Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα βρίσκονταν μεταπολεμικά στο επίκεντρο της πολιτικής ζωής στην Ευρώπη και οι θέσεις τους είχαν υψηλή απήχηση στους ψηφοφόρους. Ωστόσο, η απήχησή τους αυτή μειώθηκε σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς πολλά από αυτά έχασαν σημαντικό μέρος των επί δεκαετίες ψηφοφόρων τους. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η Γαλλία και η Ολλανδία, όπου τα εκλογικά τους ποσοστά είναι κάτω από 10%, ενώ σε άλλες χώρες (Πολωνία, Ουγγαρία) έχουν σχεδόν εξαφανιστεί. Ακόμα και η νίκη του SPD στις πρόσφατες εκλογές στη Γερμανία δεν αλλάζει τη γενική εντύπωση για την εκλογική απήχηση των κομμάτων αυτών.
Η εκλογική τους αυτή δυσπραγία οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι ο κλασικός ψηφοφόρος της εργατικής τάξης που έχουμε κατά νου όταν μιλάμε για σοσιαλδημοκράτη ψηφοφόρο δεν υπάρχει πλέον. Μέχρι και τη δεκαετία του ’80 τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα κατάφερναν να προσελκύουν μεγάλο αριθμό ψηφοφόρων της εργατικής τάξης, καθώς επίσης και ψηφοφόρων των οποίων οι γονείς προέρχονταν από την εργατική τάξη, παρόλο που οι ίδιοι διέθεταν δεξιότητες μεσαίας τάξης. Στη συνέχεια όμως οι ψηφοφόροι αυτοί της μεσαίας τάξης με σχετική ευκολία μετακινήθηκαν κυρίως στα αντίπαλα αριστερά κόμματα και τους Πράσινους, ένα αξιοπρόσεκτο ποσοστό μετακινήθηκε στα κεντροδεξιά κόμματα, ενώ και η προσέλκυση νεότερων γενιών (γενιά Χ, Υ και Ζ) ήταν και είναι πολύ μικρή. Οι λόγοι της εκλογικής αυτής μετακίνησης των παραδοσιακών τους ψηφοφόρων σχετίζονται κυρίως με αισθήματα ανασφάλειας και αβεβαιότητας που δημιουργούν οι ραγδαίες αλλαγές στην αγορά εργασίας, με τις «αντιδράσεις» στη φιλελεύθερη πολιτική της αγοράς, καθώς και με την αδυναμία προγραμματικής προσαρμογής των κομμάτων αυτών απέναντι στους νέους πολιτικούς ανταγωνιστές τους (ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα, Πράσινοι). Επομένως, η δυσκολία των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων εντοπίζεται στην αδυναμία τους να διαμορφώσουν μια ενιαία και συνεκτική προγραμματική πρόταση για μια ολοένα και πιο ετερογενή βάση ψηφοφόρων και σε ένα ολοένα και πιο ευμετάβλητο οικονομικό περιβάλλον.
Παρά το γεγονός ότι τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη είναι το καθένα κληρονόμος μιας ξεχωριστής πολιτικής ιστορίας και παράδοσης, υπάρχουν εντούτοις ορισμένα κεφαλαιώδη ζητήματα στα οποία μπορούν να υπάρξουν μεταξύ τους πεδία σύγκλισης και πολιτικής παρέμβασης. Τέτοια πεδία είναι ενδεικτικά οι νέες μορφές ευέλικτης εργασίας, η οικολογία, οι έμφυλες διακρίσεις, το κοινωνικό κράτος σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης, η μετανάστευση. Απαραίτητη όμως προϋπόθεση για την εφαρμογή του προγράμματός τους είναι η κατάκτηση της εξουσίας, η οποία μπορεί να επιτευχθεί με συμβιβασμούς – συμμαχίες που σκοπό έχουν να διευρύνουν τον κύκλο των υποστηρικτών τους, ενώ ιδιαίτερη βαρύτητα πρέπει να δοθεί και στον τρόπο υλοποίησης των πολιτικών τους γιατί συχνά η θεωρία απέχει από την πράξη. Συγχρόνως το πολιτικό προσωπικό των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων πρέπει να πάψει να απολογείται συνεχώς απέναντι στη μομφή που μόνιμα σχεδόν του αποδίδεται για «προδοσία», δηλαδή για αναντιστοιχία μεταξύ των υποσχέσεών του και των επιτευγμάτων του, για διπροσωπία ή διαφθορά.
Είναι σαφές ότι η άσκηση της εξουσίας είναι μια περίπλοκη τέχνη και η πολιτική κάθε άλλο παρά μια ακριβής επιστήμη είναι, πολλώ δε μάλλον όταν επιδιώκει να μετασχηματίσει την κοινωνία. Κατά συνέπεια πολιτικοί και κόμματα καλούνται να ασκήσουν την τέχνη αυτή με διαφάνεια, θάρρος και συνέπεια και πάντα στα όρια του εφικτού.
Ο κ. Ηλίας Μαδεμλής είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Paris 8.