Παρότι ο Τζο Μπάιντεν έχει προσπαθήσει να πείσει ότι όντως επιθυμεί μια «εξομάλυνση» των σχέσεων με την Κίνα, ο πυρήνας της αμερικανικής πολιτικής παραμένει μια πιο ανταγωνιστική και τελικά συγκρουσιακή σχέση με την Κίνα.
Αυτή η αντιπαράθεση δεν παίρνει μόνο γεωπολιτικό χαρακτήρα, όπως με την περίπτωση με τη Ρωσία, αλλά και οικονομικό χαρακτήρα. Δηλαδή, δεν περιορίζεται σε κινήσεις όπως η συμφωνία η Αυστραλία και Μεγάλη Βρετανία για αυξημένη παρουσία στην Νότια Σινική Θάλασσα και για «επιτήρηση» των κινεζικών κινήσεων, αλλά αποσκοπεί και στον περιορισμό της παρουσίας των αμερικανικών επιχειρήσεων στην κινεζική οικονομία.
Η τάση αυτή αποσύνδεσης δύο οικονομιών που η αλληλεξάρτησή τους υποτίθεται ότι ήταν ένας από τα μεγάλα success stories της εποχής της «παγκοσμιοποίησης», ως ένα βαθμό στηρίζεται και από κινεζικές πρωτοβουλίες, ιδίως σε σχέση με την προσπάθεια της κινεζικής ηγεσίας να καταστήσει την Κίνα αυτάρκη σε διάφορους κρίσιμους τομείς, όχι μόνο ως απάντηση στις αμερικανικές κινήσεις αλλά και ως έναν στρατηγικό στόχο.
Βεβαίως την ίδια στιγμή υπάρχουν και πραγματικές δυσκολίες, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι για αρκετές αμερικανικές εταιρείες η πρόσβαση στην κινεζική αγορά σήμαινε μεγάλη προσπάθεια και κόστος, την ίδια ώρα που σημαντικό μέρος των εφοδιαστικών αλυσίδων για μεγάλες αμερικανικές επιχειρήσεις περιλαμβάνουν και την Κίνα.
Η τάση αυτή αποσύνδεσης συνδέεται ως προς την οικονομική αφετηρία (την άνιση εμπορική σχέση) αλλά διαφοροποιείται ως προς τα μέσα και τη στρατηγική από την τακτική του «εμπορικού πολέμου» που είχε προκρίνει αρχικά ο Ντόναλντ Τραμπ και τελικά οδήγησε στην εμπορική συμφωνία του 2020 (και που αυτή τη στιγμή ο Τζο Μπάιντεν είναι αντιμέτωπος με το πώς θα την εφαρμόσει στην πράξη).
Η επίκληση του ζητήματος των Ουιγούρων
Οι ΗΠΑ δεν μπορούν να επιβάλου γενικές ή οριζόντιες κυρώσεις στην Κίνα ή να νομοθετήσουν γενικά σε βάρος της – άλλωστε και οι δύο χώρες είναι μέλη του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Γι’ αυτόν τον λόγο και έχουν επιλέξει μέχρι τώρα να επικεντρώνουν στο ζήτημα της καταπίεσης των Ουιγούρων, της μουσουλμανικής μειονότητας της Κίνας, στην επαρχία Σιντσιάνγκ.
Αυτό τους επιτρέπει να νομοθετούν κυρώσεις κατά μεμονωμένων επιχειρήσεων που κατά τη γνώμη της αμερικανική κυβέρνησης εμπλέκονται στον μηχανισμό καταστολής σε βάρος των Ουιγούρων.
Στο πιο πρόσφατο παράδειγμα, η κυβέρνηση των ΗΠΑ ανακοίνωσε ότι θα θέσει οκτώ κινεζικές εταιρείες σε μια επενδυτική «μαύρη λίστα» για την υποτιθέμενη συμμετοχή τους στην επιτήρηση της μειονότητας των Ουιγούρων. Η λίστα περιλαμβάνει και την DJI που είναι ο μεγαλύτερος κατασκευαστής εμπορικών drone στον κόσμο, αλλά και τη SenseTime που είναι μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες παγκοσμίως στο λογισμό αναγνώρισης προσώπου, με την πληροφορία να υποχρεώνει την εταιρεία να αναβάλει την δημόσια εγγραφή της στο χρηματιστήριο του Χονγκ Κονγκ.
Είχαν προηγηθεί και άλλες κινήσεις που στόχο είχαν να περιορίσουν την πρόσβαση των κινεζικών εταιρειών υψηλής τεχνολογίας σε τσιπ τελευταίας γενιάς, ενώ πλέον οι κινεζικές εταιρείες που εξάγουν στις ΗΠΑ και έχουν εγκαταστάσεις στην Σιντσιάνγκ θα πρέπει να αποδεικνύουν ότι δεν έκαναν χρήση εξαναγκαστικής εργασίας.
Οι αντίστοιχες κινεζικές κινήσεις
Ωστόσο, έχει ενδιαφέρον ότι στην όλη διαδικασία «αποσύνδεσης» ρόλο παίζουν και κινήσεις της κινεζικής πλευράς. Το πρόσφατο κλίμα μεγάλης πίεσης των κινεζικών αρχών σε εταιρείες υψηλής τεχνολογίας, είτε σε περιπτώσεις όπου διεκδικούσαν αυτόνομο ρόλο, είτε σε περιπτώσεις που διαχειρίζονταν κρίσιμους τομείς δεδομένων, επίσης οδηγεί σε πρακτικές αναδίπλωσης.
Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι η ανακοίνωση του κινεζικού ομίλου Didi Chuxing ότι θα αποχωρήσει από το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης και πλέον η μετοχή της θα τυγχάνει διαπραγμάτευσης στο Χρηματιστήριο του Χονγκ Κονγκ.
Μέχρι τώρα και παρά τις διάφορες κυρώσεις που είχαν επιβάλει και η κυβέρνηση Τραμπ και η κυβέρνηση Μπάιντεν οι κινεζικές εταιρείες, ιδίως οι αναδυόμενοι «τεχνολογικοί πρωταθλητές» θεωρούσαν ελκυστικό το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, την ώρα που και οι αμερικανοί επενδυτές επεδίωκαν να επενδύσουν σε μερικές από τις πιο δυναμικές κινεζικές επιχειρήσεις. Αρκεί να σκεφτούμε ότι τον περασμένο Μάιο 248 εταιρείες ήταν εισηγμένες στις ΗΠΑ με συνολικά αξία 2,1 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Όμως, οι νέοι περιορισμοί και κανονισμοί του Πεκίνου, ιδίως για επιχειρήσεις που διαχειρίζονται δεδομένα οδηγούν σε αυτή την αναδίπλωση. Ας μην ξεχνάμε ότι υπάρχει πάντα και απόηχος από την παρέμβαση του Σι Τσινπίνγκ που τελευταία στιγμή σταμάτησε τη δημόσια εγγραφή σε Σαγκάη και Χονγκ Κονγκ του ομίλου Ant Group θέλοντας να κάνει σαφές ότι το Κόμμα δεν έβλεπε με καλό μάτι την αυτονόμηση του επικεφαλής του ομίλου Τζακ Μα.
Την ίδια στιγμή έχει ενδιαφέρον ότι η Κίνα ούτως ή άλλως στρέφεται και σε μια κατεύθυνση αυτάρκειας ακόμη και στην παραγωγή τροφίμων, όπως ανακοίνωσε πρόσφατα ο ίδιος ο Σι Τζινπίνγκ που επανέλαβε ότι παραμένει στόχος η Κίνα να γίνει αυτάρκης σε όλα τα στρατηγικά προϊόντα από τα τρόφιμα μέχρι τα βασικά μεταλλεύματα και το φυσικό αέριο καθώς όλα αυτά «συνδέονται με το μέλλον του έθνους μας».
Όλα αυτά επιτείνονται και από συνολικότερες επιδιώξεις της κινεζικής ηγεσίας, όπως είναι τόσο η προσπάθεια να «παταχθούν» προηγούμενες «χαλαρότερες» πρακτικές στην αντιμετώπιση των μεγάλων επιχειρήσεων (όπως φαίνεται από τον τρόπο που το Πεκίνο ουσιαστικά δεν παρενέβη για τη διάσωση του κατασκευαστικού κολοσσού Evergrande), αλλά και ο τρόπος που οι εταιρείες υψηλής τεχνολογίας πλέον καλούνται να συνεισφέρουν και στην αμυντική αποτελεσματικότητα του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού.
Η δύσκολη αποσύνδεση
Ωστόσο, θα ήταν λάθος να μείνουμε απλώς σε μερικές ορατές κινήσεις και να κρίνουμε ότι τα πράγματα βαίνουν με επιταχυνόμενους ρυθμούς προς την αποσύνδεση.
Καταρχάς, τα στοιχεία δείχνουν ότι οι κινεζικές εξαγωγές αποτελούν ξανά αυξανόμενο τμήμα των παγκόσμιων εξαγωγών. Τα πλοία που είναι στη λίστα αναμονής για να φορτώσουν στα κινεζικά λιμάνια σε δυτικές χώρες θα μεταφέρουν μεγάλο μέρος των κινεζικών προϊόντων. Οι ξένες εταιρείες που παράγουν βασικά ηλεκτρονικά και καταναλωτικά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων των αμερικανικών δεν έχουν σκοπό να αποχωρήσουν γρήγορα από την Κίνα. Ακόμη και οι κατασκευαστές τσιπ από την Ταϊβάν, παρά τη φόρτιση που έχει το ζήτημα αυτό, κάνουν σχεδιασμό ώστε να παρακάμψουν τις αμερικανικές απαγορεύσεις σε εξοπλισμό παραγωγής τσίπ για την Κίνα, ώστε να μπορέσουν να τροφοδοτήσουν την υψηλή κινεζική ζήτηση.
Εάν εξαιρέσουμε μερικούς τομείς υψηλής τεχνολογίας και στρατηγικού χαρακτήρα όπου ιδίως οι ΗΠΑ έχουν διεκδικήσει να υποστηρίξουν την ανάπτυξη εγχώριων πρωταθλητών υψηλής τεχνολογίας, σε γενικές γραμμές οι προηγούμενες δεκαετίες σήμαιναν ότι πολλές χώρες στηρίχτηκαν στη δυνατότητα να εισάγουν φτηνά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων των κινεζικών, με αποκορύφωμα βέβαια τον «πόλεμο της μάσκας» στην αρχή της πανδημίας όταν χώρες του G7 ανακάλυπταν ότι όχι μόνο δεν είχαν επαρκή αποθέματα προστατευτικού εξοπλισμού αλλά ούτε πια και τη βιομηχανική υποδομή για τον παράγουν.
Αλλά ακόμη και σε τομείς υψηλής τεχνολογίας στις ΗΠΑ έχει διαπιστωθεί ότι παρά τα μεγάλα κίνητρα αρκετοί γίγαντες της τεχνολογίας προτίμησαν να ξοδέψουν πολύ περισσότερα στην επαναγορά μετοχών τους (κάτι που βέβαια κάνει ιδιαίτερα χαρούμενη τη Wall Street αφού κρατάει ψηλά τις τιμές των μετοχών) παρά στις επενδύσεις στην ίδια τους την τεχνολογική βάση.
Αντίστοιχα, μεγάλο είναι το στοίχημα για την κινεζική ηγεσία. Σε μεγάλο βαθμό το «οικονομικό θαύμα» της Κίνας τις τελευταίες δεκαετίες στηρίχτηκε και στον τρόπο που έγινε οργανικό τμήμα των παγκόσμιων αγορών και των εφοδιαστικών αλυσίδων. Το υπαρκτό και μεγάλο «βάθος» της ίδιας της κινεζικής οικονομίας δεν είναι δεδομένο ότι μπορεί να προσφέρει τον ίδιο δυναμισμό για να τροφοδοτηθεί η διπλή φιλοδοξία του Κομμουνιστικού Κόμματος ταυτόχρονα να βελτιώσει την κοινωνική συνοχή και να κάνει άλματα στην τεχνολογική πρόοδο.