Κάτι παράξενο. Οι πρόσφατες επιλογές για την «4η Εντολή» ανατέμνουν τη ζωή στη Θεσσαλονίκη. Ο πολυμουσικός και καθηγητής Δημήτρης Μυστακίδης είναι σήμερα μια εξέχουσα περίπτωση της συμπρωτεύουσας και ένα εκ των κεντρικών προσώπων που και στην πόλη του ανήκει – στον πιο δυναμικό κύκλο μουσικών και καλλιτεχνών της – και στην Αθήνα έχει διανύσει ήδη μεγάλη πορεία. Για το πλατύ κοινό είναι ο κιθαρίστας πολλά χρόνια τώρα του Θανάση Παπακωνσταντίνου και παλιότερα του Νίκου Παπάζογλου – ως μέλος τότε της περίφημης Λοξής Φάλαγγας. Για το πιο ψαγμένο κοινό είναι ο βασικός αναβιωτής, συνεχιστής και μελετητής της λαϊκής κιθάρας ως οργανικού μέρους της λαϊκής ορχήστρας. Για τους μαθητές του στο πανεπιστήμιο, είναι ο δάσκαλος με τη θρησκευτική αφοσίωση στην έρευνα, με συγγραφικό έργο. Για το κοινό των μουσικών σκηνών, των συναυλιών, των πιο μικρών ή μεγάλων στεκιών (από την Πριγκηπέσσα στη Θεσσαλονίκη μέχρι το Μέγαρο Μουσικής) είναι ένας μεγάλος παίχτης με πλήρη συνείδηση της ιστορικότητας της λαϊκής μουσικής, αλλά και με τολμηρή και ειλικρινή άποψη για τα κοινωνικά δρώμενα.
Ξεφύλλιζα το υπέροχο δοκίμιο-χρονικό του Θωμά Κοροβίνη «Ομορφη Νύχτα» για τις σκηνές, νυχτερινά κέντρα, ρεμπετάδικα της Θεσσαλονίκης μιας 20ετίας. Αναρωτιέμαι αν σήμερα διατηρείται στη Θεσσαλονίκη ένας τέτοιος πυρήνας ή κύτταρο ή δίκτυο μαγαζιών, στεκιών και με ποια νέα χαρακτηριστικά;
Η ερώτησή σου έρχεται ακριβώς τη στιγμή που ολοκλήρωσα ένα καινούργιο τραγούδι μου που λέει «Θεσσαλονίκη δυστυχώς δεν είσαι φτωχομάνα, είσαι μια πόλη μίζερη, φτωχή λεπρή ζητιάνα». Δυστυχώς δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο πια. Εχει πολλά χρόνια που η Θεσσαλονίκη δεν έχει μαγαζιά, όχι μόνο τέτοιου τύπου όπως αυτά που αναφέρει ο αγαπητός Θωμάς στο βιβλίο του, αλλά γενικότερα χώρους, με εκείνα τα χαρακτηριστικά που σε κάνουν θαμώνα. Καλή μουσική, χαλαρό περιβάλλον, ωραίες συζητήσεις στην μπάρα κ.λπ. Το μεγάλο χτύπημα – κακά τα ψέματα – δόθηκε με τον αντικαπνιστικό. Πολύς κόσμος τότε, που ήταν άνθρωποι που συντηρούσαν αυτά τα μαγαζιά με σχεδόν καθημερινές εξόδους, σταμάτησε να βγαίνει. Εγώ είμαι ένας απ’ αυτούς. Ισως φταίει και η ηλικία αλλά έχω την αίσθηση ότι είναι ένας κόσμος που χάθηκε. Μετά ήρθε η καραντίνα και αποτελείωσε ό,τι είχε απομείνει. Από τα 7-8 μαγαζιά που είχε η πόλη με ζωντανή μουσική κλείσανε τα πέντε. Ξέρεις, παλιά θύμωνα με τον Κοροβίνη γιατί αυτός έχει πολλά χρόνια που γκρινιάζει για την κατάντια της πόλης, και έλεγα ότι αν θες να συμβαίνει κάτι στην πόλη, ξεκίνα το εσύ. Ε, ούτε αυτό δουλεύει. Πίστεψέ με το προσπάθησα πολύ. Βρίσκεις παντού τοίχο. Μια ανεξήγητη άρνηση από παντού σε ό,τι καινούργιο πάει να γίνει.
Σε συνάρτηση με την προηγούμενη ερώτηση, πάντα τα προηγούμενα πολλά χρόνια ο κόσμος του ρεμπέτικου και λαϊκού στην πόλη σας ήταν συνυφασμένος και με μία μεριά του πνευματικού κόσμου. Ο Γουσίδης ή ο Παναγιώτης Σπύρου πήγαιναν στη Λιλή ας πούμε. Σήμερα υπάρχει αυτή η ώσμωση;
Δεν λείπει μόνο αυτή η ώσμωση. Λείπει γενικότερα η ιδέα της συνύπαρξης, που είναι ένα γενικότερο πρόβλημα και όχι μόνο της Θεσσαλονίκης. Ειδικά όμως στη Θεσσαλονίκη οι άνθρωποι έχουν κλειστεί στο καβούκι τους σαν φοβισμένα αγρίμια και αντιδρούν υστερικά σε ό,τι συμβαίνει. Βλέπε συλλαλητήρια, αντιεμβολιαστικό κίνημα, Προσφυγικό κ.λπ. Η μόνη αχτίδα φωτός έρχεται από τα νέα παιδιά που από ανάγκη και με αυτοοργάνωση δημιουργούν τα δικά τους στέκια. Αυτή η γενιά που εμείς την καταδικάσαμε σε φτώχεια και απομόνωση έρχεται με φόρα και νομίζω πως εμάς τους παλιότερους θα μας πάρει και θα μας σηκώσει σε όλα τα επίπεδα. Γιατί εκτός των ποιοτικών τους χαρακτηριστικών έχουν και πολύ θυμό. Και πολύ καλά κάνουν.
Η νύχτα, η ζωντανή μουσική, χτυπήθηκε σήμερα με τον ιό και η βλάβη αυτή αλήθεια μπορεί να αποκατασταθεί;
Δεν πρόκειται να ξαναγίνει τίποτα όπως πριν. Αυτό μπορεί να είναι και καλό και κακό βέβαια. Το politically correct που έχει μπει παντού στη ζωή μας ήρθε για να μείνει και έχει αλλάξει τα πάντα. Σίγουρα θα υπάρξει κάτι άλλο του οποίου εμείς δεν θα είμαστε μέτοχοι. Δεν μπορούμε να είμαστε γιατί όπως είπε και ο Αριστοτέλης «έξις δευτέρα φύσις».
Πώς αλήθεια συνταιριάζεται για εσάς η τέχνη της μουσικής και των λάιβ – τέχνη εκ της φύσεώς της «επαφής και συγχρωτισμού» – με όλο αυτό που περνάμε;
Θα μιλήσω μόνο για μένα. Εμένα όλη αυτή η κατάσταση μου έδωσε χρόνο να σκεφτώ και να ξεκινήσω πράγματα που είχα στο μυαλό μου αλλά η καθημερινότητά μου δεν μου επέτρεπε να υλοποιήσω. Η δουλειά όμως που κάνουμε είναι ενεργοβόρα και ο μόνος τρόπος να αναπληρώσεις τη χαμένη ενέργεια είναι η συνύπαρξη με τον κόσμο, με τους ακροατές. Αν δεν έχεις αυτό, πολύ γρήγορα ξεμένεις από ενέργεια και όλο το σύστημα καταρρέει. Συνεπώς δεν συμβιβάζεται.
Νιώθετε εσείς πως έχετε γαλουχηθεί βασικά στο μικρό ή μεσαίο ή μεγάλο κύτταρο και βέβαια στις μαζικές συναυλίες και ίσως τώρα διανύουμε μια μετάβαση;
Σίγουρα είναι ένα μεταβατικό στάδιο που δεν ξέρουμε πού θα βγάλει. Το πρόβλημα είναι ότι έχει αλλοιωθεί αυτή ακριβώς η σειρά που αναφέρεις. Το μικρό, μεσαίο και μεγάλο κύτταρο. Δεν μπορώ να καταλάβω ακόμη μέσα από ποια διαδικασία θα προκύψει η καινούργια πραγματικότητα. Και για να ακριβολογώ, θεωρώ πως δεν θα προκύψει μέσα από μια διαδικασία ωρίμασης, αλλά θα επιβληθεί εκ των άνω.
Επειδή λέμε γι’ αυτά πάντως, εγώ, πέραν της αυτόνομης πορείας σας, σας έχω συνδεδεμένο με τον Νίκο Παπάζογλου (Λοξή Φάλαγγα) και με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου. Πώς πρωτοϋπήρξατε με τον έναν και πώς με τον άλλο;
Με τον Νίκο πρωτοέπαιξα όταν ήμουν 22 χρονών. Ο Σωκράτης Μάλαμας, που ήταν τότε ο κιθαρίστας του, είχε ξεκινήσει τη δική του καριέρα και ο Μπάμπης Παπαδόπουλος έπρεπε να παίξει την ηλεκτρική κιθάρα στο σχήμα. Ψάχνοντας λοιπόν για ακουστική κιθάρα στο σχήμα ο Νίκος, ήρθε ένα βράδυ στο μαγαζί που δούλευα τότε και μου πρότεινε να συνεργαστούμε. Με τον Θανάση έγινε σχεδόν το ίδιο. Ο Μπάμπης Παπαδόπουλος που είχε κάνει την ενορχήστρωση στους δύο πολύ σημαντικούς δίσκους του Θανάση, τον «Βραχνό προφήτη» και την «Αγρύπνια», έστησε την μπάντα (τους Λαϊκεδέλικα) για να βγει ο Θανάσης για συναυλίες. Αυτός μου πρότεινε να πάω στο σχήμα και ξεκίνησε η συνεργασία που κρατάει μέχρι σήμερα.
Κάτι παράξενο. Θα τους λέγαμε και λέμε νεωτεριστές ή λοξούς της εποχής τους, που όμως πέρασαν τελικά ως λαϊκοί μαζικοί. Είναι έτσι;
Εχουν και τα δύο αυτά χαρακτηριστικά που αναφέρεις, όμως ζώντας τους από κοντά, σου λέω ότι ήταν και είναι απίστευτα ευφυείς άνθρωποι. Αν υπάρχει αυτό που λέμε ταλέντο, χρειάζεται και πολλά άλλα πράγματα για να πετύχεις αυτό το πράγμα. Να επηρεάσεις τη μουσική σε τόσο μεγάλο βαθμό. Ευρυμάθεια, οξυδέρκεια, παρατηρητικότητα είναι κάποια από αυτά. Επίσης αυτό που έχω παρατηρήσει και που είναι χαρακτηριστικό αυτών των δύο περιπτώσεων είναι το εξής: Ο κόσμος έπειτα από κάποια χρόνια έχει την ανάγκη της ανανέωσης. Βαριέται να ακούει το ίδιο πράγμα με εξαίρεση βέβαια το λαϊκό τραγούδι που «τρέχει» παράλληλα. Αυτοί οι δύο λοιπόν, με απόσταση 20 χρόνων ο ένας από τον άλλον, βρέθηκαν την κατάλληλη ώρα στο κατάλληλο μέρος και έκαναν αυτό που μπορούσαν να κάνουν πολύ καλά.
Ταυτίζεστε πολλά χρόνια με την αναβίωση, στήριξη, προχώρημα της λαϊκής κιθάρας. Βιβλία, διδασκαλία, δισκογραφία με επίκεντρο αυτήν. Πώς γεννήθηκε αυτό μέσα σας; Ηταν και είναι αδικημένο όργανο σε σχέση με άλλα;
Η σχέση με τη λαϊκή κιθάρα ξεκίνησε από προξενιό και έγινε έρωτας. Και λέω από προξενιό γιατί έπαιξα λαϊκή κιθάρα γιατί κανείς άλλος δεν ήθελε να παίξει. Το περιβάλλον όπου εγώ μεγάλωσα ήταν αυτό που περιγράψαμε στην αρχή της κουβέντας μας. Μια πόλη που έβραζε από δημιουργία και νυχτερινή ζωή, οπότε χωρίς καν να το καταλάβω βρέθηκα επαγγελματίας μουσικός. Παρένθεση εδώ για να πω ότι στο ωδείο πήγα μεγάλος, μετά τον στρατό, ενώ ήδη δούλευα επαγγελματικά. Κάποια στιγμή λοιπόν ενώ δούλευα με τον Αγάθωνα, μου πρότεινε να παίξω σε έναν δίσκο-αφιέρωμα στον Κώστα Σκαρβέλη. Εγώ με τον ενθουσιασμό του ανθρώπου που είχε μάθει μια καινούργια γλώσσα – τα θεωρητικά της μουσικής – έκανα κάτι για πρώτη φορά μέχρι τότε. Εκατσα και έγραψα όλα τα τραγούδια. Και μόνο τότε αντιλήφθηκα το μεγαλείο που κρύβεται από κάτω. Ολη αυτή τη σπουδαία τεχνική της λαϊκής κιθάρας. Ε, από εκεί και μετά και σε συνδυασμό με τη δουλειά στο Πανεπιστήμιο, όπου μου είχαν προτείνει να διδάξω λαϊκή κιθάρα, έγινε όλο αυτό που έγινε. Αυτή τη στιγμή πάντως που μιλάμε η λαϊκή κιθάρα έχει πάρει τη θέση που της αξίζει και έχει πολύ σπουδαίους νέους παίχτες. Με φοβερή τεχνική αλλά ακόμη πιο σπουδαία αισθητική.
Σήμερα για το ρεμπέτικο και την αναβίωσή του έχω την αίσθηση πως έχουμε απίστευτα καλούς μουσικούς με ψαγμένο ρεπερτόριο, αλλά τους λείπει το μαγαζί, το όχημα, η πλατφόρμα…
Ακριβώς. Είναι πολύ κρίμα γιατί πραγματικά θεωρώ ότι αυτή τη στιγμή το ρεμπέτικο περνάει την καλύτερη μέχρι τώρα περίοδό του. Καταπληκτικοί παίχτες και τραγουδιστές με γνώση και σεβασμό στα πρωτότυπα αλλά ταυτόχρονα δημιουργικοί. Αυτό είναι πολύ δύσκολος συνδυασμός γιατί τόσα χρόνια μας έφαγε η στείρα αναπαραγωγή. Δυστυχώς όμως όλα αυτά τα παιδιά δεν έχουν πού να παίξουν.
Μια κριτική που γίνεται συχνά είναι πως η ακαδημαϊκή ενασχόληση με το λαϊκό είδος το απονευρώνει ή του στερεί την πηγαία του καταβολή. Διδάσκετε χρόνια. Τι λέτε;
Διαφωνώ τελείως. Η ακαδημαϊκή ενασχόληση δίνει γνώση και κόβει πολύ δρόμο από την άχαρη περίοδο της μαθητείας. Το πώς θα χρησιμοποιήσει κάποιος αυτή τη γνώση είναι μόνο θέμα ποιότητας του ίδιου. Πιστεύω ότι ο καθένας στο πάλκο παίζει ακριβώς με τον τρόπο που σκέφτεται. Επιθετικά, ήρεμα, δεξιοτεχνικά, έξυπνα κ.λπ. Αυτό δεν μπορεί να στο διδάξει κανείς. Είσαι αυτός που επέλεξες εσύ να είσαι. Η ακαδημαϊκή μαθητεία σού δίνει το εργαλείο. Το πώς θα το χρησιμοποιήσεις είναι δική σου ευθύνη.
Οι επιρροές σας ποιες ήταν στη λαϊκή κιθάρα και ποιος ήταν ο καθοριστικός παίχτης στον 20ό αιώνα; Π.χ. ο Καρίπης;
Η αρχική μου επιρροή σε ό,τι έχει να κάνει με τον ήχο κυρίως ήταν ο Δέδες. Οταν άκουσα τη ζωντανή ηχογράφηση με τον Τσιτσάνη ο ήχος του Δέδε χαράχτηκε νομίζω μέσα στο κεφάλι μου. Ηταν πολύ καθοριστικός στον τρόπο που παίζω σήμερα. Σε ό,τι αφορά την τεχνική όμως, στον τρόπο δηλαδή που αντιλαμβάνομαι τον ρόλο της κιθάρας, ήταν ο Σκαρβέλης. Φυσικά όσο ασχολείται κάποιος και ακούει παλιές ηχογραφήσεις, τόσο βρίσκει και σπουδαία στοιχεία σε άλλους. Ο Χιώτης ως κιθαρίστας ας πούμε εμπλούτισε πάρα πολύ τη φρασεολογία, ο Καρίπης τις μερακλίδικες συνοδείες, ο Κωστής έκανε τα πάντα και πάει λέγοντας.
Μιλώντας για λαϊκό τραγούδι τελικά εννοούμε το δημοφιλές, το μαζικό, το εύληπτο;
Αν σαν εύληπτο εννοείς το ότι γίνεται εύκολα αντιληπτό από τον πολύ κόσμο, ναι, θα συμφωνήσω και στα τρία. Εάν όμως το λες με την έννοια του εύκολου μηνύματος ή νοήματος όχι. Το λαϊκό τραγούδι θεωρώ ότι έχει έναν πολύ συμπαγή και ισχυρό κώδικα. Και αυτόν τον κώδικα ο κόσμος τον έχει ενσωματωμένο. Είναι το κλειδί που ανοίγει τις ψυχές των ανθρώπων και μπαίνει μέσα. Πολλές φορές και με βίαιο τρόπο. Αυτός ο κώδικας δεν έχει να κάνει με το μέρος που παίζεται το τραγούδι. Οποιος τον κατέχει καλά όπου και να είναι, είτε σε πίστα είτε σε ρεμπετάδικο, είτε σε «σκυλάδικο» είτε σε συνεταιριστικό καφενείο που είναι και της μόδας τελευταία, μπορεί να επιτελέσει το ίδιο λειτούργημα. Να ξεκλειδώσει ψυχές και να τις ελαφρύνει. Και μιας και ξεκινήσαμε με στίχους από ένα καινούργιο μου (είναι η πρώτη φορά που γράφω στίχους και μουσική) τραγούδι, ας κλείσουμε και έτσι. Υπάρχει ένα τραγούδι στον καινούργιο μου δίσκο, που μιλώντας για το δημοτικό τραγούδι, αλλά ισχύει το ίδιο και για το λαϊκό, λέει:
«Οταν θα είσαι έτοιμος θα ‘ρθει να σου μιλήσει
Μην αρνηθείς είν’ μάταιο να του αντισταθείς
Είναι αχθοφόρος δυνατός μπορεί να βοηθήσει
Με ό,τι βάρος κουβαλάς στο βάθος της ψυχής».