Οταν ασθενεί κάποιος λαμβάνει μέτρα, πάει στον γιατρό, ακολουθεί συγκεκριμένη αγωγή και αν το νόσημα είναι βαρύ και χρόνιο προσαρμόζεται αναλόγως, αναθεωρεί σχεδόν τα πάντα, αλλάζει τρόπο ζωής, διατροφικές και άλλες συνήθειες, γενικώς οι επιλογές του μεταβάλλονται καθώς η ύπαρξη κινδυνεύει και η ζωή απειλείται. Κοινώς, σε τέτοιες περιπτώσεις οι προτεραιότητες αλλάζουν, τα ίδια τα άτομα μπροστά στον κίνδυνο κινητοποιούνται και ιεραρχούν εντελώς διαφορετικά τα πράγματα, προβαίνοντας σε αναθεωρήσεις και επιλογές που μέχρι χθες φάνταζαν σταθερές και αναλλοίωτες στον χρόνο. Ακόμη και οι πεποιθήσεις δοκιμάζονται και τα όποια δόγματα χαρακτηρίζουν τον βίο του καθενός τίθενται υπό αμφισβήτηση και αίρεση.
Αν λοιπόν αυτή είναι η συμπεριφορά μας απέναντι σε ατομικά θέματα και προβλήματα υγείας, εύλογα μπορεί να φανταστεί κανείς πόσο διαφορετικές επιβάλλεται να είναι οι συλλογικές μας επιλογές και αποφάσεις στις περιπτώσεις εμφάνισης μαζικών υγειονομικών απειλών, όπως τώρα συμβαίνει με την πανδημία. Πολύ δε περισσότερο μάλιστα όταν οι προειδοποιήσεις των επιστημόνων για άλλες, μελλοντικές κρίσεις, αντίστοιχες ή συναφείς, κλιματικές για παράδειγμα, είναι σαφείς και συγκεκριμένες.
Η μελέτη των καθηγητών Τσιόδρα και Λύτρα δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών. Η εκτίναξη των ποσοστών θνητότητας των νοσηλευομένων από κορωνοϊό στα ελληνικά νοσοκομεία από 58% σε 85% σε ορισμένες περιπτώσεις δηλώνει, αν μη τι άλλο, ελλείμματα συγκεκριμένα και κρύβει ανισότητες μεγάλες.
Το Εθνικό Σύστημα Υγείας πάσχει εμφανώς, τα νοσοκομεία μας διατηρούν σοβαρές ελλείψεις, τόσο σε προσωπικό όσο και σε υλικοτεχνική υποδομή. Ο αριθμός γιατρών και νοσηλευτών υπολείπεται σημαντικά των αναγκών, με άλλα λόγια δεν επαρκούν για να προσφέρουν την απαιτούμενη ποιότητα νοσηλείας που θα εξασφαλίζει κατά το δυνατόν την επιβίωση των ασθενούντων.
Επιπλέον, η μελέτη των δύο καθηγητών αναγνωρίζει και αναδεικνύει το γνωστό σε όλους πρόβλημα των περιφερειακών νοσοκομείων. Ιδιαίτερα στις αγροτικές και φτωχότερες ζώνες το έλλειμμα υποδομών και προσωπικού όπως και η ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών απέχουν παρασάγγας από την επάρκεια των νοσηλευτικών ιδρυμάτων και την ιατρική φροντίδα που προσφέρεται στις πλουσιότερες αστικές ζώνες. Πρόκειται ακριβώς για σύμπτωμα των υπαρχουσών και επαρκώς καταγεγραμμένων περιφερειακών ανισοτήτων στη χώρα μας, που εξηγεί τα πολύ υψηλά ποσοστά θνητότητας σε αυτές, αλλά και φανερώνει πέραν των άλλων και τα προβλήματα ανάπτυξής τους, όπως και της πληθυσμιακής απομείωσης.
Το μήνυμα των δύο καθηγητών είναι σαφές και συγκεκριμένο. Το ΕΣΥ χρειάζεται στήριξη και υποστήριξη, τόσο σε υλικοτεχνικές υποδομές όσο και σε προσωπικό. Και βεβαίως θέλει αλλαγή στρατηγικής και πρόνοιες περιορισμού των περιφερειακών ανισοτήτων. Κοινώς, χρειάζονται πόροι και δυνάμεις ικανές να αντιμετωπίσουν τις τρέχουσες προκλήσεις, αλλά και τις μελλοντικές, οι οποίες κατά πάσα βεβαιότητα θα έλθουν, όπως όλοι οι διεθνείς υγειονομικοί οργανισμοί και σύσσωμοι οι γιατροί και οι επιστήμονες προειδοποιούν.
Η ενίσχυση λοιπόν του Εθνικού Συστήματος Υγείας είναι επιβεβλημένη εκ των συνθηκών. Δεν πρόκειται για ζήτημα κομματικών ανταγωνισμών ή ιδεολογικών αντιπαραθέσεων. Είναι πλέον ζήτημα εθνικό. Γιατί απλούστατα χωρίς επαρκές σύστημα υγείας, ικανό να προσφέρει αξιόπιστες υπηρεσίες σε όλους τους πολίτες, σε κάθε γωνιά της χώρας, τίποτε δεν πρόκειται να πάει καλά. Η υγεία του ελληνικού λαού θα παραμείνει επισφαλής και αυτή ακόμη η ευκαιρία ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας θα υπονομευθεί, θα κινδυνεύσει εξαιτίας και του αυξημένου υγειονομικού ρίσκου.
Βάσει των παραπάνω η κυβέρνηση επιβάλλεται να δράσει και η αντιπολίτευση να συνδράμει κατά τις δυνάμεις και τον ρόλο της, ώστε η υγεία των πολιτών και της χώρας να ασφαλισθούν στον μέγιστο βαθμό. Δεν υπάρχει πια χρόνος για αναστολές και αναβολές.