Επειδή σε τίποτα δεν με βοήθησε το όπλο της άρνησης και τα σκέρτσα της ειρωνείας, μια που ούτε τη μία ούτε την άλλη κατόρθωσα να τη στρέψω εναντίον μου αλλά και, επειδή, τόσο η μία όσο και η άλλη, ανέδειξαν το επώνυμο εγκαταλείποντας το κύριο όνομά μου στο έλεος του εαυτού, σκέφτηκα στις επτακόσιες λέξεις που με χειρίζονται εδώ, να προσπαθήσω να εξηγήσω τη σημασία της κατάφασης στη ζωή μας τονίζοντας τον ρόλο της «υγείας» σε όσους υποφέρουν από τις αντενεργές τους δυνάμεις και μια μνησικακία που έγινε λόγος ύπαρξης.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν αντιλαμβάνομαι τους λόγους για τους οποίους οι αρνήσεις μας περνούν στην υπηρεσία ενός «πλεονάσματος ζωής», όπως γράφει ο Νίτσε, καθώς επίσης και ότι η μεταστροφή του αρνητικού στο αντίθετό του προϋποθέτει – πώς να το κάνουμε; – την τέχνη, αφήνοντας τους αναγνώστες των εφημερίδων στο έλεος της δύναμης της κριτικής ικανότητας.
Με την άρνηση νόμιζα ότι θα μπορούσα να διαρρήξω όλα όσα με συγκρατούν και με συγκροτούν ως καθημερινό γραφιά δείχνοντας συγχρόνως, και το συστατικό αυτής της γραφής: τη συνεχή ανατροπή του συσχετισμού των δυνάμεων όπου άρνηση και κατάφαση, ειρωνεία και σοβαρότητα αντιτίθενται, αλλά μόνο ως δύο ποιότητες, ως δύο ώσεις μέσα στη βούληση και τη δύναμη την οποία προϋποθέτει. Οχι λοιπόν γάιδαρος, που δεν ξέρει να λέει «όχι», αλλά μουλάρι που μουλαρώνει μπροστά στην άβυσσο του στέρνου του, εκεί όπου σμιλεύεται το ποίημα.
Ιδού πώς η άρνηση μεταστρέφεται σε «δύναμη του καταφάσκειν», πώς γίνεται δηλαδή «τρόπος του είναι της κατάφασης». Αλλά εδώ μιλά ο Ζαρατούστρα, εκεί όπου το ένα πράγμα έχει τόσα νοήματα όσες και δυνάμεις, ικανές να το σφετεριστούν. Ετσι γράφω. Με σφετερίζονται, τους αποδυναμώνω. Και φυσικά, φαντάζομαι κι εγώ έναν Νίτσε να αποσύρει τις μάρκες από ένα παιχνίδι που δεν είναι δικό του. Εμαθα όμως και από τον Μπέκετ, πού τελειώνει το παιχνίδι, αδιαφορώντας αν τελικά θα μείνω με τις μάρκες στο χέρι. Ο Μπέκετ μου έδειξε πως το τέλος του παιχνιδιού είναι επιλογή όπως άλλωστε και η αρχή, αφού το ένα είναι μέσα στο άλλο, και αρχίζει όπου τελειώνει το άλλο σαν μια καρκινική επιγραφή. Γι’ αυτό θέλω να μη με απασχολεί διεστραμμένα η διαλεκτική, αφήνοντας στον Αντόρνο το βάρος της αποδείξεως της «αρνητικής διαλεκτικής» του. Την τύχη μου προκάλεσα κι εγώ ρίχνοντας τη ζαριά εκεί όπου αναγκαία πέφτει. Και έτσι δεν με πιάνει ούτε το μάτι ούτε η invidia αλλά μόνο η καλοσύνη των ξένων σαν την Μπλανς Ντυμπουά.
Η μνησικακία προϋποθέτει επαγρύπνηση, από την οποία τώρα αρχίζω να απαλλάσσομαι. Τουλάχιστον να πάψω να διηγούμαι αποτυχίες και πιένες του παρελθόντος με τη μεσολάβηση άρθρου στο «Βήμα». Το ποίημα έχει περισσότερο γούστο:
«κι ούτε το γλωσσικό μηδενισμό
τον έλαβα υπόψη
τίποτα δεν μηδένισα ποτέ
σβήνοντας τις εικόνες στα παράθυρα
ώσπου έμεινε ένα λειψό να ανασυστήσω
πηδώντας πέντε-πέντε τα σκαλιά
στο τελευταίο μετρό
μη και προφτάσω άναυδος να δω
τα φώτα του συρμού που έχασα
να σβήνονται στο χρόνο».