Αυτά που λείπουν περισσότερο στους ανθρώπους είναι αυτά που λιγότερο ομολογούνται. Με τίποτα δεν θα ήθελε η σημερινή Ελλάδα να παραδεχθεί πως εξαπλώθηκε μέσα της η αρρώστια από την οποία ποτέ δεν πίστευε ότι μπορεί να προσβληθεί. Είναι πλέον στο έλεος της ακατάσχετης μοναξιάς. Συχνά στις δυτικές μεγαλουπόλεις βλέπει κανείς στους πολυσύχναστους δρόμους να περπατούν διαβάτες που μονολογούν. Κατά κανόνα οι περαστικοί προσπερνούν μη δίνοντας καμία σημασία, θεωρώντας πως μέσα στο πλήθος δεν έχει νόημα να ψάξει κανείς για το τι φταίει και το στρίψιμο μιας βίδας στο μυαλό έγινε ένα συνηθισμένο δημόσιο θέαμα. Τέτοια συμβάντα σπάνιζαν στη χώρα μας. Οχι ότι ήταν ελάχιστοι οι κλονισμένοι άνθρωποι, αλλά όταν μιλούσαν υπήρχαν γύρω τους και μερικοί που δεν υποδύονταν τους κουφούς. Ολο και κάποιος κάτι άκουγε και προσπαθούσε κάτι να καταλάβει.
Είναι γεγονός ότι το στοιχειώδες αυτό ενδιαφέρον – ή, αν θέλετε, η στοιχειώδης περιέργεια – για το τι συμβαίνει δίπλα μας υποχώρησε κατά τα τελευταία χρόνια. Η κυρίαρχη τάση πλέον είναι οι άνθρωποι να φροντίζουν ώστε να μη «σκαλώνουν» στους άλλους ανθρώπους. Πρέπει να προχωρούν, να τρέχουν και να μην αναρωτιούνται για το τι ακριβώς επιδιώκουν ή από τι δραπετεύουν. Το παν είναι να μη στέκονται, γιατί κάθε σταμάτημα μπορεί να φέρει ερωτήματα και αμφιβολίες, και οι αμφιβολίες, ως γνωστόν, κόβουν τα γόνατα. Πώς, επομένως, να καθήσει κάποιος και να δώσει την προσοχή του σε όποιους μιλούν; Δεν είναι φυσικά μόνο οι απόκληροι που διηγούνται τη ζωή τους στα πεζοδρόμια, και που αυξάνονται συνεχώς και στις πόλεις μας. Το πρόβλημα είναι γενικότερο και δεν αφορά αποκλειστικά το κοινωνικό περιθώριο. Υπάρχει μεγάλη ζήτηση για ακροατές και μηδαμινή προσφορά. Και ποιος δεν θα ήθελε να ανακοινώσει μια σκέψη του ή να αφηγηθεί ένα περιστατικό που τον σημάδεψε, αν ήξερε ότι θα του δοθεί ο χρόνος που χρειάζεται και ότι ο ακροατής του, αν τον βρει, δεν θα βιαστεί να αποσπάσει ένα άμεσο όφελος; Αλλά στην πραγματικότητα ακριβώς αυτό συμβαίνει: οι άλλοι πάντα βιάζονται. Πάντα προεξοφλούν ότι όποιος ανοίγει το στόμα του θα ξετυλίξει μια ιστορία τόσο δική του που θα ήταν μάταιο να προσπαθήσουν να την αξιοποιήσουν. Ετσι, μοιραία οι επαφές αραιώνουν και, ακόμα χειρότερο, γίνονται στα πεταχτά, πράγμα που, άλλοτε, στην ελληνική συναναστροφή ήταν η μεγαλύτερη χοντροκοπιά. Τα ήθη μας γαλούχησαν τον πληθυσμό με την αντίληψη ότι οι άνθρωποι είναι αξιολύπητοι αν οι κουβέντες μεταξύ τους είναι για να τις παίρνει ο αέρας. Ολα τα υλικά αγαθά σε τούτο τον τόπο προσφέρονταν σε μικρές ποσότητες. Εκτός από τις συνομιλίες. Ο πληθυσμός τρεφόταν από αυτές, ανεξάρτητα αν η ποιότητα της τροφής ήταν καλή. Οι εντάσεις, οι φωνασκίες, οι διαξιφισμοί δυσκόλευαν μονίμως τη συνεννόηση. Πιο σημαντικό όμως και από τη συνεννόηση ήταν να είναι οι συνομιλητές παρόντες, αρκετά προσιτοί παρά τις διαφωνίες τους.
Ωστόσο, οι καιροί έφεραν και εδώ ανατροπές. Οι αποστάσεις ανάμεσα στα άτομα μεγάλωσαν πολύ και το ενδιάμεσο το κατέλαβαν η αμηχανία ή η ψύχρα. Κάθε χρονιά το βεβαιώνει αυτό, και η φετινή κινείται στην ίδια γραμμή. Για να σκεπαστούν οι πληγές που άνοιξαν στις ψυχές θα ανάψουν και πάλι τα φώτα των γιορτών και θα κυκλοφορήσουν εσπευσμένα τα προϊόντα τα προορισμένα να φέρουν τη ζάλη, τη μέθη, την απαγκίστρωση από τα δυσάρεστα. Δύσκολη επιχείρηση. Η αλήθεια είναι ότι τα χαρούμενα πράγματα θα αγοραστούν από λυπημένους ανθρώπους. Η μόνη εξαίρεση είναι τα παιδιά. Αυτά θα χαρούν πραγματικά, αφού δεν έχουν ακόμη την υποψία ότι με το άνοιγμα του στολισμένου πακέτου αρχίζει μια νέα περιπέτεια που μπορεί και να μην είναι ευχάριστη. Θα χαρούν, άραγε, μόνα τους το παιχνίδι τους; Κι αν θελήσουν να μοιραστούν και με άλλους τη χαρά τους τι θα δουν; Θα βρουν συμπαίκτες, φίλους, ή μήπως ανταγωνιστές; Δυστυχώς, δεν υπάρχουν εγγυήσεις για το καλύτερο. Ο,τι και να προκύψει πάντως, τα παιδιά έχουν χρόνο μπροστά τους για να τους δείξει ότι και η εντονότερη ικανοποίηση μειώνεται πολύ όταν την περιβάλλει η αδιαφορία των άλλων.
Να είσαι κατάμονος και να πρέπει να γιορτάσεις έτσι, χωρίς συντροφιά, εσύ και τα υπάρχοντά σου. Γίνεται αυτό; Φαινόταν σαν ένα μακρινό, σκυθρωπό ενδεχόμενο πριν από σαράντα χρόνια. Κι όμως σήμερα είναι μια πραγματικότητα που δύσκολα την αρνιέται κανείς. Οπως δύσκολα αρνιέται την επιδημία, την αβεβαιότητα, τους περιορισμούς. Εξ ορισμού με τις γιορτές επιδιώκεται να φύγει το μυαλό από τις στερήσεις. Τα δώρα συμβολίζουν την επάρκεια, την υπερεπάρκεια των αγαθών. Προβλέπεται να μη λείψει τίποτα λοιπόν. Τίποτα; Μια ματιά γύρω αρκεί να το διαψεύσει. Οσο και να φωταγωγηθούν οι βιτρίνες, οι κούκλες από μέσα θα στέλνουν προς τα έξω εκείνο το βλέμμα κάτω από τα πλαστικά τους βλέφαρα – που το ‘χουν και πολλοί πελάτες – που λέει: «Δεν ξέρω τι λέτε. Δεν ξέρω να ακούω». Το μήνυμα κυκλοφορεί παντού κι όλοι καλούνται να το λάβουν υπόψη τους.
Επειτα από αυτό μπορεί κάποιος να βάλει στη ζυγαριά του ξανά τα πράγματα. Εχει πιθανόν μια δουλειά, έχει ένα εισόδημα, έχει ακόμα και κάποιους γνωστούς. Αλλά δεν έχει καμιά σιγουριά για το αν θα τον πρόσεχαν καθώς θα μιλούσε. Και από τη στιγμή που αμφιβάλλει αν θα τον προσέξουν, προτιμά να αναβάλλει την ομιλία του. Από έλλειψη ακροατών κινδυνεύουν πολλοί να γίνουν μουγγοί. Ξεχνιούνται οι λέξεις αν δεν χρησιμοποιούνται και οι σκέψεις σαπίζουν αν δεν διατυπώνονται. Τι θα χαρούμε λοιπόν στις γιορτές; Και πώς θα διώξουμε τις στενοχώριες αν δεν πούμε κάτι παραπάνω από τις ευχές της συνήθειας; Ισως το μεγαλύτερο δώρο στη σημερινή Ελλάδα θα ήταν να αυξηθεί, ως εκ θαύματος, ο αριθμός εκείνων που όταν τους απευθύνεται κάποιος, ο εγκέφαλός τους παίρνει το σήμα να συγκεντρωθεί. Μια κατακόρυφη άνοδος του πολιτισμού θα σημειωνόταν. Φανταστείτε τους άπειρους να μη γυρίζουν κοροϊδευτικά τα νώτα τους στους πεπειραμένους. Τους εφήβους να μη βρίσκουν και τόσο βαρετούς τους γονείς τους. Τους άντρες να μην είναι τόσο βέβαιοι ότι στις γυναίκες η φλυαρία είναι ανίατη και οι γυναίκες να μην είναι τόσο βέβαιες ότι στους άντρες ανίατος είναι ο κομπασμός. Σε κάθε περίπτωση, το τι καταλαβαίνεις εξαρτάται από το τι δέχεσαι να καταλάβεις. Το ίδιο ισχύει για τους μαθητές στη σχέση τους με τους δασκάλους, ή για τις πολιτικές ηγεσίες στη σχέση τους με τον λαό.
Ομως για να μην ηχεί και αυτό σαν μία ακόμη καταδικασμένη ευχή, ας σκεφθούμε ότι στις ανθρώπινες υποθέσεις η μεθοδική εργασία υποκαθιστά σχεδόν τα θαύματα. Επιτέλους, είναι καιρός να εργασθούμε για να ευτυχήσουμε. Σαφώς είναι προτιμότερο να περιμένουμε αμοιβές που μας τις χρωστούν παρά να ονειρευόμαστε δώρα που δεν μας οφείλονται. Τουλάχιστον στον τομέα της παιδείας αυτό θα μπορούσε να είναι μια πεποίθηση που θα καθοδηγούσε τους γονείς, τους δασκάλους, τους πολιτικούς. Είναι δυνατόν να σκεφθούμε μιαν αγωγή που θα ασκούσε τα παιδιά στον διάλογο – και όχι στα debates. Και που θα εμπόδιζε την Ελλάδα να δεχθεί ως φυσικό γεγονός, πέρα από τους «παράλληλους μονολόγους» και τα «παράλληλα παραληρήματα».
*Ο κ. Βασίλης Καραποστόλης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.