«Τον βαρύ χειμώνα τους δύσκολους μήνες μέναμε στη Σμύρνη, ωστόσο τα Χριστούγεννα πηγαίναμε στο Γκιοκαγάτς. Μου μείναν αξέχαστες εκείνες οι νύχτες. Καίγαμε κούτσουρα στο τζάκι. Μας ετοίμαζαν ποτά που κρατάνε ζέστη, ας πούμε ανακάτευαν μέλι που παίρναμε από τα μελίσσια, κανέλα και τζιν και γίνονταν ένα ποτό εξαίσιο. Ανάβαμε φαναράκια και πηγαίναμε όλοι μαζί, με όλο το χωριό, στην εκκλησία. Τρώγαμε μαζί και δίναμε σε όλους μια ζωντάνια, μια κίνηση με την παρουσία μας». Απόφοιτη του Ομήρειου Παρθεναγωγείου της Σμύρνης, η Μαριάνθη Παπαγιαννάκη, από πατέρα Βολιώτη και μητέρα Σμυρνιά, αναπολεί τον Μάιο του 1966 στην Αθήνα, σε ηλικία 73 ετών, τα Χριστούγεννα στο Γκιοκαγάτς. Είναι μία από τους εκατοντάδες «πληροφορητές» του Αρχείου Προφορικής Παράδοσης του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών (ΚΜΣ) που ίδρυσε το 1930 η μουσικολόγος και λαογράφος Μέλπω Λογοθέτη-Μερλιέ.
Με αρχικό σκοπό την καταγραφή των δημοτικών τραγουδιών, γρήγορα εξελίχθηκε σε κέντρο διάσωσης και αποτύπωσης του πολιτισμού των μικρασιατών προσφύγων που έφτασαν στην Ελλάδα μετά το 1922. Ταξινομημένες γεωγραφικά, οι μαρτυρίες αυτές μαζί με το φωτογραφικό υλικό που τις συνοδεύει συνιστούν μια πρώιμη, αλλά εξαιρετικά μεθοδική, επίμονη και συστηματική συλλογή της λεγόμενης σήμερα «προφορικής Ιστορίας».
Αγιάζοντας τα σπαρμένα
Μια άλλη πληροφορήτρια, η Κλειώ Νικολήνταγα, γεννημένη στο Σεβντίκιοϊ της Σμύρνης, 90 ετών, με οκτώ παιδιά, εγγόνια και δισέγγονα, τον Φεβρουάριο του 1963 στο Νέο Ψυχικό, δίνει τη δική της μαρτυρία για τα έθιμα του Δωδεκαημέρου στο χωριό της: «Την παραμονή τα Χριστούγεννα όσες είχαν πεθαμένους ζυμώνανε 2-3 ψωμιά, καθεμιά κατά τη δύναμή της, τα φουρνίζανε κι όταν τα βγάζανε τα θυμιατίζανε, για την ψυχή του πεθαμένου. Τη νύχτα βράζανε κρέας μοσχάρι και κάνανε πιλάφι με ρύζι. Τα παίρνανε όλα αυτά τα χαράματα, νύχτα ακόμη, η εκκλησία έψελνε, κτυπούσανε τις πόρτες και τα μοιράζανε». Φτάνοντας στα Φώτα, θυμάται πως «Ολόφωτα [ανήμερα] γινότανε ο Μεγάλος Αγιασμός. Κάνανε ένα πάρκο [εξέδρα] κι εκεί απάνω ανέβαινε ο παπάς. Είχανε και μια ειδική κολυμπήθρα που έριχνε μέσα τον σταυρό. Σαν τελείωνε η εκκλησία, παίρνανε οι άντρες τον αγιασμό, καβαλάγανε τ’ αλόγατα και πήγαιναν ν’ αγιάσουνε τ’ αμπέλια, τα χωράφια, όλα τα σπαρμένα, να μη ‘πομείνει αγιασμός».
Πρωτοχρονιά στο Γενί Σεχίρ
Η Ελπίς Τριανταφυλλίδου, γεννημένη στο Γενί Σεχίρ της Μυσίας το 1893, από ντόπιους γονείς, κόρη εργολάβου στα ανάκτορα του σουλτάνου Χαμίτ και σύζυγος εμπόρου, που ήρθε με την οικογένειά της στην Ελλάδα το 1914, στην εκκένωση των Δαρδανελίων, τον Μάρτιο του 1960 στα Πατήσια αναπολούσε: «Την παραμονή των Χριστουγέννων ζυμώναμε μέσα σε σκάφες (σαν γεωργικός πληθυσμός που ήμαστε, είχαμε τέτοιες σκάφες για τα ζυμώματα) τους «πεσέδες». Hταν κάτι γλυκά σαν τους λουκουμάδες αλλά πιο πλατιά. Tα παιδιά γινότανε καλικάντζαροι, μασκαρεύονταν δηλαδή και αν ξέχναγε κανείς τη νύχτα καμιά πόρτα ή κανένα παράθυρο ανοιχτά μπαίναν μέσα και έτρωγαν όλους τους πεσέδες. Κρεμούσαν κουδούνια και όταν έτρεχαν όλα μαζί τη νύχτα νόμιζες πως περνούσαν κοπάδια πρόβατα. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς στρώναμε ένα τραπέζι μπροστά στα εικονίσματα. Βάζαμε πάνω γαλοπούλες, γλυκά και νομίσματα. Λέγαμε πως θα περνούσε ο Αγιος Βασίλης να τα πληθύνει. Τα κορίτσια ανέβαιναν στις ταράτσες και κράταγαν ένα κανάτι νερό και χούφτες ρόδι. Σκόρπαγαν κάτω το ρόδι και μετά έριχναν λίγο νερό από το κανάτι. Κοίταζαν τότε τι σχέδια θα έπαιρνε το ρόδι. Αν σχημάτιζε γράμματα, θα έπαιρναν άντρα γραμματικό, αν άροτρα, ο άντρας τους θα ήταν γεωργός. Τ’ αγόρια, όταν έπαιρναν είδηση τα κορίτσια στις ταράτσες, ανέβαιναν και τους τα χαλούσαν τα σχέδια για να τις πειράξουν».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η μαρτυρία της για τη συμμετοχή των μωαμεθανών στις χριστιανικές τελετουργίες, μια πολιτισμική ώσμωση ελληνόφωνων και τουρκόφωνων πληθυσμών: «Τα Φώτα ρίχναν τον σταυρό στη θάλασσα, στο Αιγαίο. Μαζί με τους χριστιανούς πέφταν και Τούρκοι για τον σταυρό. Το μπαχτσίσι ήταν μεγάλο για όποιον τον έπιανε, γι’ αυτό λάβαιναν μέρος κι οι Τούρκοι». Το ίδιο συνέβαινε, προσθέτει, και σε άλλες γιορτές: «Και τ’ Αϊ-Γεωργιού που γινότανε πανηγύρι μεγάλο κι έρχονταν απ’ όλα τα νησιά και τα παράλια της Θράκης πολλοί, φτάναν και Τούρκοι με άρρωστα παιδιά και δίναν στον επίτροπο λεφτά να τους ανάψει λαμπάδα. Πίστευαν στον Αϊ-Γιώργη οι Τούρκοι, τον έλεγαν Χιντιρελές».
Ολόφωτα [ανήμερα] γινότανε ο Μεγάλος Αγιασμός. Σαν τελείωνε η εκκλησία, παίρνανε οι άντρες τον αγιασμό, καβαλάγανε τ’ αλόγατα και πήγαιναν ν’ αγιάσουνε τ’ αμπέλια, τα χωράφια, όλα τα σπαρμένα, να μη ’πομείνει αγιασμός
Και τ’ Αϊ-Γεωργιού, φτάναν και Τούρκοι με άρρωστα παιδιά και δίναν στον επίτροπο λεφτά να τους ανάψει λαμπάδα. Πίστευαν στον Αϊ-Γιώργη οι Τούρκοι, τον έλεγαν Χιντιρελές
Μέλι-βούτ’ρο για την Παναγιά
Στην ελληνόφωνη Σινασό της Καππαδοκίας, όπως μαρτυρεί ο Σεραφείμ Ρίζος, «παραμονή Χριστουγέννων τα νοικοκερές ανάβαν τα «τουντούρια» τους κι ετοίμαζαν, για τρεις μέρες, τα φαγητά των Χριστουγέννων: «να ζυγίσουμ το χτήνιο και να νάψουμ το τουντούρ με τον καιρό». …Στο μεταξύ ετοίμαζαν και το μέλι-βούτ’ρο: ένωση μελιού και καθαρού βούτυρου, το οποίο βάζανε σε μια κούπα (ή τας κιαχσέ) μέσα και το τοποθετούσαν στο εικονοστάσι, εμπρός στο εικόνισμα της Παναγιάς. Πριν φάγει ή πιει κάτι το σπιτικό έπρεπε να πάρει μέλι-βούτ’ρο για να ισχάρ (να συγχαρεί) την Παναγιά επί τη γέννα της, όπως ακριβώς έκαμναν στη γέννα των γυναικών».
