Τις προβλέψεις του για το 2022, τις προοπτικές και τις εστίες έντασης, δημοσιοποίησε το Stratfor.
Στη ανάλυσή του, που δημοσιεύει το euro2day, το Stratfor αναφέρεται σε κρίσιμα ζητήματα της παγκόσμιας ατζέντας, ενώ κάνει προβλέψεις και για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας για το νέο έτος.
Ισχυρή η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη, αλλά κατεβάζει ταχύτητα
Η παγκόσμια οικονομία θα συνεχίσει την άνιση ανάκαμψή της εν μέσω προόδου στους εμβολιασμούς κατά της Covid-19 στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες, καθυστέρησης εμβολιασμών στο μεγαλύτερο μέρος του υπόλοιπου κόσμου και απειλών για νέες εξάρσεις.
Ενώ η παγκόσμια ανάπτυξη θα είναι σχετικά ισχυρή, είναι πιθανό να επιβραδυνθεί από το 2021 λόγω των αντιξοοτήτων από την πανδημία, των επίμονων διαταράξεων στην εφοδιαστική αλυσίδα, τον υψηλότερο πληθωρισμό, τη σύσφιξη των χρηματοοικονομικών συνθηκών, καθώς και των περιορισμών στις δημόσιες δαπάνες σε πολλές χώρες, καθώς προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τα υψηλά επίπεδα χρέους και τα αυξημένα επιτόκια.
Η ανάπτυξη στις ΗΠΑ θα μετριαστεί το 2022 μετά τη πρωτοφανή δημοσιονομική τόνωση του 2020-2021. Οι ΗΠΑ πιθανότατα δεν θα νοιώσουν την επίπτωση των αυξημένων δαπανών για τις υποδομές παρά μόνον μετά το 2022, δεδομένων των χρονικών υστερήσεων των projects. Επιπλέον, η δημοσιονομική τόνωση σε συνδυασμό με τη χαλαρή νομισματική πολιτική έχουν αφήσει τις ΗΠΑ σε ένα μονοπάτι υψηλής, αλλά μη βιώσιμης ανάπτυξης που θα αυξήσει τον πληθωρισμό και θα οδηγήσει τη Fed να αυξήσει τα επιτόκια αρχής γενομένης από το 2022, κάτι που θα επιβραδύνει την ανάπτυξη του ΑΕΠ.
Στην Κίνα, οι περιορισμοί στον δανεισμό των ιδιωτικών εταιρειών ανάπτυξης θα επηρεάσει τη γενικότερη ανάπτυξη, καθώς οι επενδύσεις ακινήτων και οι υπηρεσίες αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 30% του ΑΕΠ. Η επιβράδυνση του κλάδου ακινήτων θα επηρεάσει επίσης τα έσοδα σε τοπικό επίπεδο από τις πωλήσεις γης, καθώς και τα επίπεδα δαπανών. Ως αποτέλεσμα, η ανάπτυξη της Κίνας το 2022 μπορεί να είναι μικρότερη απ’ ότι ο στόχος που είχε θέσει το 2021 για ανάπτυξη άνω του 6%.
Ο χαμηλός ρυθμός εμβολιασμού και οι «ουλές» που αφήνει η πανδημία και έχουν μειώσει τη δυνητική παραγωγή, είναι πιθανόν να καθυστερήσουν την επιστροφή στα προ πανδημίας επίπεδα ΑΕΠ σε πολλές αναδυόμενες αγορές και αναπτυσσόμενες χώρες. Επιπλέον, η παραλλαγή «Όμικρον» της Covid-19 και άλλες δυνητικές παραλλαγές θα μπορούσαν να επιδεινώσουν τα προβλήματα από την πλευρά των προμηθειών, επηρεάζοντας όλες τις οικονομίες παγκοσμίως.
Συνεχιζόμενες εντάσεις μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας για εμπόριο και τεχνολογία
Η κυβέρνηση του προέδρου των ΗΠΑ Joe Biden δεν έχει δείξει ιδιαίτερη προθυμία να χαλαρώσει ορισμένους από τους περιορισμούς του προκατόχου του στο κινεζικό εμπόριο και πιθανότατα θα ξεκινήσει μια νέα έρευνα στο πλαίσιο του Section 301 αναφορικά με τις κινεζικές βιομηχανικές επιδοτήσεις, για να τη χρησιμοποιήσει ως πλεονέκτημα στις εμπορικές διαπραγματεύσεις με το Πεκίνο. Ωστόσο, η Κίνα θα συνεχίσει την μεγάλη κρατική στήριξη σε στρατηγικούς κλάδους και η κυβέρνηση Biden μπορεί να χρησιμοποιήσει την έρευνα για να τροποποιήσει ποια κινεζικά αγαθά υπόκεινται σε υψηλότερους δασμούς.
