Αν μη τι άλλο, ουδείς μπορεί να κατηγορήσει τον Τζο Μπάιντεν και τον Βλαντιμίρ Πούτιν ότι δεν συνομιλούν – έστω κι αν κάποιες φορές ανταλλάσσουν βαριές κουβέντες. Η χθεσινοβραδινή τους τηλεφωνική συνομιλία, άλλωστε, ήταν η τέταρτη στον ένα χρόνο που βρίσκεται ο Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο – στην οποία πρέπει να προστεθεί η τηλεδιάσκεψη κορυφής μεταξύ των δύο ηγετών στις αρχές Δεκεμβρίου και, βεβαίως, η συνάντησή τους, τον περασμένο Ιούνιο στη Γενεύη.
Δεν αποκλείεται, μάλιστα, εντός του Ιανουαρίου και μέχρι την επίσημη πρώτη επέτειο από την ορκωμοσία του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, οι δύο ηγέτες να έχουν και νέα επαφή, καθώς όλα τα «καυτά» μέτωπα των σχέσεων μεταξύ των χωρών τους είναι ανοιχτά. Δεν είναι τυχαίο ότι από τις 10 Ιανουαρίου έχουν προαναγγελθεί διαπραγματεύσεις τόσο μεταξύ Ρωσίας και ΗΠΑ όσο και μεταξύ Ρωσίας και ΝΑΤΟ.
Επισήμως, στο επίκεντρο βρίσκεται η Ουκρανία και οι επικίνδυνες εξελίξεις εκεί. Αν πιστέψουμε δε τα ανακοινωθέντα και τις διαρροές, από Ουάσιγκτον και Μόσχα, που ακολούθησαν τη χθεσινή τηλεφωνική συνομιλία Μπάιντεν-Πούτιν, τότε αμφότεροι επανέλαβαν τις πάγιες θέσεις τους και τις «κόκκινες γραμμές» τους.
Τα… γνωστά και η ουσία
Ο πρώτος επανέλαβε πως κάθε νέα στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας σε ουκρανικό έδαφος θα συνεπάγεται την αυτόματη επιβολή «άνευ προηγουμένου» κυρώσεων, σε συντονισμό με τους Ευρωπαίους. Όσο για τον δεύτερο, φέρεται να ξεκαθάρισε δύο πράγματα: Αφενός, ότι κάθε είδους νέες κυρώσεις θα επιφέρουν πλήρη ρήξη των διμερών σχέσεων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και, αφετέρου, ότι η χώρα του απαιτεί εγγυήσεις ότι η Ουκρανία δεν θα γίνει μέλος του ΝΑΤΟ – τυπικώς ή ατύπως.
Εδώ, όμως, τίθεται ένα ερώτημα: Χρειαζόταν να μιλήσουν μεταξύ τους οι δύο πρόεδροι για να επαναλάβουν ήδη και χιλιοειπωμένα γνωστά πράγματα; Προφανώς και όχι, είναι η απάντηση. Άρα, ευλόγως μπορούμε να υποθέσουμε πως το πραγματικό διακύβευμα αυτή την περίοδο είναι κάτι άλλο – από αυτά που είτε λέγονται και δεν γίνονται είτε γίνονται και δεν λέγονται.
Φυσικά, δύσκολα θα μάθουν οι «εκτός» ποιο είναι ακριβώς αυτό. Θα πρέπει δε όλοι να περιμένουμε τις εξελίξεις το επόμενο διάστημα, εβδομάδες ή και μήνες, προκειμένου να καταλάβουμε προς ποια κατεύθυνση κινούνται μετά τα όσα είπαν Μπάιντεν και Πούτιν.
Κριμαία, Ντονμπάς και Κίεβο
Μπορούμε πάντως να υποθέσουμε, χωρίς να κινδυνεύουμε ιδιαιτέρως να πέσουμε έξω, δύο πράγματα. Το ένα είναι ότι η κατάσταση στην Ουκρανία δεν πρόκειται να μεταβληθεί ριζικά, καθώς κάθε προσπάθεια να συμβεί κάτι τέτοιο δια της βίας θα μπορούσε να προκαλέσει μια σύρραξη ανάμεσα στις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ με τη Ρωσία. Έτσι, η χώρα θα είναι «μοιρασμένη» ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα – τουλάχιστον μέχρις ότου οι συνθήκες επιτρέψουν να αλλάξει η κατάσταση
Πρακτικά, λοιπόν, η Κριμαία θα παραμείνει στη ρωσική επικράτεια, όπως και οι κυρώσεις που έχουν να κάνουν με την προσάρτησή της. Η ανατολική Ουκρανία και η επαρχία του Ντονμπάς, επίσης, θα συνεχίσει να είναι ντε φάκτο αυτόνομη και υπό την επιρροή της Μόσχας, ενώ η υπόλοιπη Ουκρανία θα «εκκαθαριστεί» δραστικά από τα φιλορωσικά στοιχεία που έχουν απομείνει εκεί και θα έρθει όσο το δυνατόν πιο κοντά στην ΕΕ και το ΝΑΤΟ – με το πόσο κοντά να αποτελεί αντικείμενο του εν εξελίξει «παζαριού».
Το δεύτερο είναι ότι στο πίσω μέρος του μυαλού και των δύο προέδρων υπήρχε μια άλλη χώρα, η οποία καθορίζει ολοένα περισσότερο το διεθνές τοπίο και τις ισορροπίες: Η Κίνα – «στρατηγικός ανταγωνιστής» και επικίνδυνος αντίπαλος για τις ΗΠΑ και «στρατηγικός εταίρος» και απρόβλεπτος παίκτης για τη Ρωσία.
Με το βλέμμα στο Πεκίνο
Ας το διατυπώσουμε διαφορετικά: Στην Ουάσιγκτον γνωρίζουν ότι εάν τα «σπάσουν» εντελώς με τους Ρώσους, τότε αυτοί θα αναγκαστούν να πέσουν στην αγκαλιά της Κίνας, συγκροτώντας ένα πανίσχυρο άξονα απέναντι στη Δύση. Στη Μόσχα, την ίδια στιγμή, συνειδητοποιούν ότι ναι μεν οι σχέσεις με τους Κινέζους είναι σε πολύ καλό επίπεδο, όμως σε αυτή τη σχέση ο ισχυρός είναι το Πεκίνο, το οποίο κάποια στιγμή ενδέχεται να ζητήσει «υπέρμετρα» ανταλλάγματα.
Σε αυτό το φόντο – όπως επανειλημμένως έχουν προτείνει σημαντικοί Αμερικανοί και δυτικοί αναλυτές – Μπάιντεν και Πούτιν θα επιδιώξουν να κρατήσουν ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας και συνεργασίας και να μην διαρρήξουν τις σχέσεις των δύο χωρών.
Εάν δεν τα καταφέρουν, κάτι που ασφαλώς είναι πολύ πιθανό, τότε η τροπή που θα πάρουν οι διεθνείς γεωπολιτικές εξελίξεις θα είναι πολύ πιο αρνητική και επικίνδυνη – και μάλιστα άμεσα. Αλλά και στην αντίθετη περίπτωση, οι «πληγές» που υπάρχουν δεν πρόκειται να κλείσουν και θα αιμορραγήσουν ξανά στην πρώτη σημαντική «στροφή» της ιστορίας.