Οι έκτακτες συνθήκες της πανδημίας επέβαλαν έναν αναγκαστικό μινιμαλισμό στον εορτασμό της μεγάλης επετείου των διακοσίων ετών από την έναρξη του Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Οι υγειονομικοί περιορισμοί οδήγησαν σε έναν οργανωτικά λιτό εορτασμό, με λιγότερα τετριμμένα και κοινότοπα στοιχεία. Εναν εορτασμό περισσότερο εσωτερικό αλλά όχι εσωστρεφή. Βεβαίως, όταν κινούμαστε στο κοινό πεδίο της δημόσιας και της επίσημης Ιστορίας, θα ήταν φενάκη να θέλουμε έναν εορτασμό απαλλαγμένο από την ιδεολογική χρήση της Ιστορίας και από τα στερεότυπα μέσω των οποίων ένα πολύ μεγάλο μέρος της ελληνικής – και κατ’ αρχάς κάθε άλλης κοινωνίας – συγκροτεί τη σχέση του με αυτό που λέγεται εθνική ταυτότητα.
Επιπλέον, το γεγονός ότι το επετειακό έτος συνέπεσε με το δεύτερο και πιο κουραστικό έτος μιας παγκόσμιας κρίσης που εξελίσσεται ταυτοχρόνως παντού ανέκοψε εκ των πραγμάτων και υποδόρια την τάση ανάδειξης του ελληνικού εξαιρετισμού με τις εύκολες εξηγήσεις που αυτός προσφέρει για την εξέλιξη του ελληνικού κράτους αλλά και της ελληνικής κοινωνίας. Ουδέν κακόν αμιγές καλού.
Ο εορτασμός έγινε αναγκαστικά πιο στοχαστικός καθώς το κέντρο βάρους μετακινήθηκε από την οργάνωση τελετών στην οργάνωση συνεδρίων, στην προώθηση ερευνητικών πρωτοβουλιών, στη διοργάνωση εκθέσεων, στην παραγωγή πρωτότυπων καλλιτεχνικών έργων, στην έκδοση σημαντικών βιβλίων είτε με τυπική ακαδημαϊκή μορφή είτε απευθυνόμενων στο ευρύτερο κοινό. Προκλήθηκε εκδοτικό ενδιαφέρον όχι μόνο ελληνόγλωσσο αλλά και διεθνές.
Ανοιξαν και πάλι μεγάλες και κρίσιμες ερευνητικές εκκρεμότητες τόσο για την Επανάσταση, την πυκνή περίοδο του Αγώνα, της ίδρυσης και της διεθνούς αναγνώρισης όσο και για τη συνολική καμπύλη των διακοσίων ετών της ύπαρξης του ανεξάρτητου (με ό,τι σημαίνει αυτό) ελληνικού κράτους: των θεσμών, της οικονομίας, της κοινωνίας, των πολεμικών εμπειριών, των διεθνών σχέσεών του.
Σε όλα τα επιμέρους ερευνητικά πεδία κάτι σημαντικό συνέβη το 2021. Από την έρευνα των οθωμανικών αρχείων μέχρι τη Συνταγματική Ιστορία, από τα δάνεια της Ανεξαρτησίας και το ιστορικό υπόβαθρο της δημοσιονομικής κατάστασης μέχρι τη συνολική αξιολόγηση της διαδρομής της ελληνικής οικονομίας, από την ένταξη της Ελληνικής Επανάστασης στο διεθνές τοπίο της εποχής της μέχρι τα πιο έντονα υβριδικά στοιχεία της ελληνικής περίπτωσης. Αν όμως η εξοικείωση με την αλήθεια είναι μια φορά δύσκολη στην πολιτική ως συγκυριακή εκδοχή της Ιστορίας, η εξοικείωση μαζί της, όταν αυτή αφορά καταστατικού χαρακτήρα παραδοχές για την εθνική ταυτότητα, είναι εκατό φορές πιο δύσκολη πέραν του κύκλου των ειδικών και των λογίων εντός ή εκτός εισαγωγικών.
Η συγκυρία της επετείου επηρέασε, νομίζω, καθοριστικά την επαναπρόσληψη της Ιστορίας που συνιστά την κατ’ αρχήν επιδίωξη ενός παρόμοιου εορτασμού. Η επικαιρότητα του 2021, εκτός από την εξέλιξη της πανδημίας, περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την ευρωπαϊκή απάντηση στην οικονομική διάσταση της υγειονομικής κρίσης με τρόπους που επηρεάζουν το μέλλον της οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ, την εκ νέου αναζήτηση της στρατηγικής υπόστασης της Δύσης μετά την ανάληψη των καθηκόντων του προέδρου Μπάιντεν, το σοκ του Αφγανιστάν, την υποχρέωση της ΕΕ να τοποθετηθεί απέναντι σε πιεστικές εξελίξεις γύρω από τις σχέσεις ΗΠΑ – Κίνας και ΗΠΑ – Ρωσίας. Περιλαμβάνει, με άλλα λόγια, προκλήσεις που με έναν πολύ ενδιαφέροντα τρόπο ανάγονται στις πρωταρχικές προκλήσεις του επαναστατημένου έθνους των Ελλήνων που διεκδίκησε, διακήρυξε και επέτυχε την «πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν».
Τα διακόσια χρόνια από την έναρξη του Αγώνα της Ανεξαρτησίας τα γιόρτασε μια Ελλάδα ακόμη πληγωμένη από την οικονομική κρίση, μια Ελλάδα πιεσμένη έντονα από την πανδημία, αλλά μια Ελλάδα, ευρωπαϊκή, δυτική, στρατηγικός εταίρος των ΗΠΑ, μια Ελλάδα που παρά τις απώλειες της δεκαετίας 2009-2019 ανήκει στη διεθνώς προνομιούχα ομάδα των ανεπτυγμένων χωρών.
Ενώ όμως όλοι αντιλαμβάνονται ότι ο δυτικός προσανατολισμός του ελληνικού κράτους ήταν γενετικού χαρακτήρα επιλογή παρά τον ανατολικό αταβισμό, υπάρχουν ακόμη και τώρα πολλοί που προτιμούν τη σιωπή ή την υπεκφυγή γύρω από τόσο θεμελιώδη και προφανή ζητήματα.
Η επέτειος ήταν πράγματι αναστοχαστική. Ομως στο δίπολο «Παλιγγενεσία και αναστοχασμός» οφείλω να προσθέσω και το δίπολο «Επέτειος και πανδημία», καθώς ο αναστοχασμός λόγω πανδημίας είναι περισσότερο κρίσιμος ως άσκηση αυτογνωσίας από τον αναστοχασμό λόγω επετείου. Ακριβέστερα, ο πρώτος αναστοχασμός συνιστά το περιβάλλον του δεύτερου. Παρότι ακούγεται μεγαλόστομο, ο πρώτος αφορά τις οικουμενικές και ανθρωπολογικές επιδράσεις υπό τις οποίες τελεί το έθνος των Ελλήνων ως συλλογικό υποκείμενο του δεύτερου.
Οπως ήδη υπαινίχθηκα μιλώντας για αταβισμό, ακόμη και υπό τόσο ιδιόμορφες και πιεστικές επετειακές συνθήκες, η μάχη με τα στερεότυπα είναι σκληρή. Παρά το γεγονός ότι το προνομιούχο πρόσωπο της επετειακής ιστοριογραφικής παραγωγής είναι ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, η δημόσια πρόσληψη (με τη «δημοσκοπική» έννοια) των κρίσιμων προσώπων του Αγώνα δεν φαίνεται να μεταβάλλεται. Η δε σύγκρουση ανάμεσα στο «σύμπλεγμα τυπολογικής κατωτερότητας» και στο «σύμπλεγμα ιδιοσυγκρασιακής ανωτερότητας» εξακολουθεί να είναι ζωντανή.
Το ερώτημα που συνοψίζει τον προβληματισμό είναι αν η ελληνική κοινωνία, μέσα από τη σύνθετη εμπειρία της μεγάλης επετείου και της πανδημίας, απέκτησε μια πιο ισορροπημένη αντίληψη για το «εθνικό κεκτημένο» των διακοσίων αυτών ετών. Δεν αναλαμβάνω τον κίνδυνο μιας σαφούς εκτίμησης. Ελπίζω να έχει συμβεί αυτό. Πρέπει όμως να αποτυπωθεί σε κρίσιμες πολιτικές και κοινωνικές συμπεριφορές απέναντι σε προκλήσεις που είναι ήδη παρούσες και αναπτύσσονται. Αλλωστε για κάθε πιθανή εξέλιξη υπάρχει μια ιστορικά δοκιμασμένη απάντηση, άλλοτε στο πεδίο της φιλοσοφίας της Ιστορίας και άλλοτε στο πεδίο της θυμοσοφίας της Ιστορίας, που διαφεύγει λέγοντας «πάλι με χρόνια και καιρούς, πάλι δικά μας θα ‘ναι».
Ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος είναι πρώην αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών, καθηγητής ΑΠΘ. Από τις εκδόσεις Πατάκη κυκλοφόρησε το βιβλίο του: «Παλιγγενεσία και αναστοχασμός. Κείμενα για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση».