Ηταν μεσημέρι. Βρεθήκαμε στο σπίτι της. Υποβλητική ατμόσφαιρα. Καθόμουν απέναντί της και, καθώς με παρατηρούσε, προσπαθούσα να ερμηνεύσω το αινιγματικό της βλέμμα. Τοποθέτησα πάνω στο γραφείο της, όρθιες, δίπλα-δίπλα, τις πρόσφατες επανεκδόσεις των μυθιστορημάτων της Ο θάνατος ήρθε τελευταίος (2001) και Το πάθος χιλιάδες φορές (2009). Υστερα έβγαλα από το σακίδιό μου το καινούργιο της βιβλίο με τίτλο Ορατή σαν αόρατη (εκδ. Καστανιώτη, 2021) και το έβαλα εκεί που έπρεπε, παρέα με τα άλλα δύο. Οι μοβ ράχες τους, όλες μαζί, ενωμένες πια, σχημάτισαν τη διακριτική μορφή μιας κουκουβάγιας. «Αυτή είναι, αν θέλετε, η τελευταία πράξη του δράματος» είπε τότε με ένα μειδίαμα η Ζυράννα Ζατέλη και έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια της. Εννοούσε την ολοκλήρωση της περίφημης τριλογίας της Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους.
Χρειάστηκε εν τέλει δώδεκα (και όχι επτά) χρόνια προκειμένου να κλείσει έναν μυθιστορηματικό κύκλο που δεν έχει προηγούμενο στη σύγχρονη ελληνική πεζογραφία και που, κατά τα φαινόμενα, αν λάβουμε υπ’ όψιν την ιδιοσυγκρασία της, δεν θα έχει και επόμενο. Αυτή η σαγηνευτική και ιδιότυπη επικράτεια, το ζατελικό σύμπαν, η λογοτεχνία της, αποτελεί περίπτωση μοναχική και μοναδική στα γράμματά μας. Και το καινούργιο της έργο, αδιαμφισβήτητος καρπός της πεπαιδευμένης ωριμότητάς της, όχι μόνο επικυρώνει του λόγου το ασφαλές αλλά και μνημειώνει, μέσω μιας διαπεραστικής, σκιόφωτης γλώσσας, έναν κόσμο ολόκληρο, όμορφο και φοβερό, τον δικό της.
Η κορυφαία ελληνίδα συγγραφέας μίλησε στο «Βήμα» με αφορμή την κυκλοφορία του πολυαναμενόμενου μυθιστορήματός της Ορατή σαν αόρατη, όπου πρωταγωνιστεί η Λεύκα, η επί σειρά ετών βασική της ηρωίδα, εδώ συν τοις άλλοις ένα φάντασμα της γραφής, η οποία – καταπώς η ίδια ή ο αναγνώστης κρίνει – είναι και δεν είναι η Ζυράννα Ζατέλη…
Ποιο είναι το κυρίαρχο αίσθημα, κυρία Ζατέλη, τώρα που αυτό το σημαδιακό βιβλίο είναι στα χέρια των αναγνωστών σας;
«Ως έναν βαθμό, λύτρωση και δικαίωση. Εζησα τόσα χρόνια με αυτά τα πρόσωπα, τους χαρακτήρες μου, τους πήγα και τους έφερα, με πήγαν και με έφεραν, με διαμόρφωσαν και τους διαμόρφωσα. Η σχέση αυτή είναι εξόχως αμφίδρομη. Η γραφή άλλωστε για εμένα είναι μια παράλληλη ζωή μες στη ζωή μου. Από την άλλη μεριά, οφείλω να προσθέσω ότι αισθάνομαι και μια ορφάνια, το αίσθημα είναι μοιρασμένο. Σέβομαι και τις δύο εκφάνσεις του. Δεν έχω ξεμπερδέψει με το γράψιμο, δεν το νομίζω καθόλου, απλώς δεν έχω ίσως το άγχος να βγάλω το επόμενο βιβλίο. Ποτέ δεν το είχα, επί της ουσίας. Ουδέποτε με πίεσε κανείς. Ωστόσο καταλάβαινα ότι οι συνθήκες γύρω μου, κατά κάποιον τρόπο, με περίμεναν. Κάποια στιγμή, όταν για πολλοστή φορά ρωτήθηκα πότε θα έβγαινε το τελευταίο μέρος της τριλογίας, απάντησα χαριτολογώντας ότι, αν ήθελε και εφόσον δύναται, ας ερχόταν κάποιος άλλος να το αποπερατώσει».
