Οι προσεκτικοί αναγνώστες του Μισέλ Φουκώ γνωρίζουν ότι στο έργο του κάνει μια διάκριση ανάμεσα στην πειθαρχική εξουσία και τη βιοπολιτική με την πλήρη έννοια. Η πρώτη αποτυπώνεται, εάν μιλάμε για τη διαχείριση ζητημάτων που αφορούν την υγεία, σε πρακτικές όπως οι καραντίνες ή ο υποχρεωτικός εγκλεισμός των αρρώστων στο σπίτι τους για να μη μεταδώσουν την ασθένεια, πρακτική δοκιμασμένη στις επιδημίες της πανούκλας στον 17ο αιώνα. Η δεύτερη, κατά τον Φουκώ, σχετίζεται με την εμφάνιση των πρώτων πρακτικών εμβολιασμού (ενάντια στην ευλογιά στον 18ο αιώνα). Κατά τον Φουκώ πλέον αυτό σηματοδοτεί τη μετάβαση σε μια αντίληψη όπου αντί για την «πειθαρχική» αποτροπή του κινδύνου, έχουμε μια αναμέτρηση με τη διαχείριση του κινδύνου, του ρίσκου, μια μεταφορά προς τα μέλη της κοινωνίας της ευθύνης να αναλαμβάνουν και να διαχειρίζονται κινδύνους, σε μια διαδικασία που συνδέεται με την εμφάνιση των πρώιμων εκδοχών φιλελεύθερης κυβερνησιμότητας, αυτής που συνδέεται με την παράλληλη εμφάνιση της αντίληψης της οικονομίας ως laissez faire – laissez passer.
Βεβαίως την ίδια στιγμή ο Φουκώ υπογραμμίζει ότι η μετάβαση από την πειθαρχική εξουσία στην βιοπολιτική, δεν σηματοδοτούσε μια πλήρη εγκατάλειψη της πειθαρχικής διάστασης, κομβικής άλλωστε για τη διαμόρφωση της νεωτερικής έννοιας της κυριαρχίας, την ώρα που ούτως ή άλλως διατηρείτο και μια διάσταση «ποιμενική» στον τρόπο άσκησης της εξουσίας.
Οι παρατηρήσεις αυτές δεν είναι τόσο φιλολογικές. Πολύ περισσότερο έχουν να κάνουν με τον τρόπο που στη διαχείριση της πανδημίας μπορεί κανείς να διακρίνει όλες αυτές τις παραλλαγές ως προς τις πρακτικές εξουσίας: την «πειθαρχική» διάσταση που είχε να κάνει με όλους τους περιορισμούς που επιβλήθηκαν στην ελεύθερη κίνηση, ιδίως στη φάση των lockdown· την διάσταση της ατομικής ευθύνης και της μεταφοράς της διαχείρισης του κινδύνου σε ατομικό επίπεδο ως πλευρά μιας νέας αναδυόμενης υποκειμενικότητας· και φυσικά την «ποιμενική» διάσταση της ανάγκης να έχουμε «εμπιστοσύνη στους ειδικούς».
Αντίστοιχα, κανείς μπορεί να δει και την αντιφατική συνύπαρξη των διαφορετικών αυτών «τρόπων» της εξουσίας όπως και του συνδυασμού ανάμεσα σε αυτούς και την παραγωγή – ιδεολογικών – λόγων. Για παράδειγμα είναι πολύ χαρακτηριστική η ταλάντευση ανάμεσα στην προσπάθεια να παρουσιαστούν τα όποια μέτρα προτείνονται ως «φραγμοί» ή περίπου απόλυτα μέσα προστασίας και την – πολύ πιο ειλικρινή – παραδοχή ότι στην ουσία γίνεται προσπάθεια «διαχείρισης του κινδύνου». Αντίστοιχα, η «εμπιστοσύνη στους ειδικούς» συχνά ήρθε σε σύγκρουση με τη διαπίστωση ότι σε ένα φαινόμενο τόσο σύνθετο θα υπήρχε αναγκαστικά και ένας βαθμός πραγματικής άγνοιας ή τουλάχιστον αδυναμίας να υπάρξει μια πλήρης δυνατότητα πρόβλεψης. Και βέβαια έχει ενδιαφέρον πώς ένα μέτρο «διαχείρισης του κινδύνου» όπως είναι ο μαζικός εμβολιασμός μπορεί να συνδυάζεται ταυτόχρονα με όλο το φάσμα της πειθαρχικής επιβολής του.
