Ο Robert Winter, o literary editor του «Independent», αναρωτιέται: Πώς μπορούμε να απολαμβάνουμε τα απομνημονεύματα, πιστεύοντας ότι είναι αληθινά, όταν τίποτα, όπως όλοι γνωρίζουν, δεν είναι τόσο αναξιόπιστο όσο η μνήμη;

Πολλά απομνημονεύματα έχουν το χαρακτηριστικό να φαίνονται ανοχύρωτα, χωρίς ψιμύθια και λογοτεχνικότητες. Οταν μιλάμε για παρελθόν, η πραγματικότητα (μια άλλη παράξενη λέξη η οποία λέει ο Ναμπόκοφ ότι έχει νόημα μόνον όταν μπαίνει σε εισαγωγικά) είναι υποκειμενική. Οι αναμνήσεις μπορούν να θαφτούν, να χαθούν, να μπλοκαριστούν, να απωθηθούν, ακόμα και να ανακτηθούν.

Θυμόμαστε αυτό που μας βολεύει, ενώ δεν υπάρχει σχεδόν κανένα όριο στο τι μπορούμε να ξεχάσουμε. Μόνο όσοι κρατούν πιστά ημερολόγια θα ξέρουν τι έκαναν αυτή την εποχή, αυτή την ημέρα, πριν από έναν χρόνο. Οι υπόλοιποι από εμάς αναπολούμε μόνο τις πιο έντονες στιγμές και ακόμη και αυτές τείνουν να έχουν μυθοποιηθεί από την επανάληψη σε καλοδουλεμένα κεφάλαια στην ιστορία της ζωής μας.

Ο γάλλος φωτογράφος και σκηνοθέτης D’Agata δηλώνει πως πλέον η διάρκεια ζωής ενός γεγονότος συρρικνώνεται. Δεν υπάρχει πια ο χρόνος να σωθεί. Κάποτε πιστεύαμε ότι ένα γεγονός θα διαρκούσε όσο οι άνθρωποί του, όσο ίσχυαν βασίλεια ή οι μύθοι άντεχαν. Αλλά τώρα τα γεγονότα έχουν αρχίσει να λιγοστεύουν στο μήκος μιας γενιάς, στη διάρκεια ζωής τους και στις αναμνήσεις των κρίσεων, των πληγών και των καταθλίψεων.

Εδώ έρχεται ο μέγας Σαίξπηρ με το Σονέτο Νο 30:

«Οταν σε ώρες σιωπηρές συνεδριάζουν,

οι λογισμοί και συγκαλώ τα περασμένα

αναστενάζω μ’ όσα χάθηκαν για μένα,

παλιά μου πάθη αγαπημένα που λιμνάζουν.

Βρύση τ’ αδάκρυτα κυλούν για κάποιο φίλο

στο αχρονολόγητο σκοτάδι του θανάτου

άκυρο έρωτα ανακαλώ με τ’ όνομά του,

κλαίω τον σπάταλο Καιρό και πάλι οφείλω.

Κι όλο λυπούμαι κάποια λύπη που ‘χει εκλείψει

πόνο τον πόνο μου ξανά εξιστορώ

την προγενέστερη που μ’ έθλιψε τη θλίψη,

που την πληρώνω κι όμως πάντα υστερώ.

Μα τότε η σκέψη μου γεμίζει από σένα,

Κι όλα τα πάθη αναιρείς και τα χαμένα».

Το «συγκαλώ τα περασμένα», που μεταφράζει τόσο έξοχα ο Διονύσης Καψάλης, είναι το αυθεντικό «I summon up remembrance of things past», που είναι και ο τίτλος μιας από τις αγγλικές μεταφράσεις του «À la recherche du temps perdu» του Μαρσέλ Προυστ (αν και στην πραγματικότητα, ο ίδιος ο Σαίξπηρ παρέθεσε τη φράση που βρίσκεται στη «Σοφία του Σολομώντα», ένα βιβλίο από τα Απόκρυφα της Παλαιάς Διαθήκης: «Διπλή θλίψη τους σκέπασε, και στεναγμός για την ανάμνηση των περασμένων πραγμάτων».)

Πόσο αληθινά είναι αυτά τα «περασμένα πράγματα»; Ο Προυστ έλεγε ότι δεν είχε φαντασία. Αυτό που ήθελε ήταν η πραγματικότητα, εμποτισμένη με κάτι άλλο. Το «Remembrance of things past» αρχίζει και τελειώνει με τις πραγματικές σκέψεις του συγγραφέα. Το βιβλίο, επειδή αφορά τον Μαρσέλ, έναν συγγραφέα, μιλάει τόσο για τη γραφή όσο και για οτιδήποτε «συμβαίνει» στον κόσμο των αναμνήσεων του συγγραφέα.

Πρόκειται για ένα βιβλίο που ερμηνεύει τον χρόνο μέσα από την αναδημιουργία του. Σμιλεύοντας τις αναμνήσεις (κατά το ταρκοφσκικό «Σμιλεύοντας τον χρόνο»), ο Μαρσέλ δημιουργεί μια μοναδική τοιχογραφία της μνήμης. Κατά την Αννα Σταθάκη, σε άρθρο της στο πολύ ενδιαφέρον Maxmag, το πεζογράφημα εισάγει τον όρο «ακούσια μνήμη» στην επιστήμη της ψυχολογίας. Η ακούσια μνήμη είναι μια ανάμνηση, η οποία εμφανίζεται ξαφνικά στο μυαλό ενός ανθρώπου μετά μια πράξη. Στο μυθιστόρημα εμφανίζεται σε διάφορα σημεία, όμως το πιο γνωστό παράδειγμα είναι η στιγμή που ο αφηγητής δαγκώνει το πιο διάσημο γλύκισμα της ιστορίας της δυτικής λογοτεχνίας, την περίφημη μαντλέν.

Πόσες μαντλέν έχουμε γευτεί στις ζωές μας; Υπήρξαν μαντλέν στις ζωές μας; Είναι δυνατόν μια γνώριμη μυρωδιά από τα παλιά να ανοίξει τον χείμαρρο των αναμνήσεων; Ναι, είναι. Αρκεί να έχεις αφτιά. Αφτιά, ανοιχτά, να βλέπεις και όχι μόνο να κοιτάζεις.

H autofiction, η αυτομυθοπλασία, είναι από τα κυρίαρχα λογοτεχνικά είδη στον πλανήτη σήμερα. Οπως λέγαμε με τον φίλο Νίκο Κουρμουλή, παρακολουθώντας τα δρώμενα και έξω και εδώ, φαίνεται πως πλέον, διεθνώς, η καθαρή κατασκευή, η επινόηση υποχωρεί. Οχι ότι εξαφανίζεται, αλλά μάλλον βρίσκεται σε κλοιό. Για τα μεγάλα ακροατήρια, μιλώντας πάντα για το mainstream, η «βασισμένη σε αληθινά γεγονότα», μυθιστορηματική βιογραφία με αληθινά στοιχεία, τα μυθιστορήματα- αυτομυθοπλασίες, τα βασισμένα σε χαρακτήρες της «διπλανής πόρτας», φαίνεται να σταθεροποιούνται ψηλά στις προτιμήσεις εάν συνδέονται με την άμεση εμπλοκή του συγγραφέα με αυτά.

Κάτι τέτοιο βλέπω κι εγώ: ένα είδος reality hunger. Το ερώτημα είναι: Ακολουθεί ο συγγραφέας τη μόδα (σε εισαγωγικά) ή επιμένει στη δική του συγγραφική φωνή; Κατά τη γνώμη μου το δεύτερο, αδιαπραγμάτευτα. Είναι βέβαιο πάντως ότι και στο θέατρο όπου κυριαρχούν οι  διασκευασμένες αληθινές ιστορίες αλλά και στο μυθιστόρημα παίζει πάρα πολύ μεγάλο ρόλο η μυθιστορηματική βιογραφία αλλά με όρους εμπορικούς. Συμπερασματικά, το θέμα προηγείται της έμπνευσης. Και το θέμα της μνήμης προσαρμόζεται σε αυτό που πουλάει.

Ετσι λοιπόν η μνήμη γίνεται λογοτεχνικό εργαλείο. Δεν μας ενδιαφέρει η αλήθεια της, δεν μας ενδιαφέρει ούτε η αμφισημία της, μας ενδιαφέρει να επιλέξουμε τα στοιχεία της που μπορεί να είναι εμπορικά, να τα εμπλουτίσουμε, να τα ψιμυθιώσουμε και να βγάλουμε ένα υβρίδιο που δεν είναι ούτε autofiction ούτε μυθιστόρημα με ιστορικές μνήμες. Ενα είδος memory etainrtainenment. (memotainment). Με επιλεγμένα κομμάτια που θα μιλούν στο «λαϊκό», εάν υπάρχει πια αυτό, ακροατήριο.

Οι αναμνήσεις, όμως είπαμε, είναι σκληρό πράγμα. Μπορεί να μπορούν να θαφτούν, να απωθηθούν, ακόμη και να ανακτηθούν. Μπορούν ακόμη και να εκδικηθούν.

Ο κ. Αλέξης Σταμάτης είναι συγγραφέας.