Πάνω στα ερείπια του δεκαετούς πολέμου στη Συρία που κατέστρεψε την οικονομία και οδήγησε την πλειονότητα του λαού της στη φτώχεια, εμφανίστηκε μια από τις πιο επικερδείς επιχειρήσεις στον κόσμο, η βιομηχανία του ναρκωτικού captagon. Πρόκειται για μια εθιστική αμφεταμίνη σε μορφή χαπιού, δημοφιλή σε χώρες του Κόλπου και ειδικά στη Σαουδική Αραβία, που παρασκευάζεται σε πλήθος εργαστηρίων στη Συρία και διοχετεύεται στις αγορές του εξωτερικού μέσω του λιμανιού της Λαττάκειας που ελέγχεται από τη Δαμασκό.
Το ισχυρό ναρκωτικό δεν έχει απλώς καταφέρει να επισκιάσει τις νόμιμες εξαγωγές της καθημαγμένης χώρας, αλλά σήμερα αποτελεί την κύρια πηγή των εσόδων της. Η αξία ορισμένων φορτίων μπορεί να αγγίξει ακόμα και το 1 δισ. δολάρια σύμφωνα με αξιωματούχους επιβολής του νόμου. Το χρήμα ρέει ζεστό και άφθονο για τη στρατιωτική, πολιτική και επιχειρηματική ελίτ, η οποία με αυτόν τον τρόπο παρακάμπτει τις αμερικανικές κυρώσεις, ενώ συνεχίζει να χρηματοδοτεί τις επιχειρήσεις του στρατού στο πεδίο της μάχης.
Σύμφωνα με έρευνα των «New York Times», μεγάλο μέρος της παραγωγής και της διανομής του captagon επιβλέπεται από την 4η Τεθωρακισμένη Μεραρχία του Συριακού Στρατού, μια επίλεκτη μονάδα που διοικείται από τον Μαχέρ αλ Ασαντ, τον μικρότερο αδελφό του προέδρου Μπασάρ αλ Ασαντ και έναν από τους ισχυρότερους άνδρες της Συρίας.
Ενα νέο ναρκοκράτος στη Μεσόγειο
Στο επικερδές παιχνίδι συμμετέχουν επιχειρηματίες, που διατηρούν φυσικά στενούς δεσμούς με το καθεστώς, η σιιτική οργάνωση της Χεζμπολάχ, όπως και μέλη της ευρύτερης οικογένειας του Ασαντ, το επώνυμο των οποίων τούς εξασφαλίζει προστασία για την παράνομη δραστηριότητα. Συνεπώς κανένας δεν μπορεί να τα βάλει με αυτό το δίκτυο, καθώς η στήριξη από το καθεστώς είναι απόλυτη. Το ίδιο φυσικά αρνείται κατηγορηματικά κάθε ανάμειξη.
«Η συριακή κυβέρνηση είναι κυριολεκτικά αυτή που εξάγει τα ναρκωτικά. Δεν είναι ότι κάνει απλώς τα στραβά μάτια την ώρα που τα καρτέλ ναρκωτικών κάνουν τη δουλειά τους. Είναι η ίδια το καρτέλ ναρκωτικών» δηλώνει στους «New York Times» ο Τζόελ Ρέιμπερν, ειδικός απεσταλμένος των ΗΠΑ για τη Συρία επί διακυβέρνησης Τραμπ. Αυτό που προκαλεί ανησυχία στις κυβερνήσεις της ευρύτερης περιοχής είναι ότι το συριακό δίκτυο έχει αρχίσει να μεταφέρει και άλλα, πιο επικίνδυνα ναρκωτικά, όπως η κρυσταλλική μεθαμφεταμίνη.
Μόνο εφέτος σε όλον τον κόσμο κατασχέθηκαν περισσότερα από 250 εκατομμύρια χάπια captagon σε πολλές χώρες. Ανάμεσα στις μεγαλύτερες κατασχέσεις του ναρκωτικού αυτού έχουν πραγματοποιηθεί στην Ελλάδα: τον Ιούλιο του 2019, στον σταθμό εμπορευματοκιβωτίων στον Πειραιά, το Λιμενικό και η Αστυνομία κατέσχεσαν συνολικά 1.000.000 χάπια που βρίσκονταν κρυμμένα σε εκατοντάδες ράβδους μολύβδου. Στα σύνορα του Εβρου, από το καλοκαίρι του 2018, όταν αξιωματικοί της Αντιτρομοκρατικής συνέλαβαν παράτυπους μετανάστες που μετέφεραν στα σακίδιά τους περί τα 5.000 χάπια captagon, εντοπίζονται όλο και περισσότερες περιπτώσεις παράνομης εισαγωγής του ναρκωτικού στην Ελλάδα.