Να μη χαθεί η δυνατότητα του κριτικού αναστοχασμού
Όλα αυτά παραπέμπουν σε μια διαρκή ανάγκη να μη χαθεί η δυνατότητα του κριτικού αναστοχασμού μέσα στη συγκυρία της πανδημίας. Είναι προφανές ότι η διαχείριση της πανδημίας δεν μπορεί εύκολα να περιγραφεί ως μια συνεκτική και πάντα ορθολογική πρακτική, μπροστά σε ένα φαινόμενο που διέψευσε πλευρές των προηγούμενων μοντέλων και την ίδια ώρα προσέφερε μια διαρκή – και οδυνηρή – επιβεβαίωση των κοινωνικών μηχανισμών που παράγουν ή επιτείνουν την ευαλωτότητα και την ευπάθεια. Είναι, επίσης, προφανές ότι η διαχείριση της πανδημίας δεν θα μπορούσε να αποφύγει να καθοριστεί και από συνολικότερες τάσεις, σχηματικά αυτό που θα μπορούσαμε να περιγράψουμε ως την αυταρχική πλευρά του νεοφιλελευθερισμού, με όλο τον υπαρκτό κίνδυνο διακύβευσης σε βάθος χρόνου βασικών ελευθεριών, έστω και εάν την ίδια στιγμή αποτυπώθηκαν τα πραγματικά όρια του νεοφιλελευθερισμού, με αποτέλεσμα στην επιστροφή σε ένα φάσμα από υποτίθεται αποκηρυγμένες πρακτικές όπως ο αυξημένος ρόλος του κράτους στην οικονομία ή η επίκληση της κοινωνικής αλληλεγγύης αντί του ατομικού εγωισμού.
Η επιμονή στην υπεράσπιση ενός ορθολογισμού που να στηρίζεται στην διαρκή κριτική επερώτηση και όχι στον εγγενή στον επιστημονισμό δογματισμό καθίσταται σε αυτό το φόντο ιδιαίτερα κρίσιμη. Για να το πούμε διαφορετικά: δεν μπορούμε να μείνουμε στα όποια δίπολα αναδεικνύονται σήμερα, π.χ. ανάμεσα στην άκριτη αποδοχή της μέχρι τώρα διαχείρισης εντός ενός κυρίαρχου λόγου που παραβλέπει ότι η επιστήμη εμπεριέχει και την απροσδιοριστία και την αβεβαιότητα και, από την άλλη, μια ανορθολογική και συνωμοσιολογική αμφισβήτησή τους. Ούτε μπορούμε εκ προοιμίου να περιορίσουμε τις επιλογές μας ανάμεσα στην αποδοχή και συμμόρφωση με μια αυταρχική εκδοχή πειθαρχικής εξουσίας με όλο το φάσμα των περιορισμών και των απαγορεύσεων που εμπεριέχει (και που προφανώς θα μείνουν και μετά το τέλος της υγειονομικής κατάστασης έκτακτης ανάγκης) και την απλή υπεράσπιση της «ατομικής επιλογής», που παραβλέπει κάθε έννοια αλληλεγγύης και συλλογικής αντιμετώπισης κοινών προβλημάτων.
Υπάρχει πάντα και μια επιπλέον επιλογή
Με μία έννοια το ζήτημα είναι να μην ξεχάσουμε ότι πάντα υπάρχουν περισσότερες επιλογές από όσες φαινομενικά είναι διαθέσιμες. Με την πανδημία να μην έχει τελειώσει, παραμένει ενεργό το ερώτημα μιας διαχείρισής της που να στηρίζεται λιγότερο στον εξαναγκασμό και περισσότερο στη ανασυγκρότηση της συλλογικότητας στην αντιμετώπιση ενός κοινού προβλήματος, με μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στη δυνατότητα των ανθρώπων να επιλέξουν επειδή το κρίνουν σωστό και όχι επειδή απλώς τους επιβάλλεται.