Με την Ιταλία να έχει διεκδικήσεις επί της Σμύρνης μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Λόιντ Τζορτζ, Ζορζ Κλεμανσό και Γούντροου Ουίλσον, ο βρετανός, ο γάλλος και ο αμερικανός ηγέτης, με την ενθάρρυνση του Ελευθέριου Βενιζέλου, αποφασίζουν την αποστολή ελληνικών στρατευμάτων στη Μικρά Ασία. «Απεφασίσθη υπό των μεγάλων Δυνάμεων η διά του ελληνικού στρατού κατάληψις της Σμύρνης και η εξασφάλισις της τάξεως εκεί. Αποστολή, τιμητικωτέρα της οποίας σπανίως ανετέθη εις τμήμα του εθνικού στρατού, καθ όλην τη μακράν του ιστορία» θα ανακοινώσει σε σχετικό του τηλεγράφημα ο πρωθυπουργός Βενιζέλος.
Στο ημερολόγιο του Χαράλαμπου Πληζιώτη αποτυπώνονται η καθημερινότητα και οι σκέψεις των στρατιωτών της Μικρασιατικής Εκστρατείας
Μακριά από τις συνόδους κορυφής, τα διπλωματικά συμβούλια και τα στρατιωτικά επιτελεία, ο Χαράλαμπος Πληζιώτης, γιος πολυμελούς οικογένειας ναυτικών από τη Σμύρνη, θα καταταχθεί στον ελληνικό στρατό με τους άλλους τρεις αδελφούς του. Στο ημερολόγιο που κρατά, με τον τίτλο «Αναμνήσεις του μετώπου, 1920-1921. Μικρά Ασία – Θράκη» (το οποίο είχαν προσφέρει στους αναγνώστες τους «Τα Νέα» το 2019) αποτυπώνονται η καθημερινότητα και οι σκέψεις του μέσου στρατιώτη της Μικρασιατικής Εκστρατείας.
Γράφει την Πρωτοχρονιά, Παρασκευή 1-1-1921: «Ολην την νύκτα δεν έκλεισα μάτι, πάγωσα ολόκληρος! Στας 6 πήραμε συσσίτιον, μακαρόνια, και τυρί για το βράδυ, έφαγα με πολλήν όρεξιν. Στας 7 φεύγομε, και τα πόδια μου μόλις τα σέρνω, έχουν χάλια! Είμεθα πάλι οπισθοφυλακή, βραδυπορούντες είναι οι περισσότεροι εκ του συντάγματος και όλοι βαδίζουν ξυπόλυτοι. Είχαμε φθάσει κοντά στα φυλάκιά μας πλέον, οπόταν από ένα χωριό έπιασαν κάποιον φαντάρο από τους βραδυπορούντας και κόντεψαν να τον σκοτώσουν από το ξύλο, ευτυχώς τον αντελήφθησαν οι δικοί μας και τους έπιασαν αυτούς, 3 τον αριθμόν, και τους έφερον στο σύνταγμα. Στας 5 το απόγευμα είμεθα στας προφυλακάς τας οποίας παρέλαβεν το 1ον τάγμα. Μια διμοιρία του λόχου μας ανέλαβε τα φυλάκιά μας. Δεξιά ανέλαβεν ο 1ος λόχος και αριστερά ο 3ος. Εμείς είμεθα κάτω από ένα βραχώδη λόφο, επάνω εις τον οποίον μένει μια ορεινή πυροβολαρχία. Μόλις πήραμε το τσάι, πέσαμε στον ύπνο. «Σήμερον είχαμε Πρωτοχρονιά!»».
«Είπα: και του χρόνου!»
«Τετάρτη 6-1-1921: Φώτα! Τη νύχτα έβρεξε λίγο, αλλά πάλι καθάρισε ο καιρός και ο ήλιος καίει περισσότερον από χθες. Το μεσημέρι συσσίτιον σπανάκι με ρύζι. Ηλθε πάλιν ταχυδρομείον, άμμος… γράμματα και δέματα, εγώ τίποτε. Μου έδωσε ο Δαλλαμβέλας λίγη βασιλόπιτα που του έστειλαν από τη Σμύρνη και είπα: και του χρόνου! Το απόγευμα έγραψα επιστολήν στο σπίτι και στον Πεζάρον! Βραδινό συσσίτιον μακαρόνια, μετά το τσάι καθίσαμε στη φωτιά και μας είπε ο Τριγώνης ένα παραμύθι που είχε μέσα και δράκους!! Και πέρασε η ώρα».
Οι πορείες, η διατροφή, ο καιρός είναι θέματα που απασχολούν διαρκώς τις εγγραφές του. Κάπου κάπου εισβάλλει κάποιο σχόλιο για το νόημα της όλης επιχείρησης: «… ζούσαν, όπως κι αν έχει κάπως καλά, ήσυχα, όταν μίαν ωραίαν πρωίαν βλέπουν τους αδελφούς των Ελληνας να έρχονται ως άγγελοι παρηγοριάς και Ελευθερωταί!!! Τώρα, τι έχει να γίνει μετά 2-3 ημέρες σ’ αυτά όλα τα χωριά της Απελευθερωμένης αυτής περιφερείας ο θεός γνωρίζει!!!».
«Ο καθένας τα μάζεψε κι έφυγε…»
Το τι γίνεται στα χωριά αυτά μαθαίνουμε από τις μαρτυρίες των κατοίκων. Η Μαρία Μπιρμπίλη από το χωριό Γιατζηλάρι, στη χερσόνησο της Ερυθραίας κοντά στα Βουρλά, θυμάται: «Από τον Ιούνιο – Ιούλιο άρχισαν τα στρατεύματα κι υποχωρούσαν· αυτά τ’ ακούαμε, δε διαβάζαμε εφημερίδα. Τον Αύγουστο που απλώναμε τη σταφίδα, μας λέγανε πως θα φύγουν οι Ελληνες· φέρνανε τα νέα από τα Βουρλά, δε βλέπαμε, όμως, τίποτα και δεν πιστεύαμε. […] Στις 25 Αυγούστου ακούαμε το κανόνι που έριχνε συνέχεια…». Λίγες μέρες μετά, ο παπάς και ο μουχτάρης επιστρέφοντας από το Βουρλά, που γίνεται σφαγή, τους προτρέπουν να φύγουν. «Οπως ήτανε ο καθένας τα μάζεψε κι έφυγε· μερικοί δεν προλάβανε. Πλακώσανε οι Τούρκοι από τα γύρω τουρκοχώρια, το Κουσουλάρ και το Σαλάπταλαρ κι έγινε μεγάλο κακό. Σφάξανε τη γυναίκα του μουχτάρη και τα πέντε της παιδιά· ο μουχτάρης γλίτωσε. Την κόρη του παπά την ατιμάσανε μπροστά στα μάτια του και μετά την πήρανε, δε μάθαμε τι έγινε. Την παπαδιά με τ’ άλλα της παιδιά τους σκοτώσανε· ο παπάς γλίτωσε με δεκατέσσερις μαχαιριές».
Η ίδια με την οικογένειά της κι ένα μωρό στην πλάτη θα καταφέρουν να περάσουν με ένα καΐκι στη Χίο. «Στην αρχή μείναμε στο λιμάνι. Χάμω στα χώματα κοιμόμαστε». Προχωρούν νότια, πάνε σε ένα περιβόλι. «Ο νοικοκύρης μάς διώχνει, φοβήθηκε μη φάμε τα μανταρίνια. Πάμε σ’ έναν ελιώνα. Μας διώχνουν κι από κει». Εναν μήνα μετά θα φύγουν για την Κρήτη. Θα καταλήξουν ύστερα από περιπλανήσεις στα Χανιά κι όταν τη δεκαετία του 1950 τα παιδιά της φεύγουν για την Αθήνα θα μαζευτεί εκεί όλη η οικογένεια.