Οπως λένε ειδικοί, οι κατασχέσεις αυτές – όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες, από την Ιταλία ως τη Μαλαισία – πιθανότατα αντιπροσωπεύουν μόνο ένα δείγμα των ναρκωτικών που αποστέλλονται σε όλον τον κόσμο. Υποδηλώνουν δε ότι ο κλάδος έχει εκτοξευθεί τα τελευταία χρόνια.
Η «άνοδος» του captagon
Το captagon είναι μια συνθετική αμφεταμίνη που παρασκευάστηκε τη δεκαετία του ’60 αρχικά από μια γερμανική φαρμακευτική εταιρεία για τη θεραπεία της διαταραχής της ελλειμματικής προσοχής, της ναρκοληψίας και της υπερκινητικότητας. Στη δεκαετία του 1980 οι χρήστες στη Σαουδική Αραβία και σε άλλα κράτη του Κόλπου άρχισαν να το καταναλώνουν για να αποκτήσουν ενέργεια, να διώξουν τις φοβίες τους ή προκειμένου να μείνουν ξύπνιοι για να μελετήσουν για τις εξετάσεις, να εργαστούν, να κάνουν πάρτι ή να οδηγήσουν μεγάλες αποστάσεις.
Καθώς όμως διαπιστώθηκε ότι το χάπι ήταν εθιστικό και προκαλούσε παρενέργειες, απαγορεύθηκε διεθνώς στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Το κενό ήρθε να καλύψει η παράνομη παραγωγή για να τροφοδοτήσει την αγορά.
Μετά το ξέσπασμα του πολέμου στη Συρία, επιχειρηματίες συνεργάστηκαν με ντόπιους φαρμακοποιούς χρησιμοποιώντας μηχανήματα από εγκαταλελειμμένα φαρμακευτικά εργοστάσια και άρχισαν να το παρασκευάζουν. Γρήγορα το ναρκωτικό κατέκτησε τους μαχητές του Ισλαμικού Κράτους – εξού και έγινε γνωστό ως «το χάπι των τζιχαντιστών» -, οι οποίοι το κατανάλωναν για να κρατιούνται σε υπερδιέγερση την ώρα της μάχης.
Καθώς όμως ο πόλεμος συνεχιζόνταν, η οικονομία της χώρας κατέρρεε και ένας αυξανόμενος αριθμός συνεργατών του σύρου προέδρου Ασαντ έγινε στόχος διεθνών κυρώσεων, η κλειστή αυτή ελίτ ανέπτυξε το καρτέλ και εκτόξευσε την παραγωγή.
Τα εργαστήρια παρασκευής και η διακίνηση
Τα εργαστήρια παρασκευής του εν λόγω ναρκωτικού βρίσκονται διάσπαρτα σε περιοχές της Συρίας που ελέγχονται από την κυβέρνηση ή σε εδάφη που ελέγχονται από τη Χεζμπολάχ κοντά στα σύνορα με τον Λίβανο, έξω από την πρωτεύουσα και γύρω από το λιμάνι της Λαττάκειας. Πολλά είναι μικρά, στεγάζονται σε υπόστεγα ή άδειες βίλες, με τις παράνομες εγκαταστάσεις να φρουρούνται από στρατιώτες ή να φέρουν πινακίδες που κηρύσσουν τις γύρω περιοχές κλειστές στρατιωτικές ζώνες.
Αφότου παρασκευαστούν, τα χάπια κρύβονται σε συσκευασίες, όπως για παράδειγμα γάλακτος, τσαγιού, σαπουνιού ή μέσα σε κιβώτια που περιέχουν σταφύλια, πορτοκάλια, ρόδια ή και άλλες αποστολές. Στη συνέχεια μεταφέρονται λαθραία από την ξηρά στην Ιορδανία και στον Λίβανο, όπου κάποια διοχετεύονται από το αεροδρόμιο και τα θαλάσσια λιμάνια της Βηρυτού. Αλλά ο μεγαλύτερος όγκος του captagon διοχετεύεται μέσω του συριακού λιμανιού της Λαττάκειας.