Και προφανώς δεν εμφανίστηκε κανείς. Ωστόσο, το «Ορατή σαν αόρατη» δεν είναι ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα, όπως τα προηγούμενα. Τι συνέβη;
«Μαθημένη, αν θέλετε, σε μυθιστορήματα-ποταμούς, όταν ξεκίνησα αυτό το βιβλίο, το 2011, αποπειράθηκα να εισέλθω κατευθείαν στο κυρίως θέμα, να αφηγηθώ την ιστορία μιας συγγραφέως-φάντασμα, η οποία δηλαδή εργάζεται και για λογαριασμό μιας άλλης κυρίας που δεν είναι συγγραφέας. Ομως δεν μπόρεσα. Διότι αυτό αντέβαινε στην ίδια την τακτική της γραφής μου. Ξέρω ότι πάντοτε με περιμένει ο ποταμός, αλλά δεν γίνεται να μπω αμέσως σε αυτόν. Χρειάζομαι μια εσώτερη προεργασία, μια αυτο-μύηση αν προτιμάτε. Με άλλα λόγια, οι παραπόταμοι ή οι παράπλευρες ιστορίες που υπάρχουν σε όλα μου τα βιβλία, πέραν του ότι με παρασύρουν σε δημιουργικές εκτροπές, είναι, ως φαίνεται, απαραίτητες προϋποθέσεις για να προχωρήσω. Εν προκειμένω, μου πήρε τρία χρόνια για να εκκινήσω, το 2014 πια, με τις κουκουβάγιες όπως είδατε, τις οποίες και ευγνωμονώ. Ξέρετε, ποτέ δεν έγραφα εύκολα τη λογοτεχνία μου, ωστόσο έγραφα πιο πολύ. Και αίφνης διαπίστωσα ότι τα άλογά μου, που κάποτε κάλπαζαν, τώρα πηγαίναν πιο αργά, ενίοτε γονάτιζαν. Αυτό με πόνεσε στην αρχή, με τρέλανε, έλεγα «μα τι γίνεται, ως εδώ ήταν;». Oταν όμως πήρα τον χρόνο μου και κυρίως αποδέχθηκα ότι δεν ήμουν υποχρεωμένη να γράψω άλλο ένα τεράστιο μυθιστόρημα, άρχισε και η μέσα απελευθέρωση. Αποδεχόμενη ότι αυτό το βιβλίο θα είναι ολιγοσέλιδο και αποσταγματικό – μα όχι για τούτο λιγότερο πυκνό ή με λιγότερο βάθος – ένιωσα ότι ήμουν έτοιμη να συνεχίσω».
Μιλάτε για την αποδοχή των σημερινών σας δυνάμεων; Της ηλικίας σας;
«Μιλώ για την αποδοχή του χρόνου, άρα και της ηλικίας. Φτάνουμε σε ένα σημείο που δεν έχουμε τόση ενέργεια αλλά ίσως έχουμε περισσότερη, πώς να το πω, συναίσθηση, σύνεση, σοφία. Το προ-έβλεπα από νωρίς το βιβλίο αυτό, ακόμη και την έκτασή του. Το κατηύθυνα και με κατηύθυνε. Αυτή είναι η σχέση μου με το γράψιμο. Συμβιώνω κανονικά μαζί του. Ακόμη και τις ημέρες που δεν γράφω, ξέρω ότι συντελείται η δουλειά αλλού, στη σιωπή. Υπήρξαν πάντως και μέρες που φοβήθηκα μήπως δεν ξαναγράψω. «Τρεις μέρες γράφω και δεκατρείς πεθαίνω» συλλογιζόμουν. Και παράλληλα, η φωνή ενός βαθύτερου εαυτού σαν να με καθησύχαζε, να μου έλεγε «αν είσαι στα δύσκολα, είσαι σε καλό δρόμο». Αυτό, τώρα που το σκέφτομαι, συνέβαινε ανέκαθεν, οι καλύτερες σελίδες σε ό,τι έχω κάνει μέχρι σήμερα έβγαιναν μετά από φόβους ή αυτο-φοβερίσματα ότι αδυνατώ να πάω παρακάτω. Είναι μια ενδόμυχη ταραχή που με ωθεί, και στο τέλος με κάνει να γαληνεύω. Υπερβαίνω τους φόβους μου, ανθρώπινους και συγγραφικούς, όχι παρακάμπτοντάς τους, αλλά περνώντας μέσα από αυτούς, διασχίζοντάς τους. Eφτασα σχεδόν να μιλώ για δύο εαυτούς, μα έτσι έχουν τα πράγματα. Η Ζυράννα που φοβάται και η Ζατέλη που ξέρει ότι, εφόσον φοβάται, βαδίζει σωστά».
