Τους χώρους που υπάρχει το μεγαλύτερο πρόβλημα διασποράς του κοροναϊού, απαρίθμησε η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας, Μίνα Γκάγκα, μιλώντας στο Πρώτο Πρόγραμμα.
Όπως υπογράμμισε, το μεγάλο πρόβλημα δεν παρατηρείται στην εστίαση, όπου ισχύουν περιοριστικά μέτρα. «Η διαμόλυνση γίνεται κυρίως σε χώρους συγχρωτισμού που είναι εσωτερικοί, εκεί που υπάρχει διασκέδαση όρθια. Διαμόλυνση μπορεί να υπάρξει και στον δρόμο, αν σε κάποιους πεζόδρομους της Αθήνας για παράδειγμα είναι ο ένας πάνω στον άλλον, με κοντινές συζητήσεις με φωνές με γέλια, πίνοντας κτλ, κάτι που διευκολύνει τη μετάδοση. Με βάση τα στοιχεία που μας δίνουν όσοι αρρωσταίνουν και κάνουμε την επιδημιολογική επιτήρηση, οι κυριότερες διαμολύνσεις είναι σε όρθια διασκέδαση και σε συγχρωτισμό, δεν είναι στα εστιατόρια ή στο σπίτι, ούτε στα σχολεία. Στο σπίτι μπορεί να γίνει ενδοοικογενειακή μόλυνση εάν έρθει κάποιος θετικός».
Κλειδί τα τέστ
«Το σημαντικότερο για εμένα είναι η σύσταση προς τους νεότερους να κάνουν ελέγχους με τεστ. Από εκεί και πέρα μπορεί να πέσει στο τραπέζι οτιδήποτε. Δηλαδή, η επιτροπή μπορεί να ζητήσει οτιδήποτε, να κλείνουν νωρίτερα τα μαγαζιά, να μην βγαίνουμε το βράδυ. Δεν μπορώ να σας το πω. Το μεγαλύτερο θέμα επειδή έχουμε βγει πολύ και επειδή έχουμε πολλά κρούσματα, είναι να προσέξουμε και να έχουμε ελεγχθεί πριν δούμε τους άλλους ανθρώπους».
«Το μεγάλο στοίχημα για μένα είναι να προσέξουμε τις οικογένειές μας. Το να κάνεις Πρωτοχρονιά με τους δικούς σου προσεκτικά, έχοντας κάνει τεστ και μετά να βγεις έξω με φίλους, δεν είναι φοβερό. Το ανάποδο είναι φοβερό, το να έχεις βγει με τους φίλους σου να έχεις εκτεθεί και να πας να δεις τους δικούς σου χωρίς να έχεις ελεγχθεί», εξήγησε.
Αναφορικά με την αρχική προαναγγελία μέτρων με ισχύ από τις 3 Ιανουαρίου 2022, διευκρίνισε ότι δεν έκανε «διακοπές» ο κορονοϊός, αλλά «η πρόθεση ήταν να μπορέσουν να κάνουν διακοπές τα παιδιά και οι γονείς, να αισθανθούμε λίγο γιορτινό πνεύμα, με την προϋπόθεση όμως ότι παρακολουθούμε, ότι φοράμε τις μάσκες και κάνουμε συχνά τεστ. Νομίζω ότι εδώ και έναν μήνα δηλώσαμε ότι θα υπάρχουν δωρεάν τεστ για να μπορούμε να ελέγξουμε ώστε να μπορούμε να βγούμε να δούμε φίλους, αλλά να έχουμε πρώτα ελεγχθεί».
«Το πολύ σημαντικό μήνυμα είναι ότι είμαστε πολύ καλύτερα από ότι ήμασταν πέρυσι που μπορούσαμε να δούμε μόνο το “κουκούλι”, αλλά αυτό πρέπει να ισχύει με προσοχή πάντα, δηλαδή ο ιός είναι εδώ, τα κρούσματα είναι πολλά, η μόλυνση στην κοινότητα είναι πολύ μεγάλη, άρα εάν έχουμε συμπτώματα δεν βγαίνουμε. Εάν δεν έχουμε συμπτώματα, για κάθε ενδεχόμενο επειδή πολλά κρούσματα είναι ασυμπτωματικά, κάνουμε ένα τεστ. Με ένα τεστ και με προσοχή βλέπουμε τους δικούς μας. Αν φοβόμαστε ότι έχουμε κολλήσει, δεν βλέπουμε καθόλου τους δικούς μας για να τους προστατεύσουμε», ξεκαθάρισε.
