Πάνε χρόνια πολλά, ημερολόγιό μου. Παραμονή Χριστουγέννων χιόνιζε ελαφρά, είχε αρχίσει να με πιάνει αγωνία – όχι από το χιόνι, από τις μαύρες σκέψεις της μοναξιάς, της ανασφάλειας πως είσαι μόνος και κανείς δεν σε αγαπά, τις σκέψεις που κάνουν τις γιορτές άχαρες. Είχα φύγει από τη Χριστουγεννιάτικη Αγορά του Πεδίου Αρεως και ανέβαινα προς το σπίτι μόνος, κατάμονος. Σκεπτόμουν πως έπρεπε να καταπολεμήσω την κατάθλιψη που ερχόταν, και τότε – ω του θαύματος των Χριστουγέννων – βρέθηκε μπροστά μου βιτρίνα μικρή και στενή, αρκετά μεγάλη όμως για να χωράει τρεις πυραμίδες που ανέβαιναν ως την κορυφή της: τρία βουνά μελομακάρονα, κουραμπιέδες, δίπλες.
Οπως ο Μίδας αγαπούσε το χρυσάφι, ο Αϊνστάιν τις εξισώσεις, ο Προυστ τις μαντλέν, ο Πυγμαλίων τη Γαλάτειά του, έτσι εγώ αγαπώ τα μελομακάρονα. Δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό όταν τα βλέπω τακτοποιημένα σε πυραμίδες στα ζαχαροπλαστεία: θέλω να τα κάνω όλα δικά μου. Ολα τα παραπανίσια χειμωνιάτικα κιλά, που με τόσο κόπο διώχνω την άνοιξη, από τα μελομακάρονα τα παίρνω. Εξαίρετες είναι οι δίπλες, νόστιμοι οι λουκουμάδες, θεσπέσιοι οι κουραμπιέδες, ταυτισμένα και αυτά για μένα με τα Χριστούγεννα· όμορφα είναι και καλά είναι – μα σαν τα μελομακάρονα δεν είναι.
Βουνό μελομακάρονα μπροστά μου, λοιπόν, απέναντι από τις ακακίες της οδού Κερκύρας που είχαν αρχίσει να τις λευκαίνουν οι νιφάδες… Να σκαρφαλώσεις στην καστανόξανθη κορυφή και μετά να κάνεις σκι, να πετάς από μελομακάρονο σε μελομακάρονο και κάθε τόσο να απλώνεις το χέρι να πιάνεις ένα, καλά μελωμένο και τραγανό ταυτόχρονα. Από αυτά που προσφέρουν τη σωστή αντίσταση στη γλώσσα και στα δόντια: ούτε μεγάλη ούτε μικρή. Από αυτά που η γλύκα τους σε χτυπάει κατευθείαν στον εγκέφαλο: υπάρχουν πολύτιμα και μοναδικά εδέσματα και ποτά που τα μόριά τους περνούν με διαπίδυση τα τοιχώματα του ουρανίσκου, φθάνουν σε χιλιοστά του δευτερολέπτου κατευθείαν στους νευρώνες του εγκεφάλου μας, προκαλούν ακαριαία αίσθηση απόλαυσης.
Οταν συμβεί αυτό, καθώς έχει μελώσει ο νους, αρχίζουν να καταφθάνουν από τις συνήθεις γευστικές διαδρομές και τα σήματα για όλες τις άλλες χαρές που έχουν τα καλοφτιαγμένα μελομακάρονα: η γεύση από το λίγο τρίμμα πορτοκαλιού, η υποψία κανέλας, το ελάχιστο γαρίφαλο. Και αν έχουν πασπαλιστεί με τη σωστή δόση από τριμμένο καρύδι, τότε και να λιποθυμήσεις μπορεί από την ένταση της ηδονής που πλημμυρίζει όλο το σώμα.
Μελομακάρονα! Τι σπουδαία εφεύρεση των Ελληνίδων
Καινούργιο ζαχαροπλαστείο ήταν, ημερολόγιό μου, πρώτη φορά το έβλεπα· υπάκουσα στα ανακλαστικά μου σαν σκυλάκι του Παβλόφ, μπήκα μέσα. «Πέντε κιλά μελομακάρονα, σε πέντε κουτιά» είπα. Ντρέπομαι με τις ποσότητες που αγοράζω, τις ζητώ σε μικρότερες συσκευασίες, για δώρα, υποτίθεται.
Η πωλήτρια κατάλαβε πως είχε να κάνει με σοβαρό πελάτη· «Κυρία Αλεξάνδρα» φώναξε και εμφανίστηκε εμπρός μου χαμογελαστή η ανθρώπινη ενσάρκωση του μελομακάρονου.
– Αλεξάνδρα Αλεξανδρή, μου συστήθηκε. Πώς μπορώ να σας εξυπηρετήσω.
– Διόδωρος Κυψελιώτης, γείτονας. Θα ήθελα πέντε κιλά μελομακάρονα, σε πέντε κουτιά. Ενα για το σπίτι και τέσσερα σε συσκευασία δώρου.
– Τα θέλετε με γέμιση ή σκέτα; Με πορτοκαλόφλουδα ή χυμό πορτοκαλιού; Σκέτα, μόνο με μέλι; Υπάρχουν και παραδοσιακά με αλισίβα, στάχτη, αντί για μπέικιν πάουντερ, για να φουσκώσουν και να ασπρίσει το λάδι. Ξέρετε, όλο το μυστικό βρίσκεται στο να χτυπήσεις πρώτα πολύ καλά το λάδι και μετά σιγά-σιγά να ρίχνεις το αλεύρι, για να ελέγχεις τη σκληρότητά τους. Βέβαια, αν δεν γίνει καλά το μέλωμα, όσο καλή και αν είναι η ζύμη, όσο αγνό παρθένο και αν είναι το λάδι, τα μελομακάρονα δεν πετυχαίνουν – εξυπακούεται ότι τα μελώνουμε όσο είναι ακόμη ζεστά, αμέσως μόλις βγουν από τον φούρνο. Αν θέλετε, μπορείτε να δώσετε παραγγελία, να μας πείτε από πριν τι μέλι θέλετε: θυμαρίσιο; έλατο; καστανιά;
Ελεγε, έλεγε, έλεγε, περιέγραφε όλα τα μυστικά της μελομακαρονικής τέχνης – νόμιζε πως χρειαζόταν να με πείσει για να αγοράσω! Εγώ έκανα πως άκουγα πολύ προσεκτικά ενώ αυτό που με απασχολούσε ήταν τι να πρωτοκοιτάξω: τις μικρές και μεγάλες στοίβες με διάφορα είδη μελομακάρονων, τα χείλη που εξηγούσαν, τα δάχτυλα που έδειχναν, τα φωτοβόλα μάτια ή τα μαλλιά της που πετούσαν πότε εδώ, πότε εκεί;
Τα μελομακάρονα είναι αυτοτροφοδοτούμενη τελειότητα με θετική ανάδραση, σκεφτόμουν όσο την άκουγα: όταν φτιάχνεις μελομακάρονα ενώ δίπλα σου υπάρχουν κάποια για να τα γεύεσαι, τότε τα κάνεις ακόμα τελειότερα· τα μελομακάρονα είναι η σκάλα που μας οδηγεί στον έβδομο ουρανό.
Τα μελομακάρονα γίνονται σάρκα, αίμα και μυαλό
Ημερολόγιό μου, τα μελομακάρονα είναι τα Χριστούγεννα των ευφυών, ενώ τα γκάτζετ είναι τα Χριστούγεννα των παραπλανημένων. Αγοράζεις πανάκριβα ηλεκτρονικά μηχανάκια που γυαλίζουν, κουδουνίζουν, σφυρίζουν, χωράνε χιλιάδες τραγούδια και εκατοντάδες φιλμ, επεξεργάζονται πληροφορίες με απίστευτη ταχύτητα, σε συνδέουν με τα πέρατα της Γης. Και αφού παίξεις μαζί τους λίγες ώρες διαπιστώνεις μετά ότι δεν σε έκαναν ούτε εξυπνότερο ούτε ομορφότερο – ούτε καν ένα κιλό ελαφρύτερο. Και δεν σου προσφέρουν στην πραγματικότητα περισσότερα από το περυσινό σου κινητό ή τον προπέρσινο υπολογιστή σου.
Είναι σπουδαία υπόθεση η τεχνολογία, την εκτιμώ και την αγαπώ απεριόριστα γιατί κάνει τούτο το θαυμαστό: μας επιτρέπει να επωφελούμαστε από τη σοφία των άλλων. Χιλιάδες άνθρωποι, χιλιάδες χρόνια τώρα, κάνουν τη σκέψη τους κείμενα, εξισώσεις, σχέδια.
Ομως η σοφία των άλλων μένει εκεί, εξωτερική, μας εξυπηρετεί αλλά δεν την αφομοιώνουμε, δεν γίνεται κομμάτι του νου μας. Κάποιους τους βοηθά να καλλιεργήσουν τα ταλέντα τους και την ευφυΐα τους, οι περισσότεροι όμως είμαστε απλοί χρήστες της σοφίας αυτών των μεγάλων ανθρώπων.
Αλλά τα μελομακάρονα, τα μελομακάρονα… Τα μελομακάρονα γίνονται σάρκα και αίμα και μυαλό όταν περνούν από τα χείλη και τη γλώσσα στον ουρανίσκο, στον οισοφάγο και στο στομάχι – κυρίως γίνονται μυαλό, πλημμυρίζει ενδορφίνες ο εγκέφαλος, που μας κάνουν ευφορικούς και εκατονταπλασιάζονται οι γόνιμες σκέψεις και ιδέες.
Μόνο τα φάρμακα γίνονται και αυτά κομμάτι του εαυτού μας, αλλά προσωρινά: όταν μας πιάνει πονοκέφαλος και καταφεύγουμε στην ασπιρίνη, κυλά για λίγες ώρες στο αίμα μας η σοφία του κυρίου Μπάγερ – όπως και η σοφία του Φλέμινγκ όταν μας βασανίζουν μικρόβια και παίρνουμε αντιβιοτικά. Αυτές όμως είναι λύσεις ανάγκης, όχι επιλογές ευτυχίας: με τα μελομακάρονα γίνεται κομμάτι μας η συσσωρευμένη σοφία αιώνων εκατομμυρίων γυναικών, και μερικών ανδρών, που έχουν παλέψει για να επιτύχουν τις άριστες αναλογίες μελιού, καρυδιού, λαδιού, αλευριού, πορτοκαλιού, κανέλας και ό,τι άλλο έχουν αποφασίσει να προσθέσουν στην έννοια «μελομακάρονο» – το μόνο κακό που έχουν είναι ότι εθίζεσαι και όταν αρχίσεις να τα τρως δεν μπορείς να σταματήσεις.
Το νοστιμότερο από όλα
– Και θαυμάσιο συμπλήρωμά τους αποτελεί το ρόδι, εξηγούσε η κυρία Αλεξάνδρα. Λίγα σπυριά από ρόδι, ένα μελομακάρονο και ένας λουκουμάς – έχουμε και λουκουμάδες, αν θέλετε – είναι το καλύτερο dessert για το χριστουγεννιάτικο γεύμα.
Ρόδι; Τι ήθελε να το πει; Τα υγρά πορφυρά σπυριά, τα τυλιγμένα σε κιτρινοπόρφυρο μανδύα, που σπάζουν και δροσίζουν το στόμα, αναζωογονούν το πνεύμα, υπονομεύουν τη γλυκιά ύπνωση που φέρνουν τα μελομακάρονα και οι λουκουμάδες. Δηλαδή, ξυπνούν πάλι την επιθυμία να γευθείς και άλλα μελομακάρονα και άλλους λουκουμάδες· σαν ερωτικό διεγερτικό που σε κάνει να θέλεις και άλλο, και άλλο.
– Λοιπόν, πέντε κιλά είπατε σε πέντε πακέτα; Από ποια να σας βάλω, κύριε Διόδωρε;
– Επτά βάλτε μου, σε επτά πακέτα, διαλέξτε εσείς. Και δύο πακέτα του κιλού λουκουμάδες.
Εφτιαξα όρος ύψους επτά κιλών μελομακάρονων στο τραπέζι της βεράντας όταν έφτασα σπίτι. Κάθισα απέναντί του. Αποκτούσε σιγά-σιγά λευκό χνούδι χάρη στις νιφάδες που έσπευδαν να γλυκαθούν από το έργο των χεριών της Αλεξάνδρας. Είχα φορέσει ρούχα ισοθερμικά, μπουφάν και παντελόνι του σκι, κουκουλώθηκα, ήμουν καλά προφυλαγμένος και ζεστός και ας έπεφτε πια πυκνό το χιόνι. Ενιωθα όμορφα, ούτε μοναξιά, ούτε εορταστική κατάθλιψη· είχαν φύγει. Το τσάι του βουνού στο φλιτζάνι μου μοσχοβολούσε· την απαλή γεύση του, το λεπτό άρωμά του, τα έκανε ακόμα πιο αιθέρια το μέλι καστανιάς που είχα βάλει.
Η Αλεξάνδρα μού υπέδειξε τον συνδυασμό των προϊόντων των ελληνικών ορέων με τα μελομακάρονα που είχαν δημιουργήσει τα χεράκια της. Οι έντονες γεύσεις του καφέ ή του μαύρου τσαγιού, η αδρή γλυκύτητα της ζάχαρης δεν ταιριάζουν με την ήρεμη, ισορροπημένη ηδύτητα των μελομακάρονων, μου είχε εξηγήσει.
Και να που βρήκα μια πολύτιμη μακριά τρίχα από τα μαλλιά της στο επόμενο μελομακάρονο που άπλωσα να πάρω. Ηταν το νοστιμότερο από όλα, ημερολόγιό μου.
Διόδωρος Κυψελιώτης