Βρήκα και επισυνάπτω ηλεκτρονικά εδώ, τα κάλαντα της ιδιαίτερης πατρίδας που άκουγα μικρός και ξεραθυμούσα -όπως λέμε στη Μύκονο το «αγάλλομαι».
Η οικογένειά μου στην Αθήνα από τον Μεσοπόλεμο, όπως και πολλοί Μυκονιάτες, οικοδόμοι ως επί το πλείστον, γιορτάζαμε τον Αι Βασίλη στο σπίτι του πάπου μου στην οδό Ιθάκης με αυγοκαλάμαρα, φοινίκια -που η λαλά μου τα ετοίμαζε, σκεπάζοντάς τα με ένα τούλι, από τα πολύ πιο πριν- και λούζα χωριανή από χοιροσφάι, που μας έφερνε από το νησί ο «ταχυδρόμος», όπως τον λέγαμε: ένα είδος ενσώματου «κούριερ», εκείνων των δύο τριών ζόρικων μυκονιατών, που με τα βαπόρια παντός καιρού της εποχής -και πάντα βρεγμένοι στο κατάστρωμα- πηγαινο-ερχόντουσαν με κότες, καλάθια δεμένα με ντρίλι και δέματα -καμιά φορά και ζωντανό αρνί- για τους ξενιτεμένους, άλλοτε στα Μυκονιάτικα, άλλοτε στην Κοκκινιά ή στο καφενείο «Οκτώ» του Μπουγιούρη στα Σεπόλια. Την γαλοπούλα, που φτεροκοπούσε κάτω από τον νεροχύτη, την είχαμε ήδη «τακτοποιήσει» τα Χριστούγεννα.
Περίμενα πώς και πώς τον Θοδωρή τον Μάγκα να μου δώσει τα χαμπέρια του Νικολού, του γιού του, που πηγαίναμε για αχινούς τους μήνες που πέρναγα στο νησί.
Παραμονή λοιπόν, Πρωτοχρονιάς, μετά τα φιλέματα και μετά την πλερωμή του για τη «μεταφορά», μας έλεγε και τα Μυκονιάτικα κάλαντα. Σαμπούνα και ντουμπάκι, που το έπαιζε ο Νικολός όταν τον έπαιρνε μαζί του, ή κάποιος τελοσπάντων παραγιός, αγκαρεμένος -με το αζημίωτο- γι’ αυτή τη δουλειά.*
Αυτά τότε.Τώρα, Ρουβάς!
* Για τους ιδιωματισμούς του κειμένου μου παραπέμπω στο » Όρτσα λα μπάντα», εκδόσεις του Δήμου Μυκονίων, στο πολύτιμο Λεξικό του Σταύρου Μάνεση και τα βιβλία του ακούραστου Παναγιώτη Κουσαθανά από τις εκδόσεις «Ίνδικτος».