«Ακόμη κι αν σταματήσει η διασκέδαση η διαμόλυνση υπάρχει»
Ερωτηθείσα εάν οι ειδικοί επικεντρώνουν το ενδιαφέρον σε περιοριστικά μέτρα, η κυρία Γκάγκα είπε ότι «πιθανότατα θα πάμε προς τα εκεί». Ωστόσο, «ακόμα και εάν σταματήσει παραδείγματος χάρη η νυχτερινή διασκέδαση σήμερα και το βράδυ της Πρωτοχρονιάς ή ανήμερα πάμε να δούμε γονείς ή παππούδες και γιαγιάδες, είναι καλό να έχουμε κάνει τεστ πριν. Δηλαδή η διαμόλυνση υπάρχει ήδη, και να σταματήσει από σήμερα ο συγχρωτισμός, η διαμόλυνση υπάρχει στην κοινότητα Άρα για μένα είναι να γίνει έλεγχος πριν τα πρωτοχρονιάτικα τραπέζια, 24 ώρες πριν, αν μπορούμε και την ίδια μέρα. Ένα self test ή rapid test πριν πάμε να δούμε τους δικούς μας στο τραπέζι, είναι πολύ σημαντικό για όλους μας. Αν έχω μολυνθεί και δεν έχω νόσο και δεν μεταφέρω, δεν θα κολλάω. Δεν θα είναι το πρόβλημα εκεί, το πρόβλημα είναι όταν έχω νόσο που μεταφέρεται», διευκρίνισε.
Η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας επανέλαβε την έκκληση σε παιδιά και νέους να προστατεύσουν γονείς, γιαγιάδες και παππούδες, υπενθυμίζοντας πως οι ευάλωτοι άνθρωποι είναι οι ηλικιωμένοι, φυσικά οι ανεμβολίαστοι και επίσης οι άνθρωποι που έχουν προβλήματα υγείας. «Πολύ σημαντικό να μη μεταφέρουμε τον ιό στο σπίτι μας, σε συγκεντρώσεις με ανθρώπους διαφόρων ηλικιών. Αν βγουν 25 παιδιά μαζί είναι σημαντικό να προστατεύσουν το ένα το άλλο, αλλά είναι λιγότερο πιθανό να έχουν προβλήματα», εξήγησε.
Τόνισε, δε, ότι το Self test είναι παρόμοιο με το rapid test, και αν το κάνουμε καλά, δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, αλλά εάν έχουμε αμφιβολία, μπορούμε να πάμε σε ένα εργαστήριο να κάνουμε ένα δεύτερο τεστ.
Εγιναν 560.000 τεστ
«Αυτό που κάνουμε στην Ελλάδα είναι να έχουμε συνεχή επιδημιολογική επιτήρηση και ανάλογα με το τι γίνεται λαμβάνονται μέτρα. Ο προγραμματισμός ξεκίνησε να μην υπάρχουν μέτρα μέχρι και την Πρωτοχρονιά, και είπαμε ότι οι επιστήμονες θα κουβεντιάσουν την Δευτέρα με Τρίτη και θα δούμε πώς πάμε και θα δούμε τι γίνεται. Άρα κάθε στιγμή βλέπουμε πως πάμε», πρόσθεσε η κυρία Γκάγκα.
«Τα κρούσματα είναι πράγματα πάρα πολλά, οι ηλικίες είναι μικρές, δηλαδή είναι κυρίως νέα παιδιά που κολλάνε. Η πίεση στο σύστημα Υγείας δεν φαίνεται να είναι αυξημένη στις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας, κάτι που είναι καλό. Βέβαια τα κρούσματα μπορούμε να τα δούμε σήμερα και την πίεση στο σύστημα να τη δούμε μετά από 3-4 ημέρες. Αλλά αυτή τη στιγμή, παρακολουθώντας και τη διεθνή εικόνα, τα κρούσματα ανεβαίνουν πάρα πολύ, οι νοσηλείες δεν ανεβαίνουν πάρα πολύ. Όμως είναι πάρα πολύ σημαντικό, από τη στιγμή που υπάρχει κρούσμα σε εμάς τους ίδιους ή σε κάποιον γνωστό μας, να προσπαθήσουμε πάρα πολύ να μην το μεταδώσουμε στους δικούς μας και στους υπόλοιπους», επεσήμανε.
