Δεν υπάρχουν πολλοί που θα τους άξιζε ο άτυπος τίτλος του λαϊκού ειδώλου, όμως ο Αντώνης Ρέμος σίγουρα συγκαταλέγεται σε αυτούς. Αυθεντικός και άμεσος, βρίσκεται αυτή την περίοδο σε μεγάλα κέφια διότι επέστρεψε στην αθηναϊκή νύχτα σε έναν καινούργιο, μοντέρνο χώρο διασκέδασης.
Μαζί του στο ΝΟΧ, στην Ιερά Οδό, τραγουδούν ο Σπύρος Μεταξάς και οι Τάνια Μπρεάζου, Αντώνης Βλάχος, Λίνα Αλατζίδου και Χριστίνα Ράλλη, ενώ στην παράσταση συμμετέχουν ο DJ Αντώνης Δημητριάδης και ομάδα δέκα χορευτών. Η ορχήστρα αποτελείται από δεκατέσσερις μουσικούς, ενώ στο μπουζούκι δεν είναι, για λόγους υγείας, ο Μανώλης Καραντίνης, που εδώ και χρόνια συνόδευε τον Αντώνη Ρέμο, αλλά ο γιος του, Ανδρέας. Την εντυπωσιακή πρόσοψη έχει σχεδιάσει ο Δημήτρης Ζούπας, το interior design υπογράφει ο αρχιτέκτονας Μηνάς Κοσμίδης, τους φωτισμούς ο Περικλής Μαθιέλλης, ενώ το μενού του NOX έχει αναλάβει ο βραβευμένος σεφ Αρης Βεζενές.
Στο BHMAgazino που κυκλοφορεί μαζί με το «Βήμα της Κυριακής», ο Γιώργος Νάστος παρουσιάζει την κουβέντα που είχε με τον σουπερστάρ της ελληνικής μουσικής.
Η συζήτηση ξεκίνησε φυσικά με τα νέα δεδομένα της επαγγελματικής ζωής του: «Σχεδόν δύο χρόνια προετοιμάζουμε αυτόν τον χώρο και είμαι πολύ ενθουσιασμένος, συγκινημένος και χαρούμενος, διότι το όραμα που είχαμε με τον Ηλία Μαροσούλη – με τον οποίο συνεργάζομαι πρώτη φορά και τον οποίο θεωρώ έναν από τους τελευταίους μεγάλους επιχειρηματίες στον χώρο της ψυχαγωγίας – έχει γίνει πλέον πραγματικότητα. Ιδέες υπάρχουν πάντα πολλές, αλλά είναι δύσκολο να βρεθούν οι σωστοί άνθρωποι για να τις υλοποιήσουν και όλοι εμείς που έχουμε δουλέψει για το NOX ταιριάξαμε από την πρώτη στιγμή, οι ενέργειές μας ήρθαν σε πλήρη ταύτιση. Προσωπικά, ήθελα να καταφέρουμε δύο πράγματα. Το πρώτο ήταν το να αισθάνεται σημαντικός όποιος κι αν έρχεται εδώ, από τον πιο επιτυχημένο επιχειρηματία μέχρι τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας. Ο χώρος τούς αγκαλιάζει όλους με αξιοπρέπεια, άνεση και ασφάλεια – το τονίζω αυτό, γιατί ο κορωνοϊός έχει μπει πια για τα καλά στη ζωή μας και δεν γίνεται να τον αγνοούμε. Δείξαμε την ίδια προσοχή και την πρέπουσα φροντίδα, όχι μόνο στη σκηνή, αλλά και στην πλατεία ή στους εξώστες, στα καθίσματα, τους διαδρόμους, όλο το αντιμετωπίσαμε σκηνογραφικά. Το δεύτερο που ήθελα πολύ είναι να ξεχνιούνται για λίγο όσοι έρχονται. Να νομίζουν ότι βρέθηκαν σε κάποιο άλλο μέρος του πλανήτη, στο Λονδίνο ή στη Νέα Υόρκη».
Διαβάστε περισσότερα στο BHMAgazino που κυκλοφορεί με το «Βήμα της Κυριακής»