Ιστορικά, οι δύο επαναλαμβανόμενες μεγάλες μακροοικονομικές ανισορροπίες της ελληνικής οικονομίας σχετίζονται με τα δημόσια οικονομικά και το ισοζύγιο πληρωμών. Τόσο το δημοσιονομικό ισοζύγιο όσο και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών ήταν κατά κανόνα αρνητικά, και αποτελούσαν τα μεγάλα δίδυμα ελλείμματα της ελληνικής οικονομίας. Αυτά είχαν ως αποτέλεσμα αναπτυξιακές υστερήσεις, μεγάλες περιόδους νομισματικής αστάθειας, υπερβολικό δανεισμό από το εξωτερικό και περιόδους κρίσεων εξωτερικού χρέους ή πτωχεύσεων.
Η δημοσιονομική και νομισματική αστάθεια στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας ήταν κυρίως αποτέλεσμα είτε της επιδίωξης της Μεγάλης Ιδέας, κατά το τελευταίο μέρος του 19ου αιώνα και το πρώτο πέμπτο του 20ού αιώνα, είτε της επιδίωξης αναδιανομής του εισοδήματος και πλούτου μέσω δημόσιου δανεισμού, όπως κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980.
Επιπλέον, λόγω της ανεπάρκειας των εθνικών αποταμιεύσεων σε σχέση με τις επενδύσεις και των φορολογικών εσόδων σε σχέση με τις δημόσιες δαπάνες, σε όλη την ιστορία της νεότερης Ελλάδας, με μερική εξαίρεση τις δεκαετίες του 1950 και του 1960, περίοδοι που σχετίζονταν με εύκολη πρόσβαση στον διεθνή δανεισμό οδηγούσαν σε υπερβολικό εξωτερικό δανεισμό και χρέος και, τελικά, κρίσεις εξωτερικού χρέους ή/και πτωχεύσεις.
Το ότι οι εγχώριες αποταμιεύσεις συχνά δεν επαρκούν για τη χρηματοδότηση των επενδυτικών ευκαιριών που προκύπτουν σε αναπτυσσόμενες οικονομίες είναι ένα βασικό χαρακτηριστικό τους. Οι αναπτυσσόμενες οικονομίες, όπως και αρκετές αναπτυγμένες, καταφεύγουν όποτε μπορούν στον δανεισμό από τις διεθνείς αγορές χρήματος και κεφαλαίου για τη χρηματοδότηση των απαιτούμενων επενδύσεων και την προώθηση της οικονομικής τους ανάπτυξης. Ωστόσο, σε αντίθεση με τις αναπτυγμένες, το διεθνές χρέος των αναπτυσσόμενων οικονομιών είναι συνήθως σε ξένο συνάλλαγμα και όχι στο δικό τους νόμισμα. Αυτό συνέβη και στην περίπτωση της Ελλάδας, σε όλη την ιστορία των τελευταίων 200 χρόνων.
Ο υψηλός εξωτερικός δανεισμός σε ξένο νόμισμα καθιστά μια οικονομία ευάλωτη εάν αλλάξουν οι συνθήκες ή ακόμα και οι προσδοκίες στις διεθνείς χρηματαγορές. Εάν οι διεθνείς επενδυτές αρχίσουν να πιστεύουν ότι μια χώρα μπορεί να μην είναι σε θέση να συνεχίσει να εξυπηρετεί το εξωτερικό χρέος της, δηλαδή ότι μπορεί να πτωχεύσει, θα σταματήσουν να τη χρηματοδοτούν, κάτι που προκαλεί κρίση εξωτερικού χρέους, ακόμα και αν η χώρα είναι στην πραγματικότητα φερέγγυα. Τα δάνεια σε ξένο νόμισμα ή τα ομόλογα σε ξένο νόμισμα που λήγουν δεν ανανεώνονται ή, αν ανανεωθούν, οι διεθνείς επενδυτές απαιτούν υψηλότερες αποδόσεις, προκαλώντας αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης χρέους σε ξένο νόμισμα. Αυτό μπορεί να προκαλέσει μια κρίση εξωτερικού χρέους ή ακόμα και μια πτώχευση. Σε μια αναπτυγμένη οικονομία η οποία δανείζεται στο δικό της νόμισμα κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει, διότι έχει πάντα τη δυνατότητα να εκδίδει χαρτονόμισμα για να αποπληρώνει τα χρέη της.
Οι συνθήκες μιας πτώχευσης
Υπάρχουν τέσσερις προϋποθέσεις για μια κρίση εξωτερικού χρέους ή μια πτώχευση:
1. Υψηλή διεθνής ρευστότητα και κινητικότητα κεφαλαίων σε παγκόσμιο επίπεδο, η οποία επιτρέπει σε μια χώρα, ακόμα και υψηλού κινδύνου, να δανείζεται σχετικά εύκολα στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές.
2. Μια περίοδος παρατεταμένων ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας και μεγάλη αύξηση του εξωτερικού χρέους σε ξένο συνάλλαγμα.
3. Ενα γεγονός που αλλάζει τις συνθήκες ή τις προσδοκίες στις διεθνείς κεφαλαιαγορές και χρηματαγορές. Ενα τέτοιο γεγονός μπορεί να είναι μια παγκόσμια ύφεση που μειώνει τη ζήτηση για τις εξαγωγές της χώρας που έχει συσσωρεύσει υψηλό εξωτερικό χρέος, μια αύξηση στα διεθνή επιτόκια, μια πολιτική αλλαγή στη χώρα ή ένας συνδυασμός αυτών των παραγόντων.
4. Η εκδήλωση μιας κρίσης χρέους είναι πιθανότερη για χώρες με περιορισμένα συναλλαγματικά αποθέματα και οι οποίες έχουν υιοθετήσει καθεστώτα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών ή συμμετέχουν σε μια νομισματική ένωση.
Και οι τέσσερις προϋποθέσεις είχαν εφαρμογή στην περίπτωση των διεθνών κρίσεων χρέους και των πτωχεύσεων της Ελλάδας. Οι πτωχεύσεις του 1826 και του 1843 συνέβησαν επειδή η Ελλάδα κατόρθωσε να δανειστεί διεθνώς παρά το ότι δεν πληρούσε τις οικονομικές προϋποθέσεις, καθώς δεν είχε, και ούτε προβλεπόταν να αποκτήσει σύντομα, επαρκή έσοδα σε συνάλλαγμα ή χρυσό για να εξυπηρετήσει τα δάνεια. Επιπλέον, τα Δάνεια της Ανεξαρτησίας, λόγω των εξαιρετικά δυσμενών όρων τους, θα ήταν αδύνατο να εξυπηρετηθούν ακόμα και αν η οικονομία της Ελλάδας ήταν μια κανονική οικονομία και όχι μια εμπόλεμη οικονομία χωρίς πόρους και κρατικούς θεσμούς.
Από την άλλη πλευρά, οι πτωχεύσεις του 1893 και του 1932 και η κρίση του χρέους του 2010 οφείλονταν σε παρατεταμένες περιόδους υψηλών ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και μεγάλων αυξήσεων του εξωτερικού χρέους σε ξένο συνάλλαγμα ή, στην περίπτωση του ευρώ, σε νόμισμα το οποίο δεν ήλεγχαν. Και στις τρεις περιπτώσεις, το έναυσμα για τις κρίσεις προήλθε από διεθνείς υφέσεις που μείωσαν τη ζήτηση για τις ελληνικές εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών και άλλαξαν τις προσδοκίες των διεθνών επενδυτών αναφορικά με τη φερεγγυότητα της χώρας.
Επιπλέον, οι πτωχεύσεις του 1932 και η κρίση χρέους του 2010 συσχετίστηκαν με τη συμμετοχή της χώρας σε ένα σχετικά άκαμπτο νομισματικό καθεστώς σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας (το 1932) ή ενιαίου νομίσματος (το 2010).
Το πρώτο στάδιο μιας κρίσης χρέους οδηγεί σε μεγάλη μείωση ή παύση του διεθνούς δανεισμού προς τη χώρα, αύξηση των επιτοκίων ή, χειρότερα, μια φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό. Αυτά οδηγούν μια οικονομία σε ύφεση, καθώς θα πρέπει να μειώσει το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της μειώνοντας τις εγχώριες επενδύσεις και αυξάνοντας τις εθνικές αποταμιεύσεις. Μια κρίση οδηγεί συχνά σε μια ταχεία υποτίμηση του νομίσματος, πληθωρισμό, ακόμα και στην κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος, ιδίως εάν οι τράπεζες έχουν επίσης δανειστεί σε ξένο συνάλλαγμα. Συχνά, ύστερα από μια κρίση χρέους μια χώρα αναγκάζεται να καταφύγει σε επίσημο δανεισμό μέσω ενός προγράμματος που απαιτεί να ακολουθήσει ένα πρόγραμμα προσαρμογής που συνήθως περιλαμβάνει υποτίμηση του νομίσματος, δημοσιονομική προσαρμογή και νομισματική σταθεροποίηση προκειμένου να εξισορροπήσει το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Από τον ΔΟΕ το 1843 στο ΔΝΤ το 2010
Ολα τα παραπάνω έχουν συμβεί στις περιοδικές κρίσεις χρέους που επηρέασαν την ελληνική οικονομία. Την πτώχευση του 1843 ακολούθησαν ο ναυτικός αποκλεισμός του Πειραιά και η επιβολή μιας Επιτροπής Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, η οποία επόπτευε τη σταδιακή αποπληρωμή του αναδιαρθρωμένου χρέους της Ελλάδας. Την πτώχευση του 1893 ακολούθησε η επιβολή μιας ακόμη πιο αυστηρής εποπτείας μέσω του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (ΔΟΕ). Σε αντάλλαγμα για ένα νέο επίσημο δάνειο για την αποπληρωμή των παλαιών, ο ΔΟΕ επέβαλε αυστηρή δημοσιονομική και νομισματική προσαρμογή που, τουλάχιστον αρχικά, είχε ως αποτέλεσμα μια μεγάλη οικονομική ύφεση. Η πτώχευση του 1932 συνοδεύθηκε από υποτίμηση, δημοσιονομική προσαρμογή, παράταση της ύφεσης και επιβολή ελέγχων στις κινήσεις κεφαλαίου. Η κρίση χρέους του 2010 συνοδεύθηκε από επίσημο δανεισμό για την αναχρηματοδότηση του εξωτερικού χρέους και από την επιβολή τριών διαδοχικών προγραμμάτων προσαρμογής, που σχεδιάστηκαν και εποπτεύονταν από μια «τρόικα» εκπροσώπων του ΔΝΤ, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της ΕΚΤ. Παρόλο που συνέβαλε στη σημαντική διόρθωση των εξωτερικών και δημοσιονομικών ανισορροπιών που χαρακτήριζαν την ελληνική οικονομία, η πολιτική αυτή προκάλεσε μια μεγάλη οικονομική καθίζηση, η οποία διήρκεσε επτά χρόνια, μεταξύ του 2010 και του 2016.
Το ζητούμενο για την Ελλάδα του παρόντος και του μέλλοντος, μετά και την τελευταία κρίση του κορωνοϊού, είναι να βελτιώσει τις αναπτυξιακές της επιδόσεις, ώστε να ανεβάσει σε μόνιμη βάση το επίπεδο ευημερίας των Ελλήνων προς τον μέσο όρο των χωρών της ΕΕ. Απαιτούνται μεταρρυθμίσεις που θα αυξήσουν τις εγχώριες αποταμιεύσεις και την παραγωγική και δημοσιονομική αποτελεσματικότητα της οικονομίας, ώστε, μέσα στο πλαίσιο νομισματικής σταθερότητας που διασφαλίζει η συμμετοχή της Ελλάδας στην ευρωζώνη, να υπάρξει μια νέα αναπτυξιακή πορεία χωρίς τα δίδυμα ελλείμματα και τις άλλες μακροοικονομικές ανισορροπίες των τελευταίων 200 χρόνων.
Ο κ. Γιώργος Αλογοσκούφης είναι καθηγητής Οικονομικής Επιστήμης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρώην υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών. Το άρθρο αυτό έχει προσαρμοστεί από το νέο βιβλίο του, «Ιστορικοί κύκλοι της ελληνικής οικονομίας: Από το 1821 έως σήμερα» (εκδόσεις Gutenberg).