Γνωστός για τα ταξιδιωτικά του έργα σε Ιράν και Ινδία, χώρες όπου καθώς ταξίδευε έφτιαχνε χειροποίητες κάρτες ή επιζωγράφιζε φωτοτυπίες φωτογραφιών του και έστελνε στη συνέχεια σε γνωστούς και άγνωστους παραλήπτες, ο Αλέξανδρος Γεωργίου εγκαινιάζει τη συνεργασία του με την αίθουσα τέχνης Ρεβέκκα Καμχή στο Μεταξουργείο με ένα εντελώς διαφορετικό σώμα δουλειάς. Πρόκειται για ζωγραφικά έργα, λάδια και μαρκαδόρους σε καμβά, στα οποία παρουσιάζεται μια ιδιόμορφη φυλή από λιλιπούτεια ανθρωπόμορφα πλάσματα, βγαλμένα θαρρείς από τον εξαΫλωμένο, μελαγχολικό αν και πολύχρωμο εφιάλτη ή την ένοχη συνείδηση ενός Στιούι Γκρίφιν (από τη σειρά «Family Guy»). Υπάρχει η παραδοξότητα του παραμυθιού στην απεικόνιση, εξάλλου ο τίτλος της έκθεσης «Πρίγκιπας με μπλε κορώνα συναντά την οικογένεια στο σώμα του» διαβάζεται και ως η υπόσχεση για ένα παιδικό βιβλίο όπου πρωταγωνιστούν μυστηριώδη αλλά καλόκαρδα, μοναχικά τέρατα, οι κάτοικοι της χώρας των μικρών παιδιών που ήμασταν και εγκαταλείψαμε βίαια μεγαλώνοντας. Τα κινούμενα σχέδια, το παιδικό βιβλίο, δεν είναι τυχαίοι συνειρμοί, καθώς ο Γεωργίου δημιούργησε αυτά τα έργα μετά τη γέννηση του γιου του την περίοδο 2017-2020 ζώντας ανάμεσα σε Νέα Υόρκη όπου μένει κατά βάση ο ίδιος και Αθήνα όπου βρίσκεται ο γιος του.
Γιατί ο Πρίγκιπας φοράει μπλε κορώνα για να συναντήσει την οικογένεια στο σώμα του;
«Ο πρίγκιπας φοράει μπλε κορώνα, όχι χρυσή, γιατί το μπλε δηλώνει τη διάθεσή του: είναι θλιμμένος. Συναντά την οικογένεια στο σώμα του, γιατί δεν την συναντά παρά ως σωματοποιημένη αίσθηση έλλειψης. Μου έλειπε πολύ ο γιος μου γιατί ήταν στην Αθήνα με την μητέρα του και εγώ στην Νέα Υόρκη, μου έλειπε πολύ περισσότερο από όσο ποτέ φανταζόμουν κι αυτός ο πόνος είναι που γέννησε την ιδέα της συνάντησης της οικογένειας στο σώμα».
Γιατί στράφηκες στη ζωγραφική μετά τη γέννηση του γιου σου;
«Όταν γεννήθηκε ο γιος μου τον αγάπησα τόσο πολύ που δεν μπορούσα παρά να θέλω να είμαι κοντά του συνέχεια και να τον βοηθώ να μεγαλώνει. Αλλά έμενα στη Νέα Υόρκη. Πηγαινοερχομουν λοιπόν κάθε δύο μήνες, ξόδεψα όλες μου τις οικονομίες και δεν είχα ούτε το μυαλό ούτε το χρόνο να συνεχίσω τα ταξιδιωτικά έργα στην Ινδία όπως υπολόγιζα πριν γεννηθεί. Πριν γεννηθεί πίστευα ότι δεν θα με επηρεάσει καθόλου και θα συνέχιζα τη ζωή μου κανονικά. Ήμουν τόσο ανόητος. Η αγάπη για το παιδί κατέκλυσε τη ψυχή μου και άλλαξε δραστικά τον κόσμο μου. Προσπαθώντας να βρω ένα τρόπο να εκφράσω μέσα από τη δουλειά μου την αλλαγή αυτή επέστρεψα ξανά στο εργαστήριο και στην ζωγραφική. Κατάλαβα ότι η ψυχική περιοχή από την οποία δούλευα τόσα χρόνια τα έργα μου ήταν η ίδια με την ψυχική περιοχή όπου κατοικούσε η αγάπη για τον γιο μου».
Γιατί την είχες εγκαταλείψει εξαρχής;
«Δεν την εγκατέλειψα ποτέ εντελώς, πηγαινοερχόμουν μεταξύ φωτογραφίας και ζωγραφικής από τότε που ήμουν ακόμα στο εργαστήριο του Δημοσθένη Κοκκινίδη στην ΑΣΚΤ. Στο τρίτο λοιπόν έτος της σχολής, όταν ήμουν 21, έζησα έναν απίστευτο έρωτα που με αναστάτωσε και άλλαξε τη ζωή μου για πάντα. Ο έρωτας αυτός ήταν τόσο δυνατός που δεν μπορούσα να συνεχίζω να ζωγραφίζω και με οδήγησε στην σειρά των μεγενθυμένων πόλαροιντ με υπερβολικές γκριμάτσες, εκφράσεις χαράς και πόνου σε πολλές εκδοχές τους, που παρουσίασα στην πρώτη μου ομαδική έκθεση, στο Spring Collection ’96, στο Σπίτι της Κύπρου που είχε διοργανώσει το ΔΕΣΤΕ με νέους έλληνες καλλιτέχνες. Μέσω της φωτογραφίας μπορούσα να εκφράσω καλύτερα αυτό που ένιωθα. Και στο μεταπτυχιακό μου, School of Visual Arts στην Νέα Υόρκη έκανα μια σειρά ζωγραφικών έργων».
Γιατί αποφάσισες να βγεις από το εργαστήριο και να κάνεις τα ταξίδια σε Ινδία και Ιράν;
«Ως το 2005 είχα φτάσει σε σημείο που ένιωθα ότι όλο το σύστημα της παραγωγής της τέχνης και της διακίνησης και εμπορίου της με στεχοχωρούσε και ήθελα κάτι να αλλάξει.
Αλλά για να αλλάξει έπρεπε να αλλάξω εγώ κι ο τρόπος που δούλευα. Ηθελα ο δρόμος να είναι το εργαστήριό μου, τα λεωφορεία, τα τρένα, ο ποταμός, τα μονοπάτια…
Ταξίδευα χωρίς δικό μου όχημα και έφτιαχνα τα έργα και τα ταχυδρομούσα καθημερινά σε όσους συμμετείχαν ως παραλήπτες των έργων, σε συλλέκτες και φίλους.
Στο κέντρο αυτών των ταξιδιών βρισκόταν ένα διαπολιτισμικό ενδιαφέρον, ειδικά για τόπους όπως το Ιράν και η Ινδία, όπου αρχαίες αλήθειες είναι ακόμα ζωντανές.
Είναι πιο ζωντανές αν είσαι εκεί να τις ανακαλύψεις με τα μάτια σου, γι’ αυτό και έπρεπε να ταξιδέψω και να βιώσω τη ζωή, σε τριβή με τον κόσμο. Δουλεύοντας με αυτό τον τρόπο ένιωθα πραγματικά ευτυχισμένος παρά τις αντικειμενικά πολύ δύσκολες συνθήκες κάτω από τις οποίες ταξίδευα».
Αυτή η δουλειά μοιάζει να είναι αυτοβιογραφική ή τουλάχιστον να έχει μια τέτοια βάση. Με ποιο τρόπο σε βοηθάει αυτό το μέσο της ζωγραφικής να εξετάσεις, ή να εκφράσεις τους οικογενειακούς δεσμούς;
«Όταν ζωγραφίζω ακολουθώ ένα ένστικτο και δουλεύω χωρίς να ξέρω τι θα παρουσιαστεί στον πίνακα. Ακολουθώ αυτό που νιώθω και κοιτώντας τους πίνακες που φτιάχνω αφού τους έχω τελειώσει προσπαθώ να καταλάβω τι συμβαίνει. Τα πλάσματα που ζωγραφίζω είναι σαν να έρχονται από ένα άλλο κόσμο, σαν να τα σταματάω από ό,τι κάνουν στον κόσμο τους και να τα καλώ να ποζάρουν για μένα. Όλα κοιτούν προς το θεατή και είναι σαν να λένε κάτι με τα μάτια. Ζωόμορφα πλάσματα, φαντάσματα, υπάρξεις που βγαίνουν η μία μέσα από την άλλη, που αλλάζουν μορφή καθώς τις κοιτάζουμε. Μου θυμίζουν τους ακόλουθους του Σίβα στο Βαρανάσι, μια οικογένεια άλλου τύπου. Δεν δουλεύω με την λογική».
Με ποιους τρόπους σε έχει αλλάξει η πατρότητα;
«Κατ’ αρχάς ξεκίνησα ψυχανάλυση όταν γεννήθηκε! Αυτό με βοήθησε τρομερά. Ήθελα να καταλάβω καλύτερα τον εαυτό μου για να του κάνω όσο λιγότερη ζημιά γίνεται.
Θέλω να πιστεύω ότι μέσα από την προσπάθεια να τον βοηθήσω να μεγαλώσει όσο πιο καλά μπορώ, μεγάλωσα κι εγώ, πόνεσα, έστω και καθυστερημένα ενηλικιώθηκα
λίγο περισσότερο. Η αγάπη για ένα παιδί δεν είναι μια χαλαρή κατάσταση αλλά μία ανάβαση και κατάβαση άπειρων βουνών… Πάντα έκανα ό,τι ήθελα και δεν είχα καταλάβει τί είναι η θυσία. Η πατρότητα μου έμαθε ένας είδος βαθιάς αγάπης και αυτή η αγάπη με άλλαξε, με ωρίμασε, με κατέστρεψε και με ξαναδημιουργεί».
Εχει βελτιωθεί πλέον η σχέση σου με την Αθήνα και την ασφυκτική αίσθηση που σου δημιουργούσε παλιότερα;
«Δυστυχώς όχι, θέλω να φύγω αλλά η αγάπη που νιώθω και η αίσθηση της ευθύνης με κρατάνε εδώ. Θα ξαναφύγω πάντως όταν μεγαλώσει ο Παναγιώτης και σταματήσει η πανδημία, θα συνεχίσω τα έργα μου στην Ινδία αρχικά. Δεν θα μπορώ να πάρω τα πόδια μου φοβάμαι ως τότε αλλά έτσι ονειρεύομαι και θέλω».
Εχεις νικήσει ή αντισταθεί στην έλξη της μητρικής γης την οποία φέρεις και αυτή μέσα σου όπως τους μικρούς ανθρώπους στα έργα σου;
«Η αλήθεια είναι ότι νιώθω πιο μητρική γη τη γη της Ινδίας, όταν κάθομαι στο χώμα εκεί νιώθω ότι μπορώ να ξεκουραστώ. Θέλω να καταλάβω την ύπαρξη και όχι να περνάω καλά, γι’ αυτό και νομίζω ότι δεν μπορούσα να είμαι στην Ελλάδα η οποία είναι μία θαυμάσια χώρα
και όποιοι γεννηθήκαμε εδώ γεννηθήκαμε για να νιώσουμε τη χαρά της ζωής. Κι όμως εγώ προτιμώ να κολυμπώ στον Γάγγη, στη θεά Γκάνγκα στο Βαρανάσι παρά να κολυμπώ στα καθαρά νερά του Αιγαίου, δεν είναι παράξενο; Ωσότου αρχίσουν να έρχονται φίλοι μου απο την Νέα Υόρκη για διακοπές στην Ελλάδα, δεν είχα πάει σε κανένα σχεδόν νησί για διακοπές. Αν οι πιο μοναδικές στιγμές μου είναι να κολυμπάω στο Γάγγη στο Βαρανάσι, που είναι κάτι σαν το Mad Max αλλά μαζί με αρχαίους μύθους που δεν ξέρεις αλλά νιώθεις, αν αυτό με γεμίζει νόημα για την αλήθεια της ζωής, μου δίνει σκοπό και με βοηθά να δημιουργώ, τότε ίσως η μητρική γη δεν είναι μόνο αυτή στην οποία γεννηθήκαμε αλλά κι αυτή που γεννά τη χαρά στην ψυχή μας. Ισως η έλξη για την Ινδία και τον Ινδουισμό να έρχεται από το ελληνικό γεννητικό μου υλικό, ίσως η λατρεία των ειδώλων και της φύσης είναι πιο δυνατή μέσα μου λόγω του DNA μου γι’ αυτό και μου φαίνεται τόσο οικεία αυτή η χώρα. Η μητέρα μου είναι πολύ μελαχρινή και όταν ήταν νέα έμοιαζε πολύ με Ινδή απο την Κέραλα, όπως και ο αδελφός μου. Μπορεί τελικά όλα αυτά τα ανθρωπάκια και τα πλάσματα που υπάρχουν μέσα μου να είναι μία απόδειξη της έλξης του αίματος προς τα εκεί που ανήκει».
· «Πρίγκιπας με μπλε κορώνα συναντά την οικογένεια στο σώμα» στην αίθουσα τέχνης Ρεβέκκα Καμχή, Λεωνίδου 9, Μεταξουργείο, ως τις 24/2/22