Με τη σταδιακή άρση των μέτρων περιορισμού και την επέκταση του εμβολιαστικού προγράμματος, η οικονομική δραστηριότητα ενισχύθηκε σημαντικά το β΄ και γ΄ τρίμηνο του 2021, ενώ για το σύνολο του έτους ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης αναμένεται να είναι πολύ ισχυρός, υπερβαίνοντας το 8%, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, που περιλαμβάνονται στην Ενδιάμεση Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική 2021.
Για το 2022 προβλέπεται να είναι 5%.
Εντούτοις, όπως επισημαίνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, η επιδείνωση των επιδημιολογικών δεδομένων τους τελευταίους μήνες, η ανησυχία για τις νέες μεταλλάξεις του κορωνοϊού, καθώς και η αύξηση του κόστους της ενέργειας, των τιμών των πρώτων υλών και γενικότερα οι εισαγόμενες πληθωριστικές πιέσεις, εντείνουν την αβεβαιότητα και αυξάνουν τους κινδύνους για το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας τα επόμενα τρίμηνα.
Δείτε εδώ την έκθεση της ΤτΕ
Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, οι μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας παραμένουν ιδιαίτερα θετικές, συνεπικουρούμενες από την έναρξη των επενδυτικών έργων και την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που συνδέονται με το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
«Παράθυρο ευκαιρίας η απόφαση της ΕΚΤ
Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 16ης Δεκεμβρίου να συνεχίσει να αγοράζει ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου μετά το Μάρτιο του 2022 και μέχρι τη λήξη της περιόδου των επανεπενδύσεων το τέλος του 2024, μεγαλύτερου ύψους από τις επανεπενδύσεις των εξοφλήσεων των ομολόγων που αγόρασε η ΕΚΤ στο πλαίσιο του έκτακτου προγράμματος αγοράς τίτλων λόγω της πανδημίας (PEPP), αναμένεται ότι θα διατηρήσει ευνοϊκές χρηματοπιστωτικές συνθήκες και χαμηλό κόστος δανεισμού τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα. Υπό την έννοια αυτή, παρέχει ένα “παράθυρο ευκαιρίας”, το οποίο όμως πρέπει να αξιοποιηθεί τάχιστα προκειμένου να αποκτηθεί η επενδυτική βαθμίδα.
Ο κ. Στουρνάρας επισημαίνει ακόμη τα εξής:
Η παρούσα Ενδιάμεση Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τη Νομισματική Πολιτική υποβάλλεται σε μια περίοδο κατά την οποία η ελληνική και η παγκόσμια οικονομία ανακάμπτουν δυναμικά μετά την άρση των περιορισμών και την επανεκκίνηση της οικονομικής δραστηριότητας. Ωστόσο, το ενδεχόμενο μιας νέας έξαρσης της πανδημίας από τη μετάλλαξη Όμικρον του κορωνοϊού και η ύπαρξη εμποδίων στις αλυσίδες προσφοράς αυξάνουν την αβεβαιότητα και δημιουργούν κινδύνους για την πορεία του πληθωρισμού και την ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας.
Η οικονομική δραστηριότητα ανέκαμψε με υψηλούς ρυθμούς στη διάρκεια του 2021, μετά τη σημαντική ύφεση που καταγράφηκε το 2020, λόγω της πανδημίας και των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης που επιβλήθηκαν για την αντιμετώπισή της. Με τη σταδιακή άρση των μέτρων περιορισμού και την επέκταση του εμβολιαστικού προγράμματος, η οικονομική δραστηριότητα ενισχύθηκε σημαντικά το β΄ και γ΄ τρίμηνο του 2021, ενώ για το σύνολο του έτους ο ρυθμός οικονομικής ανάπτυξης αναμένεται να είναι πολύ ισχυρός, υπερβαίνοντας το 8%. Για το 2022 προβλέπεται να είναι 5%.
Εντούτοις, η επιδείνωση των επιδημιολογικών δεδομένων τους τελευταίους μήνες, η ανησυχία για τις νέες μεταλλάξεις του κορωνοϊού, καθώς και η αύξηση του κόστους της ενέργειας, των τιμών των πρώτων υλών και γενικότερα οι εισαγόμενες πληθωριστικές πιέσεις, εντείνουν την αβεβαιότητα και αυξάνουν τους κινδύνους για το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας τα επόμενα τρίμηνα.
Παρ’ όλα αυτά, οι μεσομακροπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας παραμένουν ιδιαίτερα θετικές, συνεπικουρούμενες από την έναρξη των επενδυτικών έργων και την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που συνδέονται με το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.
Το 2021 η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική κρίθηκε απαραίτητο να συνεχιστεί, προκειμένου να αναχαιτιστούν οι αρνητικές επιδράσεις της πανδημίας. Ωστόσο, η ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας επέτρεψε τη σταδιακή απόσυρση των μέτρων στήριξης κατά το δεύτερο εξάμηνο του έτους. Την περίοδο μετά την πανδημία, η Ελλάδα θα κληθεί να διασφαλίσει τη δημοσιονομική βιωσιμότητα, μέσα και από τη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων, λαμβάνοντας υπόψη ότι η τρέχουσα συγκυρία των χαμηλών επιτοκίων ενδέχεται να αντιστραφεί αν διατηρηθούν οι πληθωριστικές πιέσεις.
Η τήρηση των κανόνων του υπό διαμόρφωση νέου ευρωπαϊκού δημοσιονομικού πλαισίου και η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων κρίνονται ως αναγκαίες προϋποθέσεις για την εξασφάλιση μιας πτωτικής δυναμικής του δημόσιου χρέους, η οποία ενισχύεται και από τη διατήρηση των ευνοϊκών του χαρακτηριστικών, όπως η σύνθεσή του και η διάρθρωση των αποπληρωμών.
Παρά την πρόοδο της ελληνικής οικονομίας, η πιστοληπτική αξιολόγησή της υπολείπεται της επενδυτικής βαθμίδας. Αυτό δημιουργεί μία σειρά από προβλήματα, κυρίως όμως στερεί την ελληνική οικονομία από πολύτιμους επενδυτικούς πόρους που θα μπορούσαν να εισρεύσουν από το εξωτερικό σε πολλούς κλάδους και τομείς, είτε ως δανειακά κεφάλαια χαμηλού κόστους είτε ως συμμετοχή στο κεφάλαιο επιχειρήσεων. Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας της 16ης Δεκεμβρίου να συνεχίσει να αγοράζει ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου μετά το Μάρτιο του 2022 και μέχρι τη λήξη της περιόδου των επανεπενδύσεων το τέλος του 2024, μεγαλύτερου ύψους από τις επανεπενδύσεις των εξοφλήσεων των ομολόγων που αγόρασε η ΕΚΤ στο πλαίσιο του έκτακτου προγράμματος αγοράς τίτλων λόγω της πανδημίας (PEPP), αναμένεται ότι θα διατηρήσει ευνοϊκές χρηματοπιστωτικές συνθήκες και χαμηλό κόστος δανεισμού τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα. Υπό την έννοια αυτή, παρέχει ένα “παράθυρο ευκαιρίας”, το οποίο όμως πρέπει να αξιοποιηθεί τάχιστα προκειμένου να αποκτηθεί η επενδυτική βαθμίδα.
Οι συνθήκες χρηματοδότησης προς τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις παρέμειναν ευνοϊκές, ενώ συνεχίστηκε και η άνοδος των καταθέσεων. Περαιτέρω υποχώρηση εμφάνισε το υπόλοιπο των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), κυρίως λόγω της αξιοποίησης του προγράμματος “Ηρακλής”, με τις σχετικές συναλλαγές να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην κερδοφορία και στους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας των ελληνικών τραπεζών, οι οποίοι ωστόσο παραμένουν σε ικανοποιητικά επίπεδα. Χαμηλή παραμένει η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων, με τις οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις να αποτελούν ακόμη μεγαλύτερο μέρος των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων.
Οι προκλήσεις που έχουν να αντιμετωπίσουν οι ελληνικές τράπεζες είναι σημαντικές, ιδίως αν ληφθεί υπόψη ότι η πλήρης επίπτωση της πανδημίας στα στοιχεία ενεργητικού των τραπεζών εκτιμάται ότι θα εκδηλωθεί με κάποια υστέρηση, δηλαδή μετά την πλήρη άρση των μέτρων στήριξης της οικονομίας. Απαιτείται λοιπόν συνεχής επαγρύπνηση και εντατικότερη δράση εκ μέρουςτων τραπεζών, με στόχο την περαιτέρω μείωση των ΜΕΔ, την ποιοτική και ποσοτική ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης, κατεύθυνση στην οποία ήδη έχουν αρχίσει να κινούνται οι τράπεζες, και την αξιοποίηση της αυξημένης ρευστότητας που διαθέτουν για τη χρηματοδότηση της οικονομίας.
Βραχυπρόθεσμα, βασική προϋπόθεση ώστε να διατηρηθεί η αναπτυξιακή δυναμική των τελευταίων τριμήνων, υπό το πρίσμα των νέων μεταλλάξεων του ιού, είναι να αποφευχθούν νέα γενικευμένα περιοριστικά μέτρα. Ωστόσο, αυτό απαιτεί εντατικοποίηση της προσπάθειας για την επέκταση της εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού και τη θωράκιση των υπηρεσιών υγείας προκειμένου να τεθεί υπό έλεγχο η υγειονομική κρίση και να περιοριστεί η πίεση στο δημόσιο σύστημα υγείας. Οποιαδήποτε νέα μέτρα ελέγχου της πανδημίας θα πρέπει να έχουν περιορισμένο δημοσιονομικό αντίκτυπο, ώστε να αποφευχθεί η περαιτέρω επιβάρυνση των δημοσιονομικών μεγεθών που θα καθυστερήσει την επάνοδο στη δημοσιονομική ισορροπία.
Μεσοπρόθεσμα, η αξιοποίηση των πόρων του ευρωπαϊκού μέσου ανάκαμψης NextGenerationEU, η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων που περιλαμβάνονται στο Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και η χρηματοδοτική στήριξη από ένα εύρωστο τραπεζικό σύστημα θα ενισχύσουν τις επενδύσεις, θα υποστηρίξουν την πράσινη μετάβαση και τον ψηφιακό μετασχηματισμό της οικονομίας και θα συμβάλουν στην αύξηση της συνολικής παραγωγικότητας και της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.
Αυτό θα επιτρέψει στην οικονομία να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις και να επιλύσει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει, εν μέρει ως κληρονομιά της κρίσης χρέους, και θα οδηγήσει στη μετάβαση σε ένα βιώσιμο, εξωστρεφές και χωρίς κοινωνικούς αποκλεισμούς παραγωγικό πρότυπο.