Την Πέμπτη, 23 Δεκεμβρίου, η Σιάτιστα πήρε φωτιά με το έθιμο των «Κλαδαριών». Οι φλόγες από τις τεράστιες «Κλαδαριές» φώτισαν την πόλη σηματοδοτώντας την έναρξη των χριστουγεννιάτικων γιορτών.
Οι Σιατιστινοί τηρώντας αναλλοίωτες τις παραδόσεις των παππούδων τους μαζί με τους επισκέπτες τραγούδησαν και χόρεψαν γύρω από τις «Κλαδαριές» με την ελπίδα οι φωτιές τους να εξαφανίσουν, τις σκοτούρες, τις έννοιες, τις στεναχώριες, που τους ταλαιπώρησαν την χρονιά που φεύγει σε λίγες μέρες.
Πρόκειται για ένα έθιμο με βαθιές τις ρίζες του στην ειδωλολατρική αρχαιότητα, τότε που ο ήλιος λατρευόταν ως θεός και κατά τα δύο ηλιοστάσια, το θερινό που συμβαίνει στις 22 Ιουνίου και το χειμερινό στις 22 Δεκεμβρίου, ανάβονταν προς τιμή του φωτιές. Το άναμμα των «Κλαδαριών» αποτελεί ένα φωτόλουστο, ζεστό και χαρμόσυνο χειμωνιάτικο έθιμο απόλυτα ταιριαστό στο πνεύμα της γιορτής της Γέννησης του Θεανθρώπου, του «Ηλίου της δικαιοσύνης», όπως αναφέρεται στο απολυτίκιο των Χριστουγέννων.
Για την προετοιμασία του εθίμου παρέες παιδιών, που ανήκουν στην ίδια γειτονιά, βγαίνουν στις παρακείμενες πλαγιές των βουνών και μαζεύουν ξηρά χόρτα το «κουκουδοφόκαλι» ή «λόζιο», τον κάνουν δέματα (ζαλίκια),
τον μεταφέρουν στην πόλη και τον ασφαλίζουν σε μια κρυψώνα έως το μεσημέρι της προπαραμονής των Χριστουγέννων. Τότε ανοίγουν μια οπή στο πλατύτερο μέρος της γειτονιάς τους, τραγουδούν παραδοσιακά τραγούδια και κρούουν τα κουδούνια.
Στην οπή στήνουν ένα μακρύ λεπτόκορμο ξύλο (το βεργί), αφού πρώτα στην κορυφή του φτιάξουν την φούντα από λόζιο. Έπειτα περιβάλλουν το βεργί με το λόζιο και σχηματίζουν ένα κύλινδρο από χόρτο. Έτσι φτιάχνεται η «Κλαδαριά». Ολόγυρα από την «Κλαδαριά» τραγουδούν και χτυπούν τα κουδούνια, έως ότου να σκοτεινιάσει. Άμα σκοτεινιάσει, μαζεύονται όλοι σχεδόν οι κάτοικοι της γειτονιάς, άνδρες, γυναίκες, παιδιά και κορίτσια, ανάβουν την «Κλαδαριά» και οι φλόγες υψώνονται σε αρκετό ύψος.
Η πόλη κυριολεκτικά φωτίζεται. Οι άνθρωποι τραγουδούν, χορεύουν γύρω από τις φωτιές μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, οπότε παρέες – παρέες θα πάνε στα σπίτια αυτών που βιάστηκαν να αποχωρήσουν για να τους ξυπνήσουν και να τους πουν τα «κόλιαντα».