Όσοι υπέγραψαν στην πολυσέλιδη έρευνα της εφημερίδας «Τα Νέα» (18-19 Δεκεμβρίου 2021) για την «Κεντροαριστερά – η επόμενη μέρα» δεν ξέρω γιατί μου θυμίζουν εκείνη τη φάρσα που έκανε ο Ραούλ Υσσόν, ένας τριτοετής φοιτητής μαθηματικών στην École normale supérieure, στους ψαρωμένους πρωτοετής: μπήκε σε μια κατάμεστη αίθουσα φορώντας στολή στρατηγού και ψεύτικη γενειάδα και έγραψε στον πίνακα «Θεώρημα Μπουρμπακί: να αποδείξετε ότι…». Με αφορμή τη φάρσα του Υσσόν, και σε μια περίοδο που το Γαλλικό Κράτος επιθυμούσε την στρατικοποίηση των Πανεπιστημίων και Σχολών (στα πρότυπα των στρατιωτικών Πολυτεχνικών Σχολών), ο Αντρέ Βέιλ μαζί με άλλους πέντε μαθηματικούς συνέστησαν σε ένα καφέ του Σαιν Μισέλ μια ομάδα δίνοντας το όνομα «Μπουρμπακί».
Και βέβαια ο στρατηγός Κάρολος Μπουρμπακί είναι γνωστός από μια πανωλεθρία που καθιέρωσε το όνομά του επειδή παρέδωσε τα όπλα στον εχθρό και αποσύρθηκε πριν τη σφαγή. Και δεν είναι τυχαίο ότι ο Ζακ Λακάν επέλεξε το όνομα του στρατηγού για να ονομάσει την «πανωλεθρία» και την προβληματική « επούλωση» του υποκειμένου, δείχνοντας έτσι ότι επιθυμία κάθε υποκειμένου ξεχωριστά, είναι της τάξης του αδύνατου. Δηλαδή, είτε κανείς πιστεύει στη ριζοσπαστική Αριστερά και τον ρόλο της, είτε ελπίζει σε μια Κεντροαριστερά που θα ανακτήσει από τον ΣΥΡΙΖΑ τα κεκτημένα της, είτε πίσω από την Κεντροαριστερά κρύβει έναν δεξιόστροφο προσανατολισμό, η επιθυμία του θα παραμείνει ανεκπλήρωτη. Διότι πρόκειται περί «συμπτώματος» κάποιου που άφησε να τον καταβροχθίσουν οι αυταπάτες και οι φόβοι. Άλλωστε η πολιτική – εδώ ή πουθενά – δεν είναι παρά ένα διαφημιστικό φαινόμενο αυτού που δεν πάει καλά: του «πραγματικού», καταρχάς και (εκ των προτέρων) του «σεξ».
Έτσι τι σημασία έχει αν ο Μπαλτάς πιστεύει ότι «η πολιτική επιστρέφει» και ότι η αντιπαράθεση μιας συνασπισμένης Αριστεράς με τον μονόδρομο του Καπιταλισμού ισοδυναμεί «με επιστροφή της πολιτικής»; Και τι αξία έχει ο ερωτηματικός τίτλος του Νίκου Αλιβιζάτου («Ήταν τελικά παρένθεση ο ΣΥΡΙΖΑ») για να καταλάβω το πρόσχημά του: ότι είναι πεπεισμένος πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτέλεσε «νέα αρχή», αλλά «παρένθεση» στην πολιτική ιστορία της χώρας;
Κι ακόμη, ποιος λαμβάνει υπόψη τον Νίκο Μουζέλη στο γνωστό του πολυτραγουδισμένο ρεφρέν για τη «συνάντηση» ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ;
Και επειδή «Με σιωπές δεν χτίζεται η σοσιαλδημοκρατία» όπως τιτλοφορεί την παρέμβασή του ο καθηγητής Κώστας Κωστής, θα ήθελα και εγώ να θέσω φωναχτά σε έναν έκαστο των συμμετεχόντων χωριστά, το ερώτημα που απευθύνεται στην ψυχανάλυση και πολλώ μάλλον στην πολιτική επιστήμη: «Che vuoi?» (Τι θέλεις;). Τι θέλουν δηλαδή οι συμμετέχοντες στην έρευνα; Όσο για ‘μένα -καθόλα νόμιμο στον τρόπο με τον οποίο έμαθα να διαβάζω τα κείμενα- η επιθυμία, αυτό δηλαδή που θέλω, και αυτό που επαναλαμβάνω συνεχώς εδώ, δεν είναι άλλη «παρά να τοποθετηθώ στο επίπεδο του τίποτα σε σχέση με όλες τις δυνάμεις που μετατοπίζονται γύρω από ‘μένα». Και έχω πειστεί πλέον πως δεν πρέπει να αναρωτηθώ για τέτοιου είδους αναγνώσεις των αφιερωμάτων και των υπογραφών, αν αξίζει η δεν αξίζει τον κόπο να παραμένω αμέτοχος, δηλαδή διαυγής. Διότι από αυτήν την α-πολιτική συμμετοχή ξεκινάει κάθε συζήτηση για την Κεντροαριστερά την επόμενη μέρα, επειδή – προς το παρόν – και η Κεντροαριστερά επιμένει να είναι αμέτοχη. Οψόμεθα.