«Η Φόνισσα ή ο θρίαμβος της ελληνικής όπερας», «Ενα δυνατό αριστούργημα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής που στοιχειώνει τον θεατή», «Από το ατομικό στο οικουμενικό». Πράγματι τα διεθνή ΜΜΕ υποδέχθηκαν με διθυραμβικές κριτικές και τίτλους τη «Φόνισσα», την όπερα του καλλιτεχνικού διευθυντή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, Γιώργου Κουμεντάκη. Και ήταν απόλυτα αναμενόμενο καθώς με τη σύνθεσή της ο ίδιος δημιούργησε έναν απρόσμενο μουσικό κόσμο, εξελίσσοντας το προσωπικό μουσικό του ιδίωμα. Δεν επιχείρησε απλά την αναβίωση της εποχής του έργου του Παπαδιαμάντη, αλλά μια «εσωτερική αναβίωση» του ψυχογραφήματος της ίδιας της Φραγκογιαννούς.
«Η Φόνισσα», μετά την πρεμιέρα της στην Εθνική Λυρική Σκηνή στις 3 Δεκέμβρη του 2021 – είχε παρουσιαστεί για πρώτη φορά το 2014- , έκανε παγκόσμια τηλεοπτική πρεμιέρα στις 12 Δεκεμβρίου στο MEZZO Live HD, το κορυφαίο τηλεοπτικό δίκτυο για την κλασική μουσική, την όπερα και τον χορό, το οποίο μεταδίδεται σε πάνω από 80 χώρες σε όλο τον κόσμο και έχει περισσότερους από 60 εκατομμύρια συνδρομητές. Οι κριτικές που ακολούθησαν ήταν αποθεωτικές. Για παράδειγμα στην κριτική του ο Thierry Hilleriteau στην γαλλική εφημερίδα «Le Figaro» γράφει χαρακτηριστικά: « Πρόκειται για μία μουσική τόσο ιδιότυπη όσο και οικουμενική, με επιρροές από τη δυτική λόγια μουσική, από την επανεφευρεθείσα ελληνική παραδοσιακή μουσική, ακόμη και από την ορθόδοξη λειτουργία. Πληθώρα χορωδιών (συμπεριλαμβανομένων των παιδικών φωνών, που σπάνια αναδεικνύονται τόσο στην όπερα). Ορχηστρική γραφή που ξεχειλίζει από έκφραση και χρώματα. Όλα αυτά μαζί με διακριτικές μινιμαλιστικές πινελιές. Αυτή είναι η Φόνισσα του Γιώργου Κουμεντάκη».
«Ενα δυνατό αριστούργημα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής που στοιχειώνει τον θεατή» είναι επίσης ο τίτλος του κορυφαίου βρετανικού περιοδικού όπερας, «Opera Now» για την «Φόνισσα» που παρουσιάστηκε σε μουσική διεύθυνση Βασίλη Χριστόπουλου, σκηνοθεσία Αλέξανδρου Ευκλείδη, σκηνικά Πέτρου Τουλούδη και με τη Μαίρη-Ελεν Νέζη στον ρόλο του τίτλου. «Πρόκειται για ένα έργο τεράστιας δύναμης και βαθιάς συμπόνιας. Επί τρία χρόνια, ενώ συνέθετε αυτό το έργο στον τόπο κατοικίας του στο νησί του Αιγαίου, την Τήνο («δεν μπορώ να φανταστώ αυτό το έργο να υπάρχει χωριστά από τη φύση»), ο Κουμεντάκης έζησε, ανέπνευσε και πάλεψε με τη Φραγκογιαννού, αυτή τη «πολυσύνθετη, περίεργη και δύσκολη προσωπικότητα» και κατέληξε να νιώθει «άπειρη συμπάθεια γι’ αυτό το φοβερό τέρας»» επισημαίνει μάλιστα χαρακτηριστικά στην κριτική της στο «Opera Now», η Helena Matheopoulos και συμπληρώνει: «Εκτός από το Ahkenaten και το Satyagraha του Philip Glass, δεν έχω νιώσει ποτέ έτσι για καμία σύγχρονη όπερα…».
Την ίδια στιγμή ο Maurice Salles στην κριτική του στο σημαντικότερο γαλλικό site για την όπερα www.forumopera.com αναφέρει χαρακτηριστικά: «Οι θεατές που θα παρακολουθήσουν την μετάδοση της “Φόνισσας” στο Mezzo θα μπορέσουν να καταλάβουν αυτό που τα φτωχά μας λόγια δεν μπορούν να αποδώσουν, όπως την κομψότητα αυτής της γραφής στην οποία γίνονται αντιληπτές μνήμες από άλλους τόπους. Η γραφή του Γιώργου Κουμεντάκη αποτελεί συμπύκνωμα του ελληνικού πολιτισμού, όπως και η ιστορία της Ελλάδας, η οποία είναι ένα χωνευτήρι επιρροών. Ο συνθέτης έχει αφομοιώσει τις επιρροές αυτές και το αποτέλεσμα είναι μια σύνθεση απείρου ευλυγισίας, όπου οι ήχοι μοιάζουν φολκλορικοί αλλά δεν είναι, και όπου η διαφάνεια της ενορχήστρωσης επιτρέπει την πολυμορφία, αλλά χωρίς αυτή η δεξιοτεχνία να αποτελεί αυτοσκοπό. Αυτή είναι μάλλον η σταθερά στο έργο του συνθέτη: να αποφεύγει το αναμενόμενο, να ξεφεύγει από τις συμβατικές φόρμες για να αρθρώσει τη δική του φωνή. Μας έχει σαγηνεύσει βαθιά».
Στο σημαντικό αμερικάνικο site www.musicalamerica.com ο Clive Paget επισημαίνει μεταξύ άλλων: «Ο Κουμεντάκης τιμά και το παρελθόν και το παρόν με μια σύνθεση που συνδυάζει αιχμηρά μοντερνιστικά στοιχεία με τα είδη των διατονικών αρμονιών και των μελισματικών μελωδιών που συναντώνται στην ελληνορθόδοξη ψαλτική και στη παραδοσιακή μουσική της Μικράς Ασίας. (..) Η σίγουρη σκηνοθεσία του Αλέξανδρου Ευκλείδη αποτυπώνει καλά τον τρόπο με τον οποίο το μυθιστόρημα αποδίδει την αντίθεση ανάμεσα στην κοινωνία και το απομονωμένο άτομο μέσω της επιδέξιας τοποθέτησης του μεγάλου καστ, που περιλαμβάνει χορωδίες ενηλίκων και παιδιών. Οι βουβές εμφανίσεις της Φραγκογιαννούς, ως νεαρής νύφης, που φαινομενικά υπνοβατεί προς τη γαμήλια ένωση, και ως μιας φιγούρας απόκοσμης, καλυμμένης με φύκια που ανασύρεται από τη θάλασσα τονίζουν τον ανελέητο κύκλο της γέννησης, του γάμου και του θανάτου. (…) Στον πρωταγωνιστικό ρόλο, η Καναδο-Ελληνίδα μεσόφωνος Μαίρη-Έλεν Νέζη είναι υπέροχη. Με μινιμαλιστικές χειρονομίες και ένα αδιάλλακτο βλέμμα, μεταφέρει την ατσάλινη αποφασιστικότητα και την εσωτερική σύγκρουση της Φραγκογιαννούς».