Η συνεχιζόμενη χρήση από τον Λευκό Οίκο των δασμών ως ενός εργαλείου πολιτικής πιθανότατα σημαίνει πως οι περιορισμοί που τέθηκαν σε εφαρμογή θα διαρκέσουν για χρόνια, αν όχι δεκαετίες. Η αποτυχία να σημειωθεί πρόοδος στις διαπραγματεύσεις μπορεί να οδηγήσει σε μια αύξηση των δασμών σε προϊόντα και υπηρεσίες που στηρίζει άμεσα η Κίνα, που περιλαμβάνουν τους κλάδους του χάλυβα και της πράσινης τεχνολογίας, και σε μια πτώση σε κλάδους όπου η κινεζική υποστήριξη είναι περιορισμένη, όπως η low-end μεταποίηση.
Οι ΗΠΑ θα επεκτείνουν επίσης ορισμένους περιορισμούς στην πρόσβαση της Κίνας σε ξένη τεχνολογία, ιδιαίτερα σε κλάδους υψηλής τεχνολογίας συμπεριλαμβανομένης της τεχνητής νοημοσύνης, της ρομποτικής και των ημιαγωγών. Η στρατηγική των ΗΠΑ θα έχει ως αποτέλεσμα η Κίνα να πεισμώσει σε ό,τι αφορά την τεχνο-εθνικιστική της στρατηγική, με αποτέλεσμα το κινεζικό επιχειρηματικό περιβάλλον να γίνει ακόμα πιο περίπλοκο για τις δυτικές εταιρείες.
Περισσότερες κυβερνοεπιθέσεις σε περισσότερα μέρη
Οι κυβερνοεπιθέσεις με οικονομικό κίνητρο θα αυξηθούν ταχύτατα το 2022, ιδιαίτερα καθώς οι εγκληματίες θα στοχεύουν όλο και περισσότερο συσκευές 5G, cloud computing και Internet of Things (IoT), προκαλώντας περισσότερες διαταραχές και μια αύξηση στις απαιτήσεις κυβερνοασφάλειας στις δυτικές χώρες.
Οι αμερικανικές διπλωματικές πιέσεις στο Κρεμλίνο και η επιβολή του νόμου για την καταστολή των ρωσικών συμμοριών ransomware, σε συνδυασμό με τις επιθετικές κυβερνοεπιχειρήσεις κατά κυβερνοεγκληματιών, δεν θα αντιστρέψουν τον αυξανόμενο αριθμό των κυβερνοεπιθέσεων (ιδιαίτερα των επιθέσεων ransomware) κατά αμερικανικών οργανισμών.
Η εκστρατεία των ΗΠΑ μπορεί να διακόψει κάποιες δραστηριότητες μεμονωμένων ομάδων ή να τις αναγκάσει να επανεξετάσουν τις επιθέσεις κατά αμερικανικών κρίσιμων υποδομών. Αλλά η πληθώρα κυβερνοεγκληματιών και η αυξανόμενη αγορά κυβερνοεγκλήματος θα διασφαλίσει πως το 2022 θα δούμε μια συνεχιζόμενη αύξηση των επιθέσεων ransomware. Πολλές μικρότερες ομάδες έχουν επίσης δείξει μικρό ενδιαφέρον να σταματήσουν τις επιθέσεις κατά εταιρειών που δραστηριοποιούνται σε κλάδους που οι ΗΠΑ προσδιορίζουν ως κρίσιμες υποδομές. Οι αυξανόμενες επιθέσεις ransomware θα έχουν ως αποτέλεσμα νέους κανονισμούς αναφορικά με της πληρωμές των λύτρων και τις απαιτήσεις κυβερνοασφάλειας, προσθέτοντας περισσότερα ρυθμιστικά εμπόδια και υψηλότερα κόστη συμμόρφωσης για πολλούς δυτικούς οργανισμούς.
