Το στίγμα της κυβέρνησης για τις «ανάσες» που θα επιζητήσει η Ελλάδα μέσω της αναθεώρησης των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης έδωσε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ενώ ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας αμέσως μετά τις γιορτές θα μπει στον ουσιαστικό κύκλο των μακρών διαπραγματεύσεων με τους Ευρωπαίους τόσο για την έξοδο της χώρας από την ενισχυμένη επιτήρηση όσο και για τους δημοσιονομικούς στόχους που θα κληθεί να επιτύχει η Ελλάδα τα επόμενα χρόνια.
Οι επιδιώξεις
Ο κ. Μητσοτάκης, μιλώντας στη «Handelsblatt», περιέγραψε για πρώτη φορά – επίσημα – τις ελληνικές επιδιώξεις που θα επιτρέπουν «μεγαλύτερη ευελιξία και ένα μονοπάτι για τη σταδιακότερη μείωση του χρέους» και ακόμη τη διαφορετική αντιμετώπιση (σ.σ.: ενδεχομένως την εξαίρεση) ορισμένων επενδυτικών δαπανών κατά τον υπολογισμό του ελλείμματος. Ο στόχος είναι προφανής: να έχει η Ελλάδα τα δημοσιονομικά περιθώρια ώστε μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης αλλά και αυξημένων δημοσίων δαπανών να διατηρήσει τον υψηλό ρυθμό ανάπτυξης που πέτυχε εφέτος.
Αν επιτευχθεί κάτι τέτοιο, η συνέχεια είναι εύκολη. Ο λόγος του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ θα μειωθεί ταχύτατα (ακολουθώντας το φαινόμενο της χιονοστιβάδας).
Η συζήτηση για την αναθεώρηση του Συμφώνου απασχολεί όλους τους Ευρωπαίους καθώς μετά και τις διαδοχικές κρίσεις (την κρίση χρέους και της πανδημίας) το Σύμφωνο έχει παγώσει. Αλλά ακόμη και κατά την ολική επαναφορά που επιδιώκεται να γίνει το 2023, καμία χώρα δεν μπορεί να ανταποκριθεί στα κριτήρια σταθερότητας (έλλειμμα 3% του ΑΕΠ και μείωση χρέους στο 60% του ΑΕΠ σε 20 χρόνια) που ισχύουν από την εποχή του Μάαστριχτ.
Ωστόσο η διαδρομή για να φτάσει η Ελλάδα στον στόχο της που είναι κοινός για τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου στον βαθμό που αντιμετωπίζουν τα μεγαλύτερα χρέη (π.χ. Ιταλία) προβλέπεται να είναι δύσκολη καθώς οι χώρες του Βορρά ποτέ δεν έπαψαν να είναι αυστηρές και καχύποπτες απέναντί μας.
«Οχι περιττή λιτότητα»
Ο κ. Μητσοτάκης αφού διευκρίνισε ότι «έχουμε βάλει σε τάξη τα δημοσιονομικά μας και έχουμε υλοποιήσει πραγματικές μεταρρυθμίσεις για να διασφαλίσουμε ότι δεν θα χρειαστεί ποτέ να βιώσουμε ξανά μια κρίση χρέους αντίστοιχη με αυτή που ζήσαμε», κάτι που αναγνώρισε δημόσια ο νέος γερμανός υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ, τόνισε:
«Πιστεύω ότι όλοι συμφωνούμε πως οι κανόνες πρέπει να αλλάξουν διότι ως έχουν είναι παρωχημένοι. Χρειαζόμαστε ένα νέο πλαίσιο που να διασφαλίζει τη βιωσιμότητα σε δημοσιονομικό επίπεδο – είμαι ο πρώτος που επιμένει στο ζήτημα της βιωσιμότητας των δημοσιονομικών διότι ο λόγος του χρέους μας προς το ΑΕΠ παραμένει πολύ υψηλός. Αλλά από την άλλη πλευρά, ένα τέτοιο πλαίσιο πρέπει επίσης να διασφαλίζει ότι δεν θα επιβάλλουμε περιττή λιτότητα, σκοτώνοντας την ανάπτυξη που όλοι επιδιώκουμε».
Ερωτηθείς ποιοι θα μπορούσαν να είναι αυτοί οι κανόνες για το έλλειμμα και το χρέος σημείωσε: «Μιλάμε για ένα σύνολο κανόνων που θα επιτρέπουν μεγαλύτερη ευελιξία και ένα μονοπάτι για τη σταδιακότερη μείωση του χρέους. Ισως θα έπρεπε επίσης να αντιμετωπίζουμε με διαφορετικό τρόπο ορισμένα είδη δαπανών κατά τον υπολογισμό του ελλείμματος».
«Κλιματική αλλαγή και άμυνα»
«Ολοι γνωρίζουμε ότι θα υπάρξουν τεράστιες δαπάνες για τη χρηματοδότηση της μετάβασης προς την κλιματική ουδετερότητα. Αυτό θα γίνει εν μέρει μέσω κοινοτικών και εν μέρει μέσω εθνικών κονδυλίων. Οι επενδύσεις αυτές θα αποφέρουν μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα έσοδα. Για τον λόγο αυτόν θα πρέπει να επιτρέψουμε βραχυπρόθεσμα υψηλότερα ελλείμματα. Επίσης, δείτε για παράδειγμα την άμυνα. Συζητείται πολύ η στρατηγική αυτονομία. Και σε αυτό το πεδίο θα πρέπει να υπάρξουν επενδύσεις».
Στόχοι πολλών ταχυτήτων
Στην επισήμανση των δημοσιογράφων της «Handelsblatt» Nicole Bastian και Gerd Hohler ότι «η Γαλλία προτείνει διαφορετικούς στόχους χρέους ανά κράτος-μέλος», ο Πρωθυπουργός υπογράμμισε: «Αυτό ήδη υφίσταται. Οι συστάσεις της Επιτροπής ανά χώρα για το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας είναι ακριβώς αυτό – και είναι η σωστή προσέγγιση. Ωστόσο, η γαλλική προσέγγιση είναι επί της αρχής ένα καλό σημείο εκκίνησης για μια συζήτηση στην οποία, για παράδειγμα, θα μπορούσε να ειπωθεί πως παρότι ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ να είναι υψηλός, το χρέος μας έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: ένα μεγάλο μέρος είναι προς τον επίσημο τομέα με χαμηλό επιτόκιο. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους μας είναι σημαντικά χαμηλότερο από αυτό που θα ήταν βάσει της αναλογίας χρέους – ΑΕΠ».