Η ιστορία παίζει το δικό της παιχνίδι, χωρίς να νοιάζεται για τις δικές μας ελπίδες και διαψεύσεις. Μέχρι χθες η σοσιαλδημοκρατία, η κεντροαριστερά βρισκόταν στα μετόπισθεν.
Για πολλούς σχολιαστές και αναλυτές ήταν πολιτική φιλοσοφία «ξοφλημένη». Ο νεοφιλελευθερισμός και άλλα πιο συντηρητικά ρεύματα κυριάρχησαν στην Ε.Ε..
Στη χώρα μας η οικονομική κρίση, που γρήγορα έγινε πολιτική και κοινωνική, έφερε τα «πάνω» «κάτω». Η ανασφάλεια, η αβεβαιότητα για το αύριο στην οικονομία και την κοινωνία κυριάρχησε παντού, εκτός από τα ελάχιστα «ρετιρέ» (οικονομικά) που είναι παντός καιρού.
Ανατροπές στο πολιτικό σκηνικό, η «ριζοσπαστική» αριστερά (ΣΥΡΙΖΑ) του 4% το 2015 αναδείχθηκε σε κυβερνητική δύναμη. Το 44% του ΠΑΣΟΚ κατέρρευσε στο 4,6 έως το 8,1.
Οι πολιτικές της κυβερνώσας αριστεράς (2015-2019), όπως έχω επισημάνει πολλές φορές αρθρογραφώντας, άνοιξαν τον δρόμο για την αυτοδύναμη «παλινόρθωση» της δεξιάς. Μιας δεξιάς με πρόσωπο, λαϊκό – κεντρώο, αλλά περιεχόμενο το ίδιο.
Παραμένει μια συντηρητική πολιτική δύναμη, που κυβερνά συντηρητικά με διαγγέλματα, κατασταλτικά μέτρα και επιτροπές σοφών. Εξυπηρετεί τα συμφέροντα των ολίγων, δια τηρώντας τη φτώχεια και την εισοδηματική ασφυξία στους εργαζόμενους, τους ελεύθερους επαγγελματίες και των Μ.Μ.Ε.
Το εκσυγχρονιστικό πρόσωπο της κυβέρνησης λάμπει μόνο στο έργο της ψηφιοποίησης του πολύπαθου ελληνικού κράτους. Μετά από 2,5 χρόνια, γίνεται φανερή η διαχειριστική ανεπάρκεια, στο πεδίο της πανδημίας, όπου ο ιός σκορπά τον θάνατο και τον φόβο στους πολίτες.
Απέναντι σ’ αυτή τη ρευστή και μεταβατική κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, η αντιπολίτευση, ο ΣΥΡΙΖΑ, αδυνατεί να αρθρώσει ουσιαστική αντιπολίτευση με ρεαλιστικό σχέδιο και πολιτικές προτάσεις.
Πελαγοδρομεί πάνω σε δυο βάρκες, της «ριζοσπαστικής» αριστεράς με πολιτικές «πολιτικο-συντεχνιακές» στα προβλήματα της συγκυρίας και στην αόριστη «προοδευτική συμμαχία». Προς το παρόν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι παρατηρητής της κεντροαριστεράς. Δεν γνωρίζει ποιο δρόμο θέλει να διαλέξει.
Η πρώτη βάρκα του «ριζοσπαστισμού» βούλιαξε στα νερά του 3ου μνημονίου. Η δεύτερη της «προοδευτικής συμμαχίας» δεν έχει βρει άνεμο για να ανοίξει τα πανιά της, διότι δεν συγκινεί τον νου και τα συναισθήματα του πολίτη. Δεν βρίσκει ούτε ακροατές ούτε θεατές, εκτός από «συνάξεις» προσώπων. Αυτά καταγράφονται σε γεγονότα και σε αριθμούς.
Αυτή η κατάσταση πραγμάτων δημιούργησε μεγάλο κοινωνικό και πολιτικό χώρο αναζήτησης νέας πολιτικής έκφρασης και εκπροσώπησης. Εδώ και έναν χρόνο από το φιλόξενο vima.gr προσπαθώ να αναδείξω αυτή την αναγκαιότητα. Στην κάλπη δεν έφθασε μονάχα το «συναισθηματικό – νοσταλγικό» ΠΑΣΟΚ, αλλά συνειδητοί πολίτες που θέλουν «εδώ και τώρα» ανανέωση και πολιτική αλλαγή.
Οι πολίτες ζητάνε ασφάλεια, σταθερότητα και βεβαιότητα για το αύριο σ’ αυτή τη μεταβατική περίοδο της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας. Ένα νέο χάσμα εμπιστοσύνης των πολιτών, ανοίγει με το κράτος, σχετικά με τη διαχείριση της πανδημίας, της οικονομίας, αλλά και του ρόλου και της θέσης της Ελλάδας στην Ε.Ε. και στο ζωτικό της χώρο στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο.
Η κάλπη της 5ης Δεκεμβρίου επιβεβαίωσαν αυτή την αναζήτηση των πολιτών που έστρεψαν το βλέμμα και την ελπίδα τους στην ιστορική παράταξη του ΠΑΣΟΚ που άλλαξε την εικόνα της χώρας, άπλωσε ελευθερίες και δικαιώματα στους πολίτες και έδωσε βήμα (θεσμούς) και φωνή στις δημιουργικές και παραγωγικές δυνάμεις του τόπου.
Το πρόσωπο της κεντροαριστεράς, της σοσιαλδημοκρατίας, με τις όποιες ιδιαιτερότητες γνώρισε η Ελλάδα με την ίδρυση, την εξέλιξη και τη διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.
Στο επίκεντρο της κεντροαριστεράς ήταν το κοινωνικό κράτος δικαίου, η αποκέντρωση της εξουσίας, η κοινωνική συνοχή με δίκαια διανομή του εισοδήματος και της ανάπτυξης στο κέντρο και την ύπαιθρο. Προσανατολισμοί στρατηγικής σημασίας, για τους πολίτες και την πατρίδα, που σήμερα παραμένουν επίκαιροι σε ένα νέο μεταβαλλόμενο περιβάλλον του τεχνολογικού και ψηφιακού κόσμου.
Για τη διασφάλιση αυτών των πολιτικών προτεραιοτήτων δημιουργήθηκαν θεσμοί που αντέχουν στον χρόνο. Δεν είναι ζήτημα νοσταλγίας – συναισθηματικό – η επιστροφή με το ΠΑΣΟΚ στη διαχείριση των δημοσίων θέσεων.
Η πανηγυρική ανάδειξη του Ν. Ανδρουλάκη στην ηγεσία της παράταξης, ανοίγει μια νέα σελίδα στην ιστορική εξέλιξη του ΠΑΣΟΚ. Η δυναμική που διαμορφώθηκε με την παρουσία δεκάδων χιλιάδων πολιτών στην κάλπη, δεν είναι συγκυριακή, διότι προκύπτει από κοινωνική και πολιτική ανάγκη, όπως αναφέρθηκε.
Και αυτή τη δυναμική πρέπει με βήματα γοργά να αξιοποιήσει ο Νίκος με το όλο ΠΑΣΟΚ. Να ανοίξει ένα νέο μεγάλο κύκλο ιδεών για τα προβλήματα της συγκυρίας που δοκιμάζουν τον λαό και τις πολιτικές προοπτικής (θέσης, ρόλου) της χώρας στην Ε.Ε. και το μέλλον της στο Αιγαίο και τον ευρύτερο μεσογειακό χώρο. Να αφουγκρασθεί τις κοινωνικές ανάγκες σε συζητήσεις ουσίας με τους θεσμούς, τις συλλογικότητες και τους πολίτες.
Στους επόμενους μήνες, να διαμορφωθεί βήμα – βήμα, συλλογική συνείδηση της παράταξης, ως δημοκρατικό κόμμα με πολιτική ταυτότητα. Να επικοινωνήσει ως αντιπολίτευση τις πολιτικές θέσεις για να δικαιωθούν στην πράξη. Να αξιολογηθούν αν συσπειρώνουν ή αφήνουν αδιάφορο το εκλογικό σώμα.
Να διαμορφώσει στρατηγική εξουσίας και ευθύνης διακυβέρνησης της χώρας. Να αναμετρηθεί και να διεμβολίσει το δίπολο Ν.Δ. – ΣΥΡΙΖΑ και να αλλάξει άρδην τους πολιτικούς συσχετισμούς στη Βουλή.
Η δημοκρατική παράταξη «καβάλα» στην ανανέωση πρέπει να αφουγκρασθεί και να αξιοποιήσει τη δυναμική της εποχής σε μια κρίσιμη μεταβατική περίοδο.
Τα μεγάλα προβλήματα της χώρας, Άμυνα – Ασφάλεια, πανδημία, οικονομία, κλιματικές αλλαγές, μετανάστευση κ.ά., περνάνε μέσα από τις διαδικασίες ολοκλήρωσης της Ε.Ε. σε όλους αυτούς τους τομείς. Ο Ν. Ανδρουλάκης, ως ευρωβουλευτής είναι σε θέση «πυρός» να πάρει πρωτοβουλίες σημαντικές, σ’ αυτά τα θέματα, για το μέλλον της Ε.Ε..
Στις αρχές του ’21 το ΠΑΣΟΚ – ΚΙΝΑΛ βρισκόταν στη στασιμότητα και τις «μαύρες». Αρκετά πολεμήσαμε αυτή τη στασιμότητα πεπεισμένοι ότι είναι καιρός η δημοκρατική παράταξη να πάρει πρωτοβουλίες και να αλλάξει το πολιτικό σκηνικό. Με το κλείσιμο του χρόνου η ελπίδα της κεντροαριστεράς με το ΠΑΣΟΚ να επιστρέφει στο προσκήνιο είναι πλέον γεγονός.