Τα » θραύσματα» που μετά από 40 χρόνια πέρασαν στο Μουσείο της Ακρόπολης μετά από «αίτημα παραχώρησης» του Νίκου Σταμπολίδη προς το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, είναι για μένα τα «σπασμένα» που θέλει να ενώσει ο Άγγελος της Ιστορίας, παρ’ ότι η θύελλα – που «εμείς αποκαλούμε πρόοδο»- δεν τον αφήνει να κλείσει τα φτερά του.
Το χέρι του Ποσειδώνα στο Μουσείο πλέον της Ακρόπολης, σαν τα φτερά του Αγγέλου του Πάουλ Κλε, είναι το σημείον μιας αδύνατης και ίσως περιττής ολοκλήρωσης αυτού που έχει για πάντα χαθεί: του Παρθενώνα.
Για τούτο και η επανένωση των παρθενώνειων τμημάτων που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο με το «σώμα του μνημείου», εμένα δεν με συγκινεί όσο το «θραύσμα», ίδιο κι όμοιο με την σπασμένη οντότητα του ανθρώπου που είμαι.
Τις » πέτρες » για τις οποίες πολέμησε ο Μακρυγιάννης, τις βλέπω να λάμπουν, με την αξία λίθου και όχι, σώνει και καλά, έργου. Και αυτό μου αρκεί. (Λίθος- λήθη- αλήθεια, δηλαδή η προαγωγή του «ι» στο προβληματικό για την αλφάβητό μας , «η.»)
Έχουμε άραγε «γούστο» για τίποτα άλλο πια, εκτός από τις πέτρες και το χώμα;
Οι πέτρες, όπως οι λέξεις και τα τσιτάτα, στον «Μονόδρομο» του Μπένγιαμιν, είναι θραύσματα βίαια αποσπασμένα από την πραγματικότητα που μόνον αυτές διατηρούν την άληστο μνήμη της.
Και όταν το «όλον» έχει για πάντα χαθεί , οι λέξεις, τα τσιτάτα , τα θραύσματα και οι πέτρες( τούτα ‘δω τα «μάρμαρα ,» με δύο λόγια) ξαναφτιάχνουν χωρίς την παρεπόμενη «κακία σκουριά» του εμπορευματοποιημένου μας πολιτισμού εξ αρχής το έργο χωρίς τουριστικές ατραξιόν, φιέστες, εισιτήρια, επεξηγήσεις και διπλωματικούς κομπασμούς προς τον εκάστοτε Μπορίς Τζόνσον .
Κάτι ήξερε ο Ρεμπώ.
Και φαίνεται πως του ιδίου γούστο ήταν και ο Σεφέρης .