Το αναγνωστικό κοινό της χώρας μας ήρθε σε επαφή για πρώτη φορά το 1969 με το έργο της Κάρσον Μακ Κάλερς (1917-1967), όταν μεσούσης της δικτατορίας, κυκλοφόρησε από τον Κέδρο η εξαίσια νουβέλα της Η μπαλάντα του λυπημένου καφενείου σε μετάφραση του Μένη Κουμανταρέα. Από τότε εκδόθηκαν και άλλα σημαντικά έργα της, όπως τα μυθιστορήματα Ανταύγειες σε χρυσά μάτια και το πρώτο της, Η καρδιά κυνηγάει μονάχη, που εκδόθηκε για πρώτη φορά στις ΗΠΑ το 1940, όταν η Μακ Κάλερς ήταν μόνον 23 ετών, και την έκανε αμέσως διάσημη.
Carson McCullers – Η καρδιά κυνηγάει μονάχη
Μετάφραση Μιχάλης Μακρόπουλος.
Εκδόσεις Διόπτρα, 2021, σελ. 528, τιμή 17,70 ευρώ
Το εντυπωσιακό δεν ήταν μόνο ότι επρόκειτο για ογκώδες βιβλίο από μια συγγραφέα που είχε αρχίσει να το γράφει στα 19 της χρόνια, αλλά και το ότι δεν ήταν πρωτόλειο. Σήμερα, που έχουν περάσει 81 χρόνια από την πρώτη του έκδοση, το βιβλίο ανήκει στα σύγχρονα κλασικά μυθιστορήματα και αποτελεί σημείο αναφοράς για τη λογοτεχνία του αμερικανικού Νότου. Η τωρινή έκδοσή του στα ελληνικά, σε νέα πολύ καλή μετάφραση από τον Μιχάλη Μακρόπουλο, επαναφέρει το ενδιαφέρον γι’ αυτό το σημαντικό μυθιστόρημα και τη συγγραφέα του, η οποία μαζί με την Κάθριν Αν Πόρτερ, τη Γιουντόρα Γουέλτι και τη Φλάνερι Ο’Κόνορ ανήκει στις κορυφαίες γυναίκες συγγραφείς που προέρχονται από τις Πολιτείες του Νότου.
Οι αταίριαστοι του Νότου
Η υπόθεση εκτυλίσσεται σε μια μικρή πόλη στην Πολιτεία της Τζόρτζια. Είναι η ιστορία του Τζον Σίνγκερ του μουγγού κι αυτών με τους οποίους συναναστρέφεται. Του επίσης μουγγού φίλου του, ελληνικής καταγωγής, Σπύρου Αντωνόπουλου, που τον κλείνουν στο ψυχιατρείο. Του εστιάτορα Μπιφ Μπράνον, ενός εξαιρετικά πολύπλευρου χαρακτήρα. Του αλκοολικού συνδικαλιστή Τζέικ Μπλάουντ, που θέλει να αλλάξει τον κόσμο και δεν μπορεί. Του μαύρου γιατρού Κόπλαντ που, αποξενωμένος από την οικογένειά του, ενδιαφέρεται μόνο για τα προβλήματα των μαύρων. (Η φυματίωση από την οποία πάσχει θα αποβεί μοιραία.) Της Μικ, του «αγοροκόριτσου», που είναι έφηβη δεκατεσσάρων ετών, λατρεύει τη μουσική, κρυφακούει τη μουσική που παίζουν τα ραδιόφωνα των εύπορων και πέφτει σε κατάθλιψη μετά τον θάνατο του Σίνγκερ, ο οποίος αυτοκτονεί όταν μαθαίνει πως ο φίλος του, Σπύρος Αντωνόπουλος, πέθανε από σπερματονεφρίτιδα.
Κεντρικός χαρακτήρας είναι βεβαίως ο μουγγός (Μουγγός ήταν ο τίτλος που είχε επιλέξει αρχικά η Μακ Κάλερς, όμως τον άλλαξε ο εκδότης της). Αλλά οι υπόλοιποι χαρακτήρες ολοκληρώνονται μέσω της προσπάθειάς τους να τον κατανοήσουν. Και τούτο είναι μοναδικό δομικό και αφηγηματικό γνώρισμα σ’ αυτό το μυθιστόρημα.
Ρεαλισμός και ποιητικότητα
Οπως και στα υπόλοιπα επτά βιβλία της, η γραφή της Μακ Κάλερς είναι ρεαλιστική αλλά και ποιητική ταυτόχρονα εξαιτίας της έντασης και του βάθους των συναισθημάτων, που προκύπτουν με τρόπο απολύτως φυσικό. Αυτό είναι ένα βιβλίο της καρδιάς, της μοναχικής κι εξεγερμένης καρδιάς ή, όπως λέει η ίδια η συγγραφέας στην ημιτελή αυτοβιογραφία της, το θέμα του είναι «η εξέγερση του ανθρώπου ενάντια στην εσωτερική του απομόνωση και η ανάγκη του να εκφραστεί όσο πληρέστερα γίνεται». Είναι, αλλιώς, ένα βιβλίο που αναλύει την αδυναμία του ανθρώπου να τον καταλάβουν οι άλλοι και του αγώνα του να την ξεπεράσει. Το θέμα αυτό θα το συναντήσουμε σε πολλούς συγγραφείς του αμερικανικού Νότου. Ο περίγυρος, όπως τον περιγράφει η Μακ Κάλερς, εξηγεί πολλά: οι «αταίριαστοι», οι «απροσάρμοστοι» ήρωές της, είναι γεννήματα σε μεγάλο βαθμό του περιβάλλοντος: της φτώχειας, του ρατσισμού, του συντηρητισμού, της ξενοφοβίας, της κοινωνίας που τους ρίχνει στο περιθώριο. Και μέσα από αυτά ο αναγνώστης δεν δυσκολεύεται να σκεφθεί πως ο ηττημένος στον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο Νότος δεν έχει απαλλαγεί εντελώς από το τραύμα της ήττας.
Οι «απροσάρμοστοι» ήρωες της Μακ Κάλερς είναι γεννήματα σε μεγάλο βαθμό του περιβάλλοντος: της φτώχειας, του ρατσισμού, του συντηρητισμού, της ξενοφοβίας, της κοινωνίας που τους ρίχνει στο περιθώριο
Η «εκκωφαντική» σιωπή
Ο Νότος της Μακ Κάλερς δεν είναι ο Νότος της Μάργκαρετ Μίτσελ στο Οσα παίρνει ο άνεμος. Η συγγραφέας της Μπαλάντας του λυπημένου καφενείου δεν θα έγραφε ποτέ μια παρόμοια σάγκα. Ο Νότος της Μακ Κάλερς είναι αυτός που εξακολουθεί να εναντιώνεται στην ηγεμονία του Βορρά, όμως οι σημαντικοί συγγραφείς του, με πρώτον και καλύτερο τον Φόκνερ, μέσα από τα πάθη που περιγράφουν, του δίνουν οικουμενική αξία. Γι’ αυτό και δεν έχουν καμιά σχέση με τους τοπικιστές συγγραφείς των μεσοδυτικών Πολιτειών, όπως ο Καρλ Σάντμπεργκ ή ο Βέιτσελ Λίντσεϊ, ή ακόμη κι ο Εντγκαρ Λι Μάστερς.
Οι ήρωες της Μακ Κάλερς αγωνίζονται να καταλάβουν τους άλλους, αλλά να τους καταλάβουν και οι άλλοι. Θέλουν να αγαπήσουν και να αγαπηθούν κι ωστόσο η «κοντόφθαλμη» κοινωνία τούς το αρνείται, γι’ αυτό κι εκείνοι, αδυνατώντας να εκφραστούν, συμπεριφέρονται «με τρόπους που είναι αντίθετοι στη βαθύτερη φύση τους». Πώς συμβαίνει ένα άτομο που δεν ακούει και δεν μιλά παρά μόνο διαβάζει τα χείλη των άλλων, να επιδρά τόσο στη ζωή τους και καθώς βυθίζονται «στην αιώνια σιωπή του» να του εμπιστεύονται τα πιο προσωπικά τους αισθήματα; Σε άλλη περίπτωση, αν δεν είχαμε μια τόσο ιδιοφυή συγγραφέα, ο αναγνώστης θα παραξενευόταν – τουλάχιστον. Αλλά αυτή είναι η μαγεία της πεζογραφίας πρώτης γραμμής. Η σιωπή του μουγγού γίνεται εκκωφαντική.
Διαχρονικό μυθιστόρημα
Τα περισσότερα μυθιστορήματα, ακόμη κι αυτά που βρίσκονται πάνω από τον μέσο όρο, είναι χρονολογημένα. Το Η καρδιά κυνηγάει μονάχη δεν είναι. Σ’ αυτό το παλιατζίδικο των αισθημάτων μόνη της κυνηγά το νόημά της, δηλαδή την ίδια τη ζωή που της λείπει. Κι εκείνη που βρίσκεται γύρω της, αλλά δεν την εκφράζει. Ομως η ζωή, όπως πάντα, βρίσκεται «εκεί έξω» – αυτό συμβαίνει κι εδώ. Πλήθος σκηνές από την καθημερινότητα παρελαύνουν. Μια κοινωνική πραγματικότητα σκληρή και αδυσώπητη συχνά. Πρόσωπα βασανισμένα, άτομα καταπονημένα, βυθισμένα στην ανία, την παραίτηση, την ερημιά και, συχνά, τη βία. Και δεν λείπουν όσοι βλέπουν την Αμερική σαν τρελοκομείο. Με τις έρημες κωμοπόλεις της, σπίτια κι ανθρώπους ξεχασμένους κι από τον Θεό, που δεν περιμένουν τίποτε, με σκοτωμένες επιθυμίες που όμως δεν έχουν εξαφανιστεί από μέσα τους.
Πώς συνυπάρχουν εδώ λευκοί και μαύροι; Η αντίφαση, αν μάλιστα σκεφτεί κανείς ότι η υπόθεση του βιβλίου εκτυλίσσεται σε μια εποχή κατά την οποίαν υπήρχαν φυλετικές διακρίσεις, είναι τραγική. Γι’ αυτό και η καρδιά είναι ένας μοναχικός κυνηγός. Η μόνη που μας δείχνει ποιοι είμαστε πραγματικά. Κι είναι εντυπωσιακό που αυτό το συνέλαβε και το απέδωσε εκπληκτικά στο μυθιστόρημά του ένα κορίτσι που δεν είχε κλείσει καλά-καλά τα είκοσι τρία του χρόνια.
Σύντομο βιογραφικό
Η Λούλα Κάρσον Σμιθ, γνωστή ως Κάρσον Μακ Κάλερς, σπούδασε δημιουργική γραφή στο Πανεπιστήμιο του Κολούμπια και στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης. Πέρασε από το πασίγνωστο κοινόβιο συγγραφέων February House στο Μπρούκλιν Χάιτς, υπήρξε επιστήθια φίλη του Τενεσί Ουίλιαμς, είδε το «Ανταύγειες σε χρυσά μάτια» να γίνεται ταινία το 1967 με τους Μάρλον Μπράντο και Ελίζαμπεθ Τέιλορ. Πέθανε την ίδια χρονιά, σε ηλικία μόλις 50 ετών, από εγκεφαλικό επεισόδιο.