Σύμφωνα με την ίδια, χθες έγιναν γύρω στις 560 χιλιάδες τεστ, και περιμένουμε τα στοιχεία του ελέγχου για να βρούμε τα ποσοστά της Όμικρον, καθώς η διαδικασία δεν γίνεται αυτόματα, αλλά χρειάζεται λίγες ημέρες. «Στον προηγούμενο έλεγχο από το εργαστήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών μας είπαν ότι είναι γύρω στο 70% η Όμικρον. Χθες, το ποσοστό μπορεί να άλλαξε. Οπότε σύμφωνα με τα στοιχεία που έχουμε, τα κρούσματα είναι κυρίως Όμικρον και περισσότερα θα γνωρίζουμε. Όσο προχωρούν οι μέρες και βλέπουμε τα κρούσματα, αλλά δεν έχουμε ακόμα την εικόνα των χθεσινών κρουσμάτων», δήλωσε.
Όπως είπε, δεν χρειάζεται να πάρουμε τηλέφωνο τον γιατρό επειδή τρέχει λίγο η μύτη μας. Χρειάζεται να επικοινωνήσουμε με γιατρό «όταν αισθανόμαστε τσαλακωμένοι, όταν κάνουμε πυρετό, όχι με ένα συναχάκι, δεν χρειάζεται να μας δει γιατρός. Αν όμως έχουμε να δούμε κόσμο, ακόμη και ένα συναχάκι είναι αρκετό για να κάνουμε ένα τεστ και να απομονωθούμε λίγο», υπογράμμισε
Για το συνωστισμό στα Μέσα Μεταφοράς
Για τον συνωστισμό στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, η κυρία Γκάγκα είπε, σύμφωνα με την ertnews.gr, ότι υπάρχουν δυο λύσεις: το κυλιόμενο ωράριο εργασίας και η χρήση μάσκας, σε συνδυασμό με ανοιχτά παράθυρα, ώστε να ανανεώνεται ο αέρας. «Μια καλή προφύλαξη είναι να φοράμε μια χειρουργική μάσκα και από πάνω μια μεγαλύτερη υφασμάτινη μάσκα. Η προστασία είναι σημαντική. Εμείς στο νοσοκομείο φοράμε πιο ισχυρές μάσκες και μάλιστα τώρα που έχουμε ξεθαρρέψει λίγο, μπορούμε να μπούμε και με μια πιο απλή μάσκα. Μπορούμε επίσης να χρησιμοποιούμε τις KN-95 ή FFP2, αλλά είναι μάλλον υπερβολή να μπούμε με αυτή τη μάσκα σε ένα χώρο που δεν έχει το ιικό φορτίο που έχει ένα νοσοκομείο», υπογράμμισε.
Για την πίεση στο ΕΣΥ
Αναφορικά με την πίεση στο σύστημα Υγείας, η κυρία Γκάγκα είπε ότι «για πρώτη φορά τα Χριστούγεννα, στο Σωτηρία είχαμε κενά κρεβάτια. Χθες είχε λίγο παραπάνω κίνηση. Έχω μιλήσει και με άλλα νοσοκομεία, αυτή τη στιγμή υπάρχουν κλίνες. Είναι πάρα πολύ σημαντική η συνεχής επιτήρηση που γίνεται. Υπάρχουν και άλλες λύσεις όπως η συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα, δεν είμαστε σε “σημείο Ο” στο σύστημα Υγείας. Η αλήθεια είναι ότι όσοι εργάζονται στο ΕΣΥ έχουν κουραστεί πολύ 2 χρόνια τώρα. Έχουν πάρει ελάχιστες μέρες άδεια, αν έχουν πάρει. Αισθάνονται ότι θα μπορούσαμε να είναι όλοι λίγο πιο προσεκτικοί και να το αποφύγουμε όλο αυτό. Θα μπορούσαμε να έχουμε εμβολιαστεί όλοι σε ένα μεγαλύτερο βαθμό, όσοι είναι βαριά και χρειάζεται να μπουν σε ΜΕΘ είναι 80-85% άνθρωποι που δεν έχουν εμβολιαστεί. Αυτό θα μπορούσαμε να το είχαμε κερδίσει».
«ΟΙ περισσότεροι επιστήμονες πιστεύουν ότι με τη μετάλλαξη Όμικρον μπορούμε να αρχίσουμε να βλέπουμε στην αρχή του τέλους. Αυτό ελπίζουν όλοι, ότι κοντεύουμε στο τέλος. Ελπίζω ότι θα έχουμε μια καλή χρονιά», συμπλήρωσε η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας.