Την άποψη ότι η παραλλαγή Όμικρον ακόμη και με το καλό σενάριο, θα επιβαρύνει σημαντικά τα συστήματα Υγείας, εκφράζει η καθηγήτρια Υγιεινής – Επιδημιολογίας και διευθύντρια του ομώνυμου Εργαστηρίου του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Ευαγγελία Ντζάνη.
Η ίδια, επισημαίνει επίσης πως είναι πολύ νωρίς ακόμη για να μιλάμε για το τέλος της πανδημίας, ενώ θεωρεί τις δύο επόμενες εβδομάδες κρίσιμες σε ό,τι αφορά την αποτύπωση της απαραίτητης πληροφορίας για την μεταδοτικότητα της νέας παραλλαγής, αλλά όχι και τη δυνατότητά της να προκαλεί βαριά νόσο.
Είμαστε μακριά από την απαιτούμενη καθολική ανοσιακή κάλυψη
«Κάθε φορά που έχουμε μια μεγάλη εξέλιξη, όπως συνέβη και με τη Δέλτα, ευελπιστούμε ότι αυτό θα είναι το τέλος. Φαίνεται, όμως, ότι μάλλον είναι η αρχή της συνεπιβίωσής μας με τον ιό και μην ξεχνάμε ότι ακόμη δεν έχουμε διακριτά στελέχη, αλλά μιλάμε ακόμη για παραλλαγές», υπογραμμίζει, σε συνέντευξή της στο iatronet.gr
«Ο ιός έχει ακόμα πολύ δρόμο μπροστά του στο να αλλάξει μορφές, να έχουμε καινούργια στελέχη. Για να μπορέσουμε να σηματοδοτήσουμε το τέλος της πανδημίας θα έπρεπε να έχουμε καθολική κάλυψη ανοσιακή, είτε λόγω του εμβολιασμού είτε λόγω νόσησης. Φαίνεται όμως πως είμαστε μακριά από αυτό. Για παράδειγμα η κάλυψη που είχαμε λόγω νόσησης από τη Δέλτα δεν μας βοηθά πάρα πολύ στην Όμικρον», αναφέρει για να προσθέσει: «Η πανδημία είναι ένα ιστορικό γεγονός και τα ιστορικά γεγονότα συνήθως δεν έχουν απότομο τέλος».
Η καθηγήτρια θεωρεί τις δύο επόμενες εβδομάδες κρίσιμες σε ό,τι αφορά την αποτύπωση της απαραίτητης πληροφορίας για την μεταδοτικότητα της νέας παραλλαγής, αλλά όχι και τη δυνατότητά της να προκαλεί βαριά νόσο. Για το τελευταίο, θα χρειαστεί περισσότερος χρόνος, λόγω της χρονικής υστέρησης αρκετών εβδομάδων από τη στιγμή που κάποιος έρχεται σε επαφή με τον ιό μέχρι τη στιγμή που θα αναπτύξει συμπτώματα, που θα νοσήσει βαριά και που θα βρεθεί στη μονάδα.
Δραματική προειδοποίηση για τις αντοχές του ΕΣΥ
Ανεξάρτητα από τη βαρύτητα της νόσου που θα αποδειχτεί ότι προκαλεί, η Όμικρον είναι βέβαιο ότι θα επιβαρύνει σημαντικά τα συστήματα Υγείας, υποστηρίζει, μιλώντας μάλιστα για μια επιβάρυνση που το ελληνικό σύστημα ίσως δεν θα μπορέσει να αντέξει.
«Αν πάρουμε το καλό σενάριο, ότι δεν θα έχουμε σοβαρότερη νόσο, θα έχουμε μια παραλλαγή που προκαλεί ολιγοσυμπτωματική νόσο, που όμως θα χρειάζεται εκτίμηση από το νοσοκομείο. Αυτό δημιουργεί ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα συμφόρησης στα εισαγωγικά στάδια της περίθαλψης», σημειώνει, και συμπληρώνει:
«Όχι μόνο δεν έχουμε ένα σύστημα που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει τα περιστατικά στην κοινότητα, αλλά έχουμε ένα σύστημα στο οποίο η παρούσα φροντίδα Υγείας κλέβει από τα τακτικά περιστατικά. Πόσο άλλο θα περιμένουν οι ασθενείς με διαβήτη, με υπέρταση με άλλα νοσήματα; Πόσο άλλο θα καθυστερούν τα ραντεβού τους γιατί στα ιατρεία θα υπάρχει συμφόρηση λόγω ήπιων περιπτώσεων; Και μιλάω για το καλύτερο δυνατό σενάριο, το οποίο δεν μας το εξασφαλίζει κανείς».
Τα διδάγματα της Όμικρον
Το πρώτο δίδαγμα της Όμικρον, σύμφωνα με την κ. Νζτάνη, είναι πως οι επικίνδυνες παραλλαγές γεννιούνται σε περιβάλλοντα χαμηλής εμβολιαστικής κάλυψης, ακόμα και όταν υπάρχει υψηλό ποσοστό νόσησης, όπως ήταν οι περιοχές της Νότιας Αφρικής. Αυτό εντείνει την ανάγκη να υπάρξουν ενέργειες για αύξηση της εμβολιαστικής κάλυψης στο μέγιστο δυνατό, σε παγκόσμιο, τοπικό και εθνικό επίπεδο.
Άλλο μάθημα είναι η κατάρριψη της παραδοχής ότι η νόσηση από μόνη της επιφέρει προστασία, καθώς υπάρχει ισχυρή ένδειξη για αύξηση του ποσοστού επαναλοίμωξης.
Επίσης, γνωρίζουμε ότι η επέκταση και επικράτησή της είναι ταχύτερη από τη Δέλτα, γεγονός που πυροδότησε τα άμεσα μέτρα στις διεθνείς μετακινήσεις και τη διεθνή ανησυχία για πιθανή ανάγκη τροποποίησης του εμβολιαστικού προγράμματος.
Για την Ελλάδα, σημειώνει, η τρέχουσα γνώση για την Όμικρον δεν αλλάζει κάτι στο εμβολιαστικό πρόγραμμα. Και αν η δεύτερη και τρίτη δόση είναι μια εύκολη προσέγγιση, με την έννοια ότι καλούνται άνθρωποι που έχουν αποδεχθεί τον εμβολιασμό να κάνουν μια ακόμη δόση, το «αγκάθι» παραμένει σε όσους δεν έχουν κάνει ακόμη την πρώτη δόση.
Καταδρομικοί εμβολιασμοί
Η κ. Ντζάνη παρατηρεί πως, παρά τις μικροαποκλίσεις, η ομάδα που διστάζει ισοκατανέμεται ως προς τα βασικά δημογραφικά χαρακτηριστικά.
«Υπάρχει απόλυτη προτεραιότητα μιας στρατηγικής προαγωγής του εμβολιασμού και αύξησης της εμβολιαστικής κάλυψης η οποία θα έχει πολλαπλούς αποδέκτες και να απευθύνεται σε ανθρώπους με διαφορετικά χαρακτηριστικά», τονίζει, εστιάζοντας στην ενίσχυση και επέκταση των λεγόμενων «καταδρομικών» εμβολιασμών: «είναι κομμάτι της ελληνικής ιστορίας. Οι παλαιότεροι από εμάς θυμούνται κλιμάκια που πήγαιναν στην επαρχία και εμβολίαζαν στα μικρά χωριά. Είναι κάτι οικείο και πάρα πολύ σημαντικό να ενεργοποιηθεί στο μέγιστο, γιατί γνωρίζουμε ότι η ελληνική ύπαιθρος επικοινωνεί με το ελληνικό άστυ», σημειώνει.
Η καθηγήτρια επικροτεί την πολιτική των πολλαπλών ελέγχων, όχι μόνο για την περίοδο των εορτών αλλά και στη συνέχεια.
«Χρειάζεται συνεχής πολιτική εντατικών ελέγχων, που θα αφορά και στους εμβολιασμένους. Και παράλληλα μια συνεχής ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των πολιτών, ώστε να αντιλαμβάνονται κάθε φορά τον κίνδυνο που διατρέχουν», υπογραμμίζει, και προσθέτει πως παρά την αθροιστική κόπωση, «πρέπει, όσο μπορούμε στις γιορτές που έρχονται, να έχουμε τη δυνατότητα να τροποποιήσουμε τον κίνδυνο, ο οποίος σε κάθε περίπτωση δεν θα είναι μηδενικός. Όμως, ο εμβολιασμένος είναι πολύ πιο ασφαλής από τον ανεμβολίαστο. Η Όμικρον δεν ισοπεδώνει τα επίπεδα κινδύνου που υπάρχουν στον πληθυσμό. Αντίθετα, αυξάνει αυτή την απόσταση, παρόλο που εμείς δεν έχουμε ακόμα την επικράτησή της. Μιλάμε και για τις γιορτές που θα έρθουν, τις Απόκριες και αργότερα».