H ελληνική οικονομία αντιπαρήλθε επιτυχώς, πέραν πάσης προσδοκίας, το πανδημικό σοκ του 2020 που κλόνισε όλες τις οικονομίες του πλανήτη. Η αντίδρασή της στη διάρκεια του 2021 υπήρξε εντυπωσιακή, από τις δυναμικότερες στην Ευρώπη, όπως μαρτυρεί ο ρυθμός ανάπτυξης που κατά τα φαινόμενα, βάσει των στοιχείων του τρίτου τριμήνου, ίσως και να ξεπεράσει το 8%. Ολες οι ενδείξεις βεβαιώνουν ότι και το τέταρτο τρίμηνο θα διατηρηθεί σε υψηλά επίπεδα και πιθανόν να μας εκπλήξει κι αυτό. Ολοι οι αναλυτές αναγνωρίζουν ότι η οικονομική δραστηριότητα στη χώρα μας προσαρμόστηκε γρήγορα στο πανδημικό περιβάλλον, οι όποιοι περιορισμοί στην κινητικότητα των πολιτών απορροφήθηκαν τάχιστα, η εσωτερική εφοδιαστική αλυσίδα ανέπτυξε γρήγορα τις νέες τεχνολογικές δυνατότητες, υπερχρησιμοποίησε τις ηλεκτρονικές πληρωμές και έστησε σχεδόν αυτόματα επαρκή δίκτυα ταχυμεταφορών τροφοδοτώντας άνετα με αγαθά τους καταναλωτές. Αντιστοίχως οι όποιοι ενδοιασμοί και επιφυλάξεις επί των εμβολίων δεν εμπόδισαν σοβαρά την παραγωγική διαδικασία, η οποία συνεχίστηκε σχεδόν απρόσκοπτη, χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα.
Οι επιχειρήσεις, αλλά και το κράτος, αξιοποίησαν σε μεγάλο βαθμό την τηλεργασία και μαζί κατάφεραν να πείσουν την πλειονότητα των εργαζομένων να αυτοπροστατευθούν εμβολιαζόμενοι. Πράγμα που σημαίνει ότι το θορυβώδες συνωμοσιολογικό και εν τέλει ανόητο αντιεμβολιαστικό κίνημα δεν ήταν αυτό που όρισε την πορεία της οικονομικής δραστηριότητας, παρά μόνο περιθωριακά την επηρέασε. Αντιθέτως, μπορεί να υποστηρίξει κανείς με ασφάλεια ότι ειδικά ο ιδιωτικός τομέας επέδειξε μοναδική ικανότητα προσαρμογής και ευελιξίας στις ιδιαίτερα δύσκολες και μακράς διαρκείας υγειονομικές συνθήκες.
Στον βαθμό δε που και το κράτος δεν περιορίστηκε σε τυπική στάση και συμπεριφορά, αλλά αντιθέτως επέτεινε τις προσπάθειες ψηφιακού εκσυγχρονισμού των υπηρεσιών και ταυτόχρονα κάλυψε επαρκώς τις πληττόμενες ζώνες, βοήθησε έτι περαιτέρω στην αντιμετώπιση των έκτακτων συνθηκών.
Το εντυπωσιακότερο ωστόσο είναι ότι σε αυτές τις συνθήκες της παγκόσμιας υγειονομικής καταιγίδας η ελληνική οικονομία κατέστη επί της ουσίας επενδύσιμη ξανά. Μπορεί οι οίκοι αξιολόγησης να μην απονέμουν ακόμη στην Ελλάδα την κρίσιμη και χρήσιμη επενδυτική βαθμίδα, ωστόσο οι αγορές κεφαλαίου το έχουν ήδη πράξει. Αυτό δηλώνει η εντυπωσιακή ενίσχυση του διεθνούς ενδιαφέροντος που εκδηλώνεται με μαζικού χαρακτήρα πια εξαγορές επιχειρήσεων, αποκρατικοποιούμενων και ιδιωτικών, με κεφαλαιοποιήσεις μάλιστα που ούτε είχε φανταστεί η ελληνική επιχειρηματική αγορά. Αίφνης, εν μέσω υγειονομικής κρίσης, οι ελληνικές αξίες, από τις επιχειρήσεις και τα ακίνητα μέχρι τα τιτλοποιούμενα δάνεια και τα εταιρικά ομόλογα, έγιναν περιζήτητες διεθνώς, προσελκύοντας τα ισχυρότερα παγκοσμίως σχήματα συλλογικών επενδύσεων.
Στο δεύτερο εξάμηνο του 2021 η συγκεκριμένη τάση προσέλαβε μάλιστα μοναδικές διαστάσεις, δίδοντας την αίσθηση ότι και το επερχόμενο 2022 θα είναι εξίσου δυναμικό. Κοινή είναι η πεποίθηση στους οικονομικούς αναλυτές ότι ούτε οι εμφανισθείσες έντονες διεθνώς πληθωριστικές πιέσεις ούτε η ατμόσφαιρα ενεργειακής κρίσης ούτε βεβαίως οι όποιες υγειονομικές αναταράξεις προκληθούν από την παραλλαγή Ομικρον του κορωνοϊού μπορούν να μεταβάλουν το περιβάλλον ισχυρής ανάκαμψης που διαμορφώθηκε το 2021.
Η ελληνική οικονομία έπειτα από δέκα χρόνια δημοσιονομικής προσαρμογής και συστηματικής αναδιάρθρωσης του ιδιωτικού τομέα έχει δημιουργήσει ισχυρά αποθέματα δυνάμεων και μαζί έχει ελέγξει συνολικά το παραγωγικό κόστος που της επιτρέπει να αντιμετωπίζει με επάρκεια τις όποιες προκλήσεις της τρέχουσας περιόδου, οι οποίες παρεμπιπτόντως δεν θα διαρκέσουν για πάντα, καθώς προϊόντος του χρόνου η διαταραχή στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα θα ελεγχθεί και η ομαλοποίηση σε όλα επίπεδα, των τιμών συμπεριλαμβανομένων, θα επέλθει.
Το μόνο κρίσιμο και σημαντικό ρίσκο που θα αρχίσει να απασχολεί από το πρώτο τρίμηνο κιόλας του νέου έτους θα είναι αυτό της πολιτικής σταθερότητας. Οπως μεταφέρεται αρμοδίως, άπαντες οι τοποθετημένοι στην Ελλάδα επενδυτικοί οργανισμοί και όσοι επίσης σκέπτονται να τοποθετηθούν, αρχίζουν ήδη να αξιολογούν τους ενδεχόμενους πολιτικούς κινδύνους.
Γι’ αυτούς, μια χώρα σαν την Ελλάδα, που διακρίνεται ιστορικά για τη μεταβλητότητα των πολιτικών συνθηκών και τον μακροχρόνιο μετεωρισμό της μεταξύ οικονομικού φιλελευθερισμού και ισχυρών κρατικών παρεμβάσεων, το πολιτικό ρίσκο συνιστά κρίσιμο και αποφασιστικό μέγεθος. Και όχι αδίκως καθώς η χώρα μας από το 2022 εισέρχεται σε κύκλο εκλογικό. Από την άνοιξη και εντεύθεν το ενδεχόμενο της επίσπευσης των εκλογών καθίσταται πιθανό.
Το 2022 έτσι κι αλλιώς θα είναι έτος προετοιμασίας των εκλογών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τις οικονομικές συνθήκες.
Το κρισιμότερο πάντως στοιχείο πολιτικού ρίσκου πηγάζει από τον εκλογικό νόμο. Οι επόμενες εκλογές, είτε διεξαχθούν στις αρχές του καλοκαιριού είτε νωρίτερα, θα διέπονται από τον νόμο της απλής αναλογικής που εσπευσμένα ψήφισε το 2019, λίγο πριν αποχωρήσει, ο κ. Τσίπρας. Οι όροι και οι κανόνες που διέπουν τον συγκεκριμένο νόμο περιορίζουν στο ελάχιστο τις δυνατότητες αυτοδυναμίας στο πρώτο κόμμα, που κατά πάσα πιθανότητα, βάσει των τρεχουσών μετρήσεων, θα είναι η Νέα Δημοκρατία του κ. Μητσοτάκη.
Πράγμα που σημαίνει ότι είτε θα χρειαστούν συμμαχικές κυβερνήσεις είτε θα ακολουθήσει δεύτερη προσφυγή στις κάλπες με τον επόμενο νόμο που ψήφισε η σημερινή κυβέρνηση προκειμένου ακριβώς να ελέγξει τους κινδύνους ακυβερνησίας και πολιτικής αστάθειας. Και στις δύο εκδοχές η αβεβαιότητα είναι δεδομένη και ικανή να αναδείξει την πολιτική σταθερότητα στην κρισιμότερη παράμετρο ανάκαμψης και ολοκλήρωσης των διαδικασιών ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας.
Για τα διεθνικά σχήματα συλλογικών επενδύσεων και τις αγορές κεφαλαίου η παράμετρος της πολιτικής σταθερότητας είναι ιδιαιτέρως κρίσιμη, καθώς με αυτή συνδέεται η απρόσκοπτη και εντός των χρονικών προθεσμιών διαχείριση των σημαντικών πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Ως γνωστόν, οι δυνατότητες απορρόφησης του πλήθους των επενδυτικών πόρων εξαντλείται την 31η Δεκεμβρίου του 2026. Μια σταθερή κυβέρνηση στην τετραετία 2023-2026 μπορεί κατά τους ξένους επενδυτές να προσφέρει την καλύτερη εγγύηση ότι οι πόροι αυτοί θα χρησιμοποιηθούν και θα εγγυηθούν με τη σειρά τους την ελληνική ανασυγκρότηση και ανάκαμψη. Οπότε, μπορεί να φανταστεί ο καθείς ότι από την άνοιξη του 2022, πέραν των άλλων, οι δημοσκόποι, οι μετρητές των διαθέσεων της κοινής γνώμης, θα είναι περιζήτητοι εντός και εκτός της χώρας…