Η Βασιλεία Λαμπρούκου από την περιφέρεια των Σωκίων ανακαλεί: «Εμείς στα Σώκια δεν είχαμε ιδέα για την οπισθοχώρηση του ελληνικού στρατού. Οπως κάθε πρωί, βγήκα από το σπίτι μου και πήγαινα σε μια ράφτρα που μάθαινα ράψιμο». Κάποιος της φωνάζει ότι έρχονται οι Τούρκοι. «Σε λίγα λεπτά άκουες μέσα στα Σώκια: «Eρχονται οι Τούρκοι, φτάξαν, φτάξαν οι Τούρκοι!». Ο πατέρας μου έλειπε στο Παλατζίκ, έβαζε χωράφι και νοίκιαζε συκοπερίβολα. Εκείνη την εποχή είχε εργάτες και μάζευε σύκα».
Η αναφορά στα περίφημα σύκα της εύφορης κοιλάδας του Μαιάνδρου, που αποξηραμένα, τυλιγμένα σε ρολάκια και συσκευασμένα πολυτελώς σε σελοφάν και χρυσόχαρτο, πωλούνταν στα εδωδιμοπωλεία της Σμύρνης μέσα σε μεταλλικά κουτιά όπως τα ακριβά σοκολατάκια στην Εσπερία, ακούγεται στη μεταγενέστερη αφήγησή της ως υπόμνηση της αλλοτινής ειρήνης και ευημερίας. Οταν τον Οκτώβριο του 1950 ο Σμυρνιός Γιώργος Σεφέρης ξαναβρίσκεται στα πατρογονικά μέρη, ένας μεγαλέμπορος σύκων θα τον φιλέψει σύκα σε «ένα σακουλάκι από κελοφάνι τυλιγμένα σε φιορόχαρτα» και ο ποιητής θα βρει στα πολύχρωμα χρυσόχαρτα «ένα πρωτοχρονιάτικο ύφος». Από τον ελληνικό πληθυσμό των Σωκίων, περίπου 7.000 άτομα ανάμεσα στους οποίους και πρόσκοποι, λέγεται πως επέζησαν μονάχα 2.000. Οσοι μπόρεσαν να φύγουν μπάρκαραν απ’ το Κουσάντασι «σε καράβια αμερικάνικα και φτάξαν άλλοι στη Σάμο κι άλλοι στη Θεσσαλονίκη».
Διασώζοντας τις μνήμες
Στην περιοχή της Θεσσαλονίκης, στη Στερεά Ελλάδα και στην Εύβοια καταγράφηκαν οι περισσότεροι από τους 786.431 πρόσφυγες που απογράφηκαν (προαιρετικά) τον Απρίλιο του 1923, μετά την ανταλλαγή πληθυσμών. Στην Ελλάδα περνά μετά την κατάρρευση του μετώπου και ο Χαράλαμπος Πληζιώτης, που θα μεταναστεύσει αργότερα στην Αμερική. Οι ημερολογιακές σημειώσεις του σταματούν στις 10 Οκτωβρίου 1921. Θα νόμιζες που λόγιζε ελπίδα σταθερότητας τ’ όλο γράψιμο μες στη ρευστότητα του πολέμου, έναν τρόπο να διασώσει κάτι απ’ τον εαυτό του.
Το ημερολόγιό του απόκειται στο Αρχείο Χειρογράφων του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών (ΚΜΣ), όπου και περισσότερα από 504 χειρόγραφα προσφύγων από όλες τις περιοχές της Μικράς Ασίας οργανωμένα ανά γεωγραφική περιοχή. Εκδόθηκε το 1991 με την επιμέλεια της Ματούλας Ρίζου-Κουρουπού, ενώ επιλογή από τις προφορικές μαρτυρίες των προσφύγων για τις συνθήκες υπό τις οποίες εγκατέλειψαν τις εστίες τους, την εμπειρία της προσφυγιάς και την προσπάθεια για ένα νέο ξεκίνημα σε νέα πατρίδα δημοσιεύονται στους πέντε τόμους του εκδοτικού προγράμματος Εξοδος (1980-2016) του ΚΜΣ, με καταθέσεις που αρχής γενομένης από τις επαρχίες των δυτικών παραλίων της Μικρασίας καταλήγουν στον Δυτικό Παράλιο Πόντο και στην Παφλαγονία.