Τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, μια χώρα με πληθυσμό σχεδόν 10 εκατομμυρίων, είναι η δεύτερη ισχυρότερη δύναμη (οικονομικά και στρατιωτικά) της Αραβικής Χερσονήσου, μετά τη Σαουδική Αραβία. Σε αρκετές περιπτώσεις δε έχουν αποδειχθεί προπομπός εξελίξεων – και μάλιστα σε διάφορα μέτωπα. Εστω και αν, για να το επιτύχουν, αναγκάζονται να πάρουν σημαντικά ρίσκα.
Αυτή την περίοδο, για παράδειγμα, ετοιμάζονται να εφαρμόσουν μια νέα «δομή» στην εργάσιμη εβδομάδα τους. Ετσι, αντί για διήμερη (επίσημη) αργία την Παρασκευή και το Σάββατο, οι εργαζόμενοι θα αναπαύονται πλέον δυόμισι ημέρες – το Σάββατο και την Κυριακή, όπως οι συνάδελφοί τους στη Δύση, καθώς και τη μισή Παρασκευή, η οποία είναι ημέρα προσευχής για τους μουσουλμάνους.
Αν και η αλλαγή αυτή ίσως τα φέρει σε αντιπαράθεση με άλλους γείτονές τους στην Αραβική Χερσόνησο, όπου η αργία τυπικά παραμένει Παρασκευή και Σάββατο, δεν αποκλείεται σύντομα να βρουν μιμητές. Και μάλιστα, πιο γρήγορα από ό,τι το 2006, όταν πήρε έξι ολόκληρα χρόνια στη Σαουδική Αραβία να ακολουθήσει το παράδειγμά τους στην προηγούμενη σχετική αλλαγή.
Στην πραγματικότητα, κάτι ανάλογο συμβαίνει και σε επίπεδο διεθνών σχέσεων, όπου τα Εμιράτα έχουν αναλάβει να ανοίξουν τον δρόμο για σημαντικές ανακατατάξεις. Αλλωστε, είναι σαφές ότι βρίσκονται σε διπλωματικό «οργασμό», με αποτέλεσμα να τα βρίσκει κανείς κυριολεκτικά κάτω από κάθε… πέτρα στην ευρύτερη περιοχή.
Για του λόγου το αληθές, όταν πέρυσι έγιναν η πρώτη χώρα του Κόλπου που αποκατέστησε τις σχέσεις της με το Ισραήλ, σπάζοντας μια παράδοση πολλών δεκαετιών και ένα από τα πιο ανθεκτικά «ταμπού», σύντομα ακολούθησαν άλλες τρεις: το Μπαχρέιν, το Μαρόκο και το Σουδάν στην Αφρική. Μάλιστα, η επίσκεψη του Ναφτάλι Μπένετ στο Αμπου Ντάμπι έδειξε ότι η προσέγγιση δεν είναι παροδική, αλλά θα επιχειρηθεί να αποκτήσει στρατηγικό χαρακτήρα. Καθώς δε όλα γίνονται με τις «ευλογίες» της Ουάσιγκτον και του Ριάντ, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι, σχετικά σύντομα, κάτι ανάλογο θα συμβεί με τη Σαουδική Αραβία – την οικονομική υπερδύναμη του αραβικού κόσμου, η οποία επιχειρεί να εδραιώσει και να ενισχύσει τον ηγετικό της ρόλο, με τον πρίγκιπα-διάδοχο Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν.
Προκειμένου να επιτευχθεί όμως αυτό, υπάρχουν ορισμένα προαπαιτούμενα. Ενα από αυτά είναι η οριστική γεφύρωση του ρήγματος ανάμεσα στα κράτη του αραβικού κόσμου, η οποία αποτυπώθηκε στο εμπάργκο που επιβλήθηκε το 2017 στο Κατάρ, με πρωτοβουλία Σ. Αραβίας, ΗΑΕ, Μπαχρέιν και Αιγύπτου. Το πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση σημειώθηκε τον περασμένο Ιανουάριο, ενώ χθες έγινε ένα ακόμη, κατά τη σύνοδο των έξι χωρών που συμμετέχουν στο Συμβούλιο Συνεργασίας του Κόλπου.
Νέες «κόκκινες γραμμές». Εξίσου μεγάλη σημασία έχει και το ξεκαθάρισμα των λογαριασμών με δύο άλλους σημαντικούς «παίκτες», το Ιράν και την Τουρκία. Κάτι που πρέπει να γίνει με βάση τα καινούργια δεδομένα – όπως ο περιορισμός της ενεργού παρουσίας και ανάμειξης των ΗΠΑ στην περιοχή, που αναζητούν μια ισχυρή συμμαχία για να τις αντικαταστήσει – και με χάραξη των νέων «κόκκινων γραμμών». Σε αυτή τη διαδικασία, τα Εμιράτα και ο δικός τους πρίγκιπας-διάδοχος, σεΐχης Μοχάμεντ μπιν Ζαγέντ αλ Ναχιάν, διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο.
Απέναντι στο Ιράν εκμεταλλεύονται τους παραδοσιακούς τους δεσμούς, όπως δείχνουν οι εκατοντάδες χιλιάδες των Ιρανών οι οποίοι κατοικούν στο έδαφός τους, οι μεγάλες επενδύσεις και το αξιόλογο διμερές εμπόριο. Του προσφέρουν δε έναν δίαυλο επικοινωνίας με τη νέα αραβική-σουνιτική υπερδύναμη που δείχνει να γεννιέται, με τη σύμπραξη και της Αιγύπτου – αναβιώνοντας (τηρουμένων των αναλογιών και με μεγάλες διαφορές) το ρεύμα του νασερισμού-μπααθισμού και φιλοδοξώντας να κυριαρχήσει στην ευρύτερη περιοχή.
Ετσι, δεν προκάλεσε έκπληξη το γεγονός ότι την περασμένη εβδομάδα και παρά τις (δημόσιες) ισραηλινές αντιδράσεις, μετέβη στην Τεχεράνη ο σύμβουλος εθνικής ασφαλείας τους, χωρίς μάλιστα να βρίσκεται σε «μυστική αποστολή». Αντιθέτως, η Σ. Αραβία, ενώ εδώ και μήνες έχει εμπλακεί σε απευθείας διαπραγματεύσεις με τους Ιρανούς, κρατά όλα τα σενάρια ανοιχτά, ακόμη και αυτό της στρατιωτικής σύγκρουσης.
Οσον αφορά την Τουρκία, τα Εμιράτα επιδιώκουν την επαναπροσέγγιση από θέση ισχύος. Εκμεταλλεύονται, με άλλα λόγια, τη δεινή οικονομική κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο Ερντογάν, ο οποίος μοιάζει πλέον με «επαίτη», αναζητώντας εναγωνίως κεφάλαια και πετροδολάρια. Αυτό έκανε, άλλωστε, στην Ντόχα όπου βρέθηκε την περασμένη εβδομάδα, το ίδιο επεδίωξε κατά την πρόσφατη επίσκεψη στην Αγκυρα του Μπιν Ζαγιάντ – ενώ θα το κάνει και κατά την επίσκεψη που σχεδιάζει να κάνει στα ΗΑΕ τον ερχόμενο Φεβρουάριο, την οποία προετοιμάζει ο Μεβλούτ Τσαβούσογλου, που βρίσκεται εκεί από χθες.
Αξίζει να σημειωθεί, ωστόσο, ότι η τουρκική αντιπολίτευση καταγγέλλει ότι αυτό γίνεται με πανάκριβο αντάλλαγμα. Το οποίο φτάνει, σύμφωνα με φήμες, στην απόκτηση μεριδίου της ισχυρής πολεμικής βιομηχανίας της Τουρκίας από τα ΗΑΕ και οι συνέργειες σε μια σειρά στρατηγικούς τομείς…
Σε κάθε περίπτωση, το σίγουρο είναι πως το ρίσκο όλων των παραπάνω είναι μεγάλο. Ειδικά δε τα Εμιράτα, βαδίζουν πάνω σε τεντωμένο σκοινί – πολύ περισσότερο καθώς έχουν και σημαντικούς δεσμούς με την Κίνα.