Θεωρείτε το «Ορατή σαν αόρατη» μια ευμενή πύλη εισόδου στη λογοτεχνία σας; Σκεφθείτε κάποιους που δεν έτυχε να σας διαβάσουν…
«Πιστεύω κατ’ αρχάς ότι το βιβλίο αυτό έχει την αυτονομία του. Μπορεί σίγουρα να διαβαστεί και από όσους δεν έχουν διαβάσει τα προηγούμενα. Κατά κάποιον τρόπο, είναι το τέλος μέσα στο οποίο ενυπάρχει και η αρχή. Το λογοτεχνικό μου σύμπαν, όπως εσείς το λέτε, αν έχει σχήμα, αυτό είναι οφιοειδές. Το «Ορατή σαν αόρατη» μπορούν άνετα να το προσεγγίσουν «παρθένοι» αναγνώστες, όσες και όσοι δεν έχουν συναντηθεί ξανά με κάτι δικό μου και πιστεύω ότι, αν μη τι άλλο, κάτι θα σκοτεινιάσει και κάτι θα φωτίσει μέσα τους ταυτόχρονα, ένα κάτι που ενδεχομένως θα τους παρακινήσει να εξερευνήσουν περαιτέρω τα γραπτά μου. Και για να σας απαντήσω ευθέως: το «Ορατή σαν αόρατη» είναι, την ίδια στιγμή, μια πύλη εξόδου και μια πύλη εισόδου για τους αναγνώστες».
Τι προσθέτει, επομένως, ετούτο το βιβλίο στα ήδη υπάρχοντα;
«Εξ αρχής η ενδόμυχη επιθυμία μου ήταν να φτάσω να γράψω κάποτε για την ίδια τη γραφή, χωρίς ωστόσο να κάνω μια πραγματεία πάνω σε αυτήν, αλλά μέσα από τα μυστικά μονοπάτια της μυθοπλασίας. Και είχα την υπομονή, από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, να αναπτύξω συστηματικά μια ηρωίδα συγγραφέα και να τη φέρω εδώ που την έφερα. Από εμένα πάντως μην περιμένετε να αρχίσω τις αναλύσεις. Eχω πια, όσο κι αν ακούγεται σκανδαλώδες, μεγάλη εμπιστοσύνη στο ίδιο το υποσυνείδητο της γραφής».
Να σταθούμε όμως και στην κυρία Σιουντεβά, για την οποία η Λεύκα λειτουργεί ως συγγραφέας-φάντασμα. Τι λέτε;
«Είναι ένα τραγικό πρόσωπο αυτή η γυναίκα. Σιγά-σιγά καταλαβαίνουμε τι ακριβώς ζητάει από τη Λεύκα. Κι ενώ η Λεύκα οσμίζεται από νωρίς τι συμβαίνει, συνεχίζει γιατί κάτι την κεντρίζει σε όλο αυτό, γιατί είναι γεννημένη συγγραφέας. Για τη Λεύκα αν κάτι δεν είναι γραμμένο είναι σαν να μην έχει υπάρξει. Αυτό – ως Ζυράννα – το μοιράζομαι μαζί της. Επί δέκα χρόνια η Λεύκα – από τα 22 ως τα 33 της – εργάζεται ως συγγραφέας-φάντασμα για την κυρία Εζμίρα Σιουντεβά. Το θέμα είναι ότι, επειδή γνωρίζει τις δυνατότητες-μη δυνατότητες της άλλης, φροντίζει ώστε ό,τι γράφει για εκείνην να είναι ευπρεπές, να στέκει, αλλά για την ίδια να υστερεί, να λείπει ο κάτωθεν βασανισμός, η σερπετιά του νου… Σε μια τέτοια ισορροπία τρόμου εκινείτο η Λεύκα».
Ισορροπία τρόμου μεν, μια εσώτερη μαθητεία στη γραφή δε… Δεν είναι έτσι;
«Ναι, εννοείται, ένας διπλός ρόλος, κάτι σαν διπλή κατασκοπεία. Μην ξεχνάμε ότι η Λεύκα κάνει αυτή τη δουλειά με την απώτερη σκέψη ότι κάποτε όλο αυτό θα αποτελέσει υλικό πρώτης τάξεως για να γράψει ένα σπουδαίο μυθιστόρημα. Το παράξενο είναι ότι η Λεύκα αποφασίζει – κι αυτό το δράμα, αυτός ο παιδεμός ξεδιπλώνεται μέσα στο βιβλίο – να μη γράψει εν τέλει το εν λόγω βιβλίο, αν και η αόρατη αφηγήτρια – ποια να ‘ναι άραγε; – αφήνει καίριους υπαινιγμούς ως προς το τι διαδραματιζόταν. Με άλλα λόγια, υπερισχύει στο τέλος η επιείκεια και η συμπόνια για το άλλο πρόσωπο, την κυρία Σιουντεβά».
Είπατε πριν, κυρία Ζατέλη, ότι συμβιώνετε με τη γραφή. Δηλαδή;
«Eτσι το βιώνω, ειλικρινά, όπως σας το λέω. Αισθάνομαι να είμαι η γραφή μου, η αντανάκλασή της. Δεν ξέρω πώς πρέπει να ερμηνευτεί αυτό. Γράφομαι, θα σας πω. Και έχω γραφτεί πάρα πολύ για να γράψω, εν τέλει. Eχω τα εκατοντάδες σημειωματάριά μου, κάτι σαν αφανείς ηρωίδες για χάρη μου. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι το καλύτερο βιβλίο μου δεν θα το διαβάσω ποτέ επειδή ακριβώς το απαύγασμα ή το πλήθος του εαυτού μου βρίσκεται διάσπαρτο μα και συγκεντρωμένο μέσα σε αυτά τα σημειωματάρια. Η γραφή είναι και δύναμη αυθύπαρκτη και ανάγκη καθημερινή, ψυχική και οργανική».
Τη γραφή σας, πώς θα την περιγράφατε;
«Θα σας το πω με ένα παράδειγμα. Να γραφτεί, λόγου χάριν, μια ερωτική ιστορία χωρίς να υπάρχει η λέξη έρωτας. Να ειπωθούν τα πράγματα που δεν φανερώνουν αμέσως τις λέξεις τους. Προτιμώ να τα αφήσω να διαφανούν, να αναδυθούν από μόνα τους, και στην ανάγκη να αποκρύψουν και κάτι. Για να ‘χει μετά δουλειά και ο αναγνώστης».
Σας απασχολεί το γεγονός ότι μεγαλώνετε;
«Βιολογικά ναι, αρκετά, θα ‘ταν ψέμα να πω όχι. Προσφάτως με ρώτησαν κάπου πόσων ετών είμαι και είπα, για να γελάσουμε, τα κιλά μου. Είναι σαφώς ολιγότερα σε αριθμό από τα έτη».
Με την ευκαιρία να επισημάνω ότι σε όλα σας τα βιβλία και ειδικότερα σε αυτό, το χιούμορ, πικρό ή ευφρόσυνο, παίζει σημαίνοντα ρόλο…
«Α, βέβαια. Και η χαρά και η αγχόνη του βίου θέλουν το χιούμορ τους. Είναι το άλας της αμφισημίας. Μην ξεχνάμε πως η ζωή ολόκληρη, η ύπαρξη, είναι μια αμφισημία. Εν πάση περιπτώσει, πλησιάζοντας προς τη δύση του βίου αντιλαμβάνεσαι καθαρότερα τι χάνεις προκειμένου να κερδίσεις κάτι ως τώρα άγνωστο από πρώτο χέρι. Μια καινούργια εμπειρία, έστω και μελαγχολική. Το βιβλίο αυτό ενδέχεται να σημαίνει μια παύση ή μια ανακωχή με τη φόρμα του μυθιστορήματος. Μπορεί να ζήσω ως τα εκατό, μπορεί και να σας χαιρετήσω σε πέντε χρόνια. Φαντάζομαι πως το «Ορατή σαν αόρατη» θα λειτουργήσει ως αφορμή και για κάτι άλλο. Μικρές αφηγήσεις; Υστερόγραφα κάποιων ιστοριών μου; Ποιος ξέρει. Μπορεί να σηματοδοτήσει και μια άλλη σχέση με την ίδια τη σιωπή πλέον. Εχει κι αυτή το βασίλειό της μέσα μου».
Είστε ευτυχής;
«Περισσότερο και από το να είμαι ευτυχής, δεν θέλω να είμαι αχάριστη. Ευχαριστώ τη ζωή που μου έδωσε αυτό το χάρισμα, την πένα, το μέσα βλέμμα πάνω στον κόσμο. Ελπίζω να το αξιοποίησα με τον καλύτερο κατ’ εμέ δυνατό τρόπο. Και δεν σας κρύβω, είναι παρηγορητικό να σκέφτομαι ότι έχω αφήσει ένα ίχνος πίσω μου, ότι δεν έζησα μάταια».
Ζυράννα Ζατέλη
Ορατή σαν αόρατη
Εκδόσεις Καστανιώτη,
2021, σελ. 370,
τιμή 16 ευρώ