Οι αυστηρότερες απαιτήσεις κυβερνοασφάλειας στις ΗΠΑ και η εκστρατεία αντιποίνων των ΗΠΑ θα οδηγήσουν τις οργανώσεις κυβερνοεγκλήματος να διευρύνουν τον ορίζοντά τους και να αυξήσουν τον αριθμό των επιθέσεων σε άλλες περιοχές, περιλαμβανομένων της Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής, της Νότιας Ασίας και της περιοχής Ασίας-Ειρηνικού. Η μάστιγα του ransomware στις ΗΠΑ, με τη σειρά της, θα γίνει πιο παγκόσμια, καθώς οι πολυμερείς προσπάθειες για μείωση της δραστηριότητας αυτής συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν δυσκολίες.
Οι τάσεις ανά περιοχή
Μια περιορισμένη πυρηνική συμφωνία ΗΠΑ-Ιράν
Οι διαπραγματεύσεις ΗΠΑ-Ιράν πιθανότατα θα αποφέρουν μια περιορισμένη συμφωνία στο πλαίσιο της οποίας η Τεχεράνη θα μειώσει κάποιες από τις πυρηνικές της δραστηριότητες με αντάλλαγμα ελάφρυνση των κυρώσεων. Η ισχυρή επιθυμία των ΗΠΑ και των Ευρωπαίων συμμάχων να επιβραδύνουν την πυρηνική ανάπτυξη του Ιράν, σε συνδυασμό με την ισχυρή επιθυμία της Τεχεράνης για άμβλυνση των κυρώσεων και αποφυγή μιας μεγάλης σύγκρουσης, θα συνεχίσουν να ωθούν και τις δυο πλευρές να επιστρέφουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Αλλά οι διαπραγματεύσεις για τα πυρηνικά θα συνεχίσουν να σημειώνουν βραδεία πρόοδο σε ένα τεταμένο περιβάλλον που θα καθοδηγείται από τις αποκλίνουσες προτεραιότητες, καθιστώντας εφικτή την επίτευξη μόνον μιας βασικής συμφωνίας. Μια τέτοια περιορισμένη συμφωνία πιθανότατα θα προέβλεπε πως είτε οι ΗΠΑ θα «ξεπαγώσουν» κάποια ιρανικά περιουσιακά στοιχεία με αντάλλαγμα το Ιράν να σταματήσει την ανάπτυξη του πυρηνικού προγράμματος, ή πως οι ΗΠΑ και το Ιράν θα επιστρέψουν σε ένα βασικό επίπεδο συμμόρφωσης με την πυρηνική συμφωνία του 2015, γνωστής και ως Κοινό Ολοκληρωμένο Σχέδιο Δράσης (ΚΟΣΔ).
Ωστόσο, το Ιράν δεν θα μειώσει το πυρηνικό του πρόγραμμα ή την επιθετική περιφερειακή συμπεριφορά του μέχρις ότου καταλήξει σε μια δυνητική συμφωνία, προκειμένου να διατηρήσει το διαπραγματευτικό του πλεονέκτημα. Και αυτό -σε συνδυασμό με τις ολοένα και αυξανόμενες προσδοκίες του Ιράν για παραχωρήσεις από την πλευρά της Δύσης- θα περιπλέξουν τις διαπραγματεύσεις συντηρώντας τον κίνδυνο να καταρρεύσουν το 2022, κάτι που θα αύξανε το ρίσκο μιας περιφερειακής σύγκρουσης (ιδιαίτερα μεταξύ του Ισραήλ και του Ιράν).
Με μια περιορισμένη συμφωνία ΗΠΑ-Ιράν να είναι πιθανή αλλά όχι βέβαιη, οι διαπραγματεύσεις επαναπροσέγγισης μεταξύ του Ιράν και των κρατών του Αραβικού Κόλπου επίσης πιθανότατα θα παραμείνουν σε διερευνητική φάση, καθώς οι γείτονες του Ιράν επιδιώκουν να διασφαλίσουν τη δική τους ασφάλεια, ασχέτως του πώς θα εξελιχθούν οι διαπραγματεύσεις για το ΚΟΣΔ.
Διεύρυνση του χάσματος Κίνας-Ταϊβάν
Οι εντάσεις μεταξύ της Κίνας και της Ταϊβάν θα μεγαλώσουν εν μέσω της αυξανόμενης στήριξης της Δύσης προς την Ταϊβάν. Αλλά το Πεκίνο δεν θα ενεργήσει στρατιωτικά και το παγκόσμιο εμπόριο ημιαγωγών της Ταϊβάν θα συνεχίσει να είναι ασφαλές. Καθώς οι ΗΠΑ και η Ευρώπη κινούνται στρατηγικά προς την Ασία, η στήριξή τους προς την de facto ανεξαρτησία της Ταϊβάν θα αυξηθεί, μέσω της επιχειρήσεων ελευθερίας πλοήγησης και ενισχυμένων (αν και ακόμα ανεπίσημων) διπλωματικών σχέσεων.
Η Κίνα θα τιμωρήσει τους υποστηρικτές της Ταϊβάν στη Δύση με εμπορικούς και επενδυτικούς περιορισμούς και με διπλωματικές εκστρατείες. Ομοίως, η Ταϊβάν και η Κίνα θα επιβάλλουν περισσότερους πολιτικούς νόμους η μια εναντίον της άλλης, όπως οι προσπάθειες της πρώτης να αποτρέψει το brain drain στις ζωτικής σημασίας τεχνολογικές βιομηχανίες της και η νέα πολιτική της Κίνας να τιμωρεί πολιτικά τις «παραστρατημένες» ταϊβανέζικες επιχειρήσεις.
Παρά τις ανησυχίες του για την Ταϊπέι, το Πεκίνο θα αποφύγει στρατιωτικές ενέργειες που θα απομόνωναν την Κίνα διπλωματικά και θα έθεταν σε κίνδυνο την πρόσβασή του στις εξαγωγές ημιαγωγών, που η Κίνα χρειάζεται για κρίσιμους τεχνολογικούς κλάδους όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη και τα αυτόνομα οχήματα. Οι εμπορικοί περιορισμοί του Πεκίνου εναντίον των κρατών που στηρίζουν την Ταϊβάν θα ενισχύσουν τις ανησυχίες της Δύσης για θέματα ασφάλειας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μειώνοντας τις πιθανότητες επαναπροσέγγισης με την Κίνα.
Στην Ταϊβάν, ο μεγαλύτερος κινεζικός πολιτικός εξαναγκασμός θα αυξήσει τις πιθανότητες νίκης του κυβερνώντος Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος (DPP), που έχει πιέσει για προστασία της κυριαρχίας της νήσου από την Κίνα, στις τοπικές εκλογές του 2022. Αν οι εκλογές εκείνες φέρουν σημαντικά κέρδη για το DPP, τότε το Πεκίνο θα μπορούσε να αυξήσει περαιτέρω την πολιτική πίεση, έστω και αν η επίσημη επιθετικότητα παραμένει απίθανη. Οι κινεζικές εισβολές στην ζώνη αεράμυνας της Ταϊβάν θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε επεισόδιο (όπως μια σύγκρουση αεροσκαφών) που θα φέρει σύντομες εμπορικές διαταραχές, αλλά και οι δυο πλευρές θα αποκλιμακώσουν προκειμένου να αποφύγουν μια ευρύτερη σύγκρουση.
Αυξημένος συντονισμός μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας
Ο συντονισμός πολιτικής μεταξύ της Γαλλίας και της Γερμανίας θα αυξηθεί, ανοίγοντας την πόρτα για πιο ευέλικτους δημοσιονομικούς κανόνες στην ΕΕ, συνεχιζόμενη στήριξη για την ενεργειακή μετάβαση και μια προσέγγιση με περισσότερα χαρακτηριστικά προστατευτισμού ως προς τις επενδύσεις. Η μεγαλύτερη ιδεολογική ευθυγράμμιση μεταξύ της μετριοπαθούς κυβέρνησης της Γαλλίας και του φιλοευρωπαϊκού συνασπισμού της Γερμανίας θα έχουν ως αποτέλεσμα έναν πολιτικό συντονισμό με μεγαλύτερη συνοχή με την Ιταλία και την Ισπανία, και μια γενικότερη κίνηση του άξονα εξουσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς το νότο της ηπείρου.
Το Παρίσι, το Βερολίνο, η Ρώμη και η Μαδρίτη θα πιέσουν για να καταστούν πιο ευέλικτοι οι κανόνες του μπλοκ για το κρατικό χρέος και το δημοσιονομικό έλλειμμα, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τις δαπάνες για φιλικές προς το περιβάλλον μεταρρυθμίσεις και ψηφιοποίηση της οικονομίας, που θα ανοίξουν την πόρτα σε μια παρατεταμένη περίοδο επεκτατικών οικονομικών πολιτικών. Αν και είναι απίθανο να υπάρξει μια κρίση χρέους το 2022, ωστόσο αυτές οι επεκτατικές πολιτικές σημαίνουν πως πολλές χώρες μέλη της ευρωζώνης δεν θα μειώσουν σημαντικά τα χρέη τους βραχυμεσοπρόθεσμα.
Η Γαλλία και η Γερμανία θα πιέσουν επίσης την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να αυξήσει την εποπτεία στις ξένες εξαγορές σε στρατηγικούς τομείς των οικονομιών της ΕΕ και θα πιέσουν για χαλαρότερους αντιμονοπωλιακούς κανόνες εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να δημιουργηθούν «Ευρωπαίοι πρωταθλητές» σε πολλούς κλάδους ώστε να ανταγωνιστούν αντιπάλους από τις ΗΠΑ και την Κίνα.
Οι χώρες της βόρειας Ευρώπης, όπως η Ολλανδία και η Σουηδία, θα αντισταθούν στις περισσότερες από αυτές τις πολιτικές, αλλά, καθώς θα είναι μειοψηφία, το μόνο που θα καταφέρουν θα είναι να μετριάσουν ή να καθυστερήσουν ορισμένες από αυτές, καθώς θα έχουν περιορισμένη δύναμη να τις μπλοκάρουν. Η πρόοδος θα είναι πιο μέτρια στο επίπεδο της ασφάλειας, καθώς το Βερολίνο θα είναι επιφυλακτικό για την πίεση του Παρισιού για βαθύτερη στρατιωτική ενοποίηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι κυβερνήσεις της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης θα είναι επίσης απρόθυμες να δημιουργήσουν νέους τρόπους συντονισμού που θα μπορούσαν να είναι ανταγωνιστικές του ΝΑΤΟ.
Οι Ταλιμπάν θα αγωνιστούν σκληρά για να σταθεροποιήσουν το Αφγανιστάν
Οι Ταλιμπάν θα αντιμετωπίσουν σημαντικές οικονομικές, κοινωνικές και στρατιωτικές πιέσεις καθώς προσπαθούν να παγιώσουν τον έλεγχο τους στο Αφγανιστάν. Οι ηγέτες των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν θα αγωνιστούν σκληρά για να εξισορροπήσουν τις εσωτερικές και εξωτερικές προσδοκίες, καθώς θα διαμορφώνουν νέους κανονισμούς και θα επισημοποιούν μια νέα κυβέρνηση και συνταγματική δομή.
Το Ισλαμικό Κράτος της Επαρχίας Χορασάν θα αποδειχθεί η πιο άμεση εσωτερική απειλή, καθώς η οργάνωση είναι πιθανόν να επεκτείνει τις επιχειρήσεις της πέραν του βορειοανατολικού Αφγανιστάν σε βασικές πόλεις νότια και δυτικά. Η επαναδραστηριοποίηση της Τεχρίκ-ι-Ταλιμπάν Πακιστάν στο γειτονικό Πακιστάν επίσης θα δοκιμάσει τις σχέσεις της Καμπούλ με το Ισλαμαμπάντ, τον βασικό οικονομικό εταίρο και εμπορικό διάδρομο προς τον υπόλοιπο κόσμο.
Το Πακιστάν και η Κίνα θα αυξήσουν τις επενδύσεις και τις υποδομές μεταφορών στο Αφγανιστάν, αλλά αυτό θα συνεχίσει να περιορίζεται από την ανικανότητα των Ταλιμπάν να διασφαλίσουν σταθερότητα και ασφάλεια στους ξένους εργαζόμενους. Η διεθνής βοήθεια επίσης θα παραμείνει περιορισμένη και οι όποιες συζητήσεις για ομαλοποίηση θα εξαρτηθούν από το αποτέλεσμα του προτεινόμενου Loya Jirga (ανώτατου συμβουλίου) και τη δομή μιας συμβουλευτικής κυβέρνησης, καθώς και από τους κανονισμούς των Ταλιμπάν για τα δικαιώματα των γυναικών.
Αν η σύνθεση της νέας κυβέρνησης δεν καταφέρει να εξισορροπήσει αποτελεσματικά τα συμφέροντα των εθνικών μειονοτήτων στο Αφγανιστάν και των φυλών Παστούν, αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει επεκτεινόμενη κοινωνική αστάθεια σε πόλεις σε όλη τη χώρα, μαζί με επέκταση της δραστηριότητας τόσο ισλαμιστών ενόπλων όσο και αντι-Ταλιμπάν μαχητών από το νεότοκο Μέτωπο Εθνικής Αντίστασης.
Μεγαλύτερη ρυθμιστική αβεβαιότητα στην Κίνα
Οι ρυθμιστικές εκστρατείες της Κίνας θα διευρυνθούν και θα περιλαμβάνουν περισσότερους κλάδους που επεξεργάζονται δεδομένα, παρέχουν βασικά αγαθά και υπηρεσίες, επιδεινώνουν τους οικονομικούς κινδύνους και αμφισβητούν τον πολιτιστικό συντηρητισμό του Πεκίνου –αυξάνοντας την παγκόσμια επιχειρηματική αβεβαιότητα και τους κινδύνους συμμόρφωσης.
Η κινεζική κυβέρνηση θα συνεχίσει να δημιουργεί πολιτικής στη βάση του Νόμου για την Κυβερνοασφάλεια, του Νόμου για την Ασφάλεια Δεδομένων και του Νόμου για την Προστασία των Προσωπικών Πληροφοριών για να ενισχύσει τον έλεγχο που έχει στους αναπτυσσόμενους κλάδους ψηφιακών υπηρεσιών. Αλλά οι αβεβαιότητες για τη συμμόρφωση θα επιμείνουν επειδή οι κανονισμοί αυτοί βασίζονται σε ευρείς προσδιορισμούς της εθνικής ασφάλειας.
Κλάδοι που δημιούργησαν συστημικούς οικονομικούς κινδύνους το 2021 (όπως το real estate και οι υπηρεσίες fintech) θα βρεθούν στο στόχαστρο περισσότερων πιστωτικών περιορισμών, κανονισμών για συγχωνεύσεις και εξαγορές, και ερευνών στην ηγεσία τους, καθώς και αυστηρότερη παρακολούθηση δεδομένων το 2022, καθώς ο πρόεδρος Xi Jinping προσπαθεί να σταθεροποιήσει την κινεζική οικονομία εν όψει της έναρξης της τρίτης θητείας του τον Νοέμβριο. Ο πληθωρισμός των τιμών καταναλωτή και οι ανωμαλίες στην εφοδιαστική αλυσίδα θα πιέσουν το Πεκίνο να παρέμβει στις αγορές βασικών αγαθών (π.χ. τροφίμων και φαρμάκων) για να σταθεροποιήσει τις τιμές, να ενισχύσει την κατανάλωση και να στηρίξει μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Οι προσπάθειες του Xi να τα βάλει με τα δημογραφικά, την κοινωνική ανυπακοή και την πολιτισμική «δυτικοποίηση» για να διασφαλίσει την εθνική αναγέννηση της Κίνας (ως ηγέτιδας υπερδύναμης) σε ένα τεταμένο διεθνές περιβάλλον, θα δώσουν το έναυσμα για ρυθμιστικούς ελέγχους του online περιεχόμενου, του ηλεκτρονικού εμπορίου και της ψυχαγωγίας, και άλλων «οδών» ιδεολογίας. Αυτό θα καλλιεργήσει την επιχειρηματική αβεβαιότητα και θα ωθήσει τις ιδιωτικές επενδύσεις σε ασφαλέστερους κλάδους, που είναι κρίσιμοι για τα αναπτυξιακά σχέδια του Πεκίνου, όπως οι ημιαγωγοί και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Τα βάρη της συμμόρφωσης για εταιρείες που βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στα data θα πολλαπλασιαστούν καθώς οι νόμοι της Δύσης που περιορίζουν τις ξένες πολιτικές επιρροές θα έρχονται σε σύγκρουση με τις πολιτικές του Πεκίνου για τα δεδομένα. Και αν και το Πεκίνο θα προωθήσει κάποιες οικονομικές μεταρρυθμίσεις, όπως οι σταδιακές προστασίες της πνευματικής ιδιοκτησίας, οι δυτικοί και κινεζικοί κλαδικοί περιορισμοί θα ξεπεράσουν τις μεταρρυθμίσεις, διαβρώνοντας γενικότερα το επιχειρηματικό περιβάλλον.
Ωστόσο, οι κρατικές επενδύσεις και η παγκόσμια ζήτηση για κινεζικές εξαγωγές θα συνεχίσουν να τονώνουν την κινεζική οικονομία, αν και με βραδύτερο ρυθμό ανάπτυξης απ’ ότι το 2021.
Αυξημένες εντάσεις στην Ανατολική Ουκρανία
Οι αντιπαραθέσεις αναφορικά με τις συμφωνίες του Μινσκ και οι απαιτήσεις γης Ρωσίας για εγγυήσεις ασφάλειας θα διατηρήσουν σε αυξημένο επίπεδο τις εντάσεις στην Ανατολική Ουκρανία, όμως δεν θα υλοποιηθεί μια ρωσική εισβολή.
Βλέποντας μια αξιόπιστη στρατιωτική απειλή ενάντια στην Ουκρανία ως μέσω πίεσης κατά των ΗΠΑ και ως κρίσιμο μοχλό για την επιβράδυνση της μειούμενης επιρροής της στο Κίεβο, η Ρωσία θα διατηρήσει την αύξηση των δυνάμεων, των υποδομών και του εξοπλισμού της κοντά στα σύνορα της Ουκρανίας για να πιέσει τη Δύση να κάνει παραχωρήσεις στις ευρωπαϊκές διαπραγματεύσεις για την ασφάλεια.
Ενώ οι ΗΠΑ θα πραγματοποιήσουν συνομιλίες με τη Ρωσία, το ΝΑΤΟ δεν θα αρνηθεί επισήμως την προοπτική ένταξης της Ουκρανίας στη συμμαχία. Αλλά οι συζητήσεις για συγκεκριμένα οπλικά συστήματα, μαζί με τα μέτρα αποφυγής και διαχείρισης επεισοδίων, θα πείσουν τη Ρωσία να μην προβεί σε νέα παρέμβαση στην Ουκρανία. Η Ρωσία θα πιέσει το Κίεβο να εφαρμόσει το Πρωτόκολλο του Μινσκ με τους δικούς της όρους και οι ηγέτες της Δύσης θα τονίσουν πως η συμφωνία του Μινσκ θα πρέπει να εφαρμοστεί. Αλλά η αντιπολίτευση του Κιέβου και η αδιαλλαξία των αυτονομιστών θα καταστήσουν απίθανο το ενδεχόμενο να υπάρξει πραγματική αλλαγή.
Η Μόσχα πιθανότατα θα εξουσιοδοτήσει τους αυτονομιστές να προχωρήσουν τακτικά σε παραβιάσεις της εκεχειρίας για να δυσκολέψουν το Κίεβο, με τις πράξεις, αλλά και την ανδράνειά του να δημιουργούν πολιτικά και στρατιωτικά ρίσκα. Αν ο ουκρανικός στρατός απαντήσει με βία στους βομβαρδισμούς των αυτονομιστών, η Μόσχα μπορεί να παρουσιάσει το Κίεβο ως τον επιτιθέμενο και να δικαιολογήσει μια παρέμβαση της Ρωσίας. Αλλά αν η Ουκρανία δεν εντείνει την αντίδρασή της, τότε ο ουκρανικός στρατός θα υποστεί δυσανάλογες απώλειες που θα είναι πολιτικά επιβλαβείς για την κυβέρνηση του προέδρου Volodymyr Zelensky.
Αν και λιγότερο πιθανό, η αύξηση των δυνάμεων της Ρωσίας θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιπλέον στρατιωτική και άλλη στήριξη του Κιέβου από τη Δύση την ώρα που θα καταρρέουν οι διαπραγματεύσεις για την ασφάλεια, κάτι που θα έπειθε τη Μόσχα να προχωρήσει σε στρατιωτική επέμβαση στην Ουκρανία. Ένα τέτοιο σενάριο θα μπορούσε να περιλαμβάνει μια απόπειρα κατάληψης μεγάλων τμημάτων της Ουκρανίας, ή μια περιορισμένη εισβολή ή στοχευμένα πυραυλικά πλήγματα κατά του ουκρανικού στρατού με στόχο να εξαναγκάσει έναν πολιτικό διακανονισμό.