Στην αγορά της κοσμοπολίτικης Σμύρνης
Στις επαρχίες της αχανούς Ανατολίας κάθε χωριό διατηρεί τις ιδιαίτερες λαϊκές παραδόσεις του. Στην κοσμική και κοσμοπολίτικη Σμύρνη, το κοινό της εφημερίδας «Αμάλθεια», «της επιτομής της σμυρναϊκής δημοσιογραφίας», σύμφωνα με τον μελετητή Σταύρο Θ. Ανεστίδη, «της πνευματικής τροφού του μικρασιατικού ελληνισμού», υιοθετεί πορεία αντίθετα, κοιτώντας προς τη Δύση. Από τις πρωτοσέλιδες διεθνείς ειδήσεις της ως τις αγγελίες της τελευταίας σελίδας ο αναγνώστης αποκτά την αίσθηση πως Σμύρνη – Παρίσι βρίσκονται σε ανοιχτή γραμμή. Λίγες μέρες πριν από την Πρωτοχρονιά, στο φύλλο του Σαββάτου 30 Δεκεμβρίου του 1872, η εφημερίδα παρακολουθεί με αναλυτικά δελτία την αγορά συναλλάγματος και την αγορά των αγροτικών εμπορευμάτων και τις αφίξεις και αναχωρήσεις πλοίων για Κωνσταντινούπολη, Καλλίπολη, Συρία, Μυτιλήνη, Τεργέστη, Κόρκη Αγγλίας. Πρόκειται σαφώς για ένα ακμαίο εμπορικό κέντρο και ένα διεθνές λιμάνι. Γαλλικά αρώματα, δυναμωτικά φαρμακευτικά σκευάσματα και οδοντόκρεμες πολυτελείας περιμένουν στα καταστήματα της Ευρωπαϊκής οδού όσους ετοιμάζονται για τα πρωτοχρονιάτικα ψώνια της τελευταίας στιγμής, ενώ οι έφοροι του Παρθεναγωγείου του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου κατά τα Σχοινάδικα με ανακοίνωσή τους προσκαλούν τους ομογενείς να βοηθήσουν το ίδρυμα αγοράζοντας από το δικό του μπαζάρ βαπτιστικά «επιτοπίου αλλά και ευρωπαϊκής» κατασκευής και μεταξωτά μαντίλια.
Η Ανα-γέννηση που δεν έγινε
Η Σμύρνη της Ευαγγελικής Σχολής και των άξιων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, των μεγάλων νοσοκομείων, των θεάτρων, των τυπογραφείων και των πολιτιστικών συλλόγων βρισκόταν στην καλύτερη στιγμή της. Τον Δεκέμβριο του 1918, με το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την Ελλάδα στο πλευρό των νικητών, ο Ελευθέριος Βενιζέλος ετοίμαζε το υπόμνημά του για τη Σύνοδο της Ειρήνης που θα ξεκινούσε τον Ιανουάριο του 1919 στο Παρίσι, διεκδικώντας την απόδοση στην Ελλάδα του μεγαλύτερου μέρους της Ανατολικής Θράκης και της ευρύτερης περιοχής της Σμύρνης. Το πολίτικο δισεβδομαδιαίο σατιρικό περιοδικό «Ανω Κάτω» του Χρήστου Δελή, στο χριστουγεννιάτικο φύλλο του της 23ης Δεκεμβρίου 1918, με τίτλο «Ανα-γέννησις», δημοσιεύει στο εξώφυλλο εύγλωττο σκίτσο του περίφημου γελοιογράφου Γιώργου Γκέιβελη, όπου η Νέα Ελλάς εικονίζεται ως νεογέννητος Ιησούς τον οποίο επισκέπτονται οι τρεις Μάγοι με τα δώρα: ο Ελευθέριος Βενιζέλος κρατώντας «Σμύρναν» και, όπως εικάζουμε, ο γάλλος πρωθυπουργός Κλεμανσό και ο βρετανός βασιλιάς Γεώργιος Ε΄, της Αντάντ, φέρνοντας χρυσό και λιβάνι. Σύντομα όμως η πραγματικότητα θα αναιρούσε αυτές τις αισιόδοξες επιθυμίες και προβλέψεις.