργανική κερδοφορία και τις θετικές διαπιστώσεις για τη μελλοντική πορεία της πιστοληπτικής αξιολόγησης της χώρας τίθενται οι βάσεις για υποχώρηση των συντελεστών στάθμισης του κινδύνου που περιβάλλουν τα ελληνικά χρεόγραφα και τους υγιείς δανειζόμενους, γεγονός που θα δώσει περαιτέρω ώθηση στον δανεισμό.
Οι ελληνικές τράπεζες κινήθηκαν με πρωτοφανή ταχύτητα στην υλοποίηση φιλόδοξων προγραμμάτων μετασχηματισμού, ενστερνιζόμενες τις πλέον πρόσφατες τάσεις αναφορικά με την ψηφιοποίηση, την προσέγγιση του πελάτη και την παρεχόμενη εμπειρία και γνώση/εξοικείωση που του παρέχουν, τη στελέχωση και κατάρτιση του ανθρώπινου δυναμικού τους και την παροχή ολοκληρωμένων λύσεων σε επιχειρήσεις και φυσικά πρόσωπα. Παράλληλα, έχουν επιτύχει ήδη υψηλό βαθμό ωριμότητας και διεθνούς ανταγωνιστικότητας σε θέματα αιχμής που περικλείονται στο τρίπτυχο Εταιρική Διακυβέρνηση, Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη και Περιβαλλοντική Υπευθυνότητα.
Τα ανωτέρω επιτεύγματα είναι κάτι πολύ περισσότερο από εύηχα μηνύματα σε εταιρικές παρουσιάσεις. Αντανακλούν πρωτίστως τη βούληση των τραπεζών να αποτινάξουν τις παθογένειες λόγω της πολυετούς κρίσης και να αναλάβουν προκλήσεις, ωριμάζοντας οι ίδιες, με βάση τα βέλτιστα διεθνή πρότυπα, και συμβάλλοντας ταυτόχρονα και στην ωρίμανση των πελατών τους. Ο κομβικός ρόλος τους στην αξιολόγηση των επενδύσεων που εντάσσονται στη χρηματοδότηση μέσω των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης αποτελεί μια πρόγευση των τολμηρών κινήσεων που αποσκοπούν στο να μεγεθύνουν τον αντίκτυπο του τραπεζικού συστήματος στις οικονομικές εξελίξεις και ειδικά στην κινητοποίηση επενδύσεων.
Η επιτυχία του ανωτέρου εγχειρήματος είναι κομβική για την παγίωση της οικονομικής ανάκαμψης αλλά και τη βιωσιμότητα των στρατηγικών σχεδίων των τραπεζών. Η σύγκλιση οράματος, συμφερόντων και αναγκών μεταξύ τραπεζών και πραγματικής οικονομίας είναι προφανής: Ενδυνάμωση της ανάκαμψης, επιτάχυνση της κυκλοφορίας της ρευστότητας, προσέλκυση και αξιοποίηση κεφαλαίων και παροχή χρηματοοικονομικής και συμβουλευτικής βοήθειας, προκειμένου να διευρυνθεί η περίμετρος των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών που θέλουν και μπορούν να προσφύγουν στο τραπεζικό σύστημα για να χρηματοδοτήσουν τα σχέδιά τους.
Ο κ. Νίκος Σ. Μαγγίνας είναι επικεφαλής οικονομολόγος της Εθνικής